Σε ηλικία 90 ετών (για την ακρίβεια δύο μόλις μέρες πριν από την συμπλήρωση των 91ών γενεθλίων του), ο Αμερικανός ηθοποιός Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν, άφησε την τελευταία πνοή του στη Χαβάη.
Τεράστα τηλεοπτική περσόνα, ο Τσάμπερλεϊν υπήρξε ο περίφημος «Δρ. Κιλντέρ» των sixties και αργότερα, στα eighties, διέπρεψε στις σειρές «Σογκούν» και «Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας».

«Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας» (1983)
Γεννημένος στις 31 Μαρτίου 1934 στο Μπέβερλι Χιλς του Λος Αντζελες, ο αγγλικής και γερμανικής καταγωγής Τσάμπερλεϊν πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια και παρότι αρχικά δεν του άρεσε καθόλου το σχολείο, στην πορεία διέπρεψε στο γυμνάσιο και στο κολέγιο.
Ενώ φοιτούσε στο Κολλέγιο Pomona άρχισε να αναπτύσει έντονο ενδιαφέρον για την υποκριτική και μαζί της ασχολήθηκε επαγγελματικά μετά το τέλος της στρατιωτικής θητείας του (υπηρέτησε και στην Κορέα).
Όπως πολλού ηθοποιοί της γενιάς του ο Τσάμπερλεϊν έκανε τα πρώτα, δειλά βήματα του στην τηλεόραση κρατώντας μικρούς ρόλους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όμως, ο ρόλος του δρ. Τζέιμς Κιλντέρ στην σειρά «Δόκτωρ Κιλντέρ» τον μετέτρεψε σε έναν από τους πιο διάσημους καρδιοκατακτητές της εποχής.

«Δρ. Κιλντέρ» (1961–1966)
Είναι λίγο δύσκολο να το φανταστούμε σήμερα αλλά πολλοί θαυμαστές του Τσάμπερλεϊν λιποθυμούσαν στην εποχή της σειράς. Ωστόσο, αν και αυτό φαινόταν να είναι μια ονειρική κατάσταση για κάθε νέο αστέρι, για τον Τσάμπερλεϊν σήμανε μια μεγάλη, ανησυχητική κρίση ταυτότητας.
Ενδιαφερόμενος περισσότερο για τη σοβαρή ηθοποιία, πήρε ένα τεράστιο ρίσκο και γύρισε την πλάτη του στο Χόλιγουντ, στοχεύοντας στη θεατρική σκηνή.
Ενας από τους πρώτους σημαντικούς δραματικούς ρόλους του Τσάμπερλεϊν στον κινηματογράφο ήταν στην ταινία «Πετούλια» (1968) του Βρετανού σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Λέστερ. Μετά από αυτήν την ταινία ο Τσάμπερλεϊν πήγε στην Αγγλία, όπου έμεινε και τόλμησε να δοκιμάσει τις ικανότητές του στην κλασική σκηνή.
Η προσωπική του ικανοποίηση για την εικόνα και την καριέρα του βελτιώθηκε. Οι ερμηνείες του σε έργα όπως τα «Αμλετ» «Ριχάρδος ο 2ος» και στο «The Lady’s Not for Burning», κέρδισαν το δύσκολο βρετανικό κοινό στο θέατρο.
Στο πιο κλασικό κινηματογραφικό μέτωπο, ο Τσάμπερλεϊν απεικόνισε επιδέξια τον Οκτάβιο Καίσαρα απέναντι από τον Mάρκο Αντώνιο του Τσάρλτον Ιστον στον «Ιούλιο Καίσαρα» (1970), όπως και τον συνθέτη Πιότρ Ιλιτς Τσαϊκόφσκι στο «The Music Lovers» (1971) του Kεν Ράσελ. Ηταν πολύ καλός και ως Λόρδος Βύρων δίπλα στην Σουζάνα Γιόρκ στην ταινία «Λαίδη Καρολίνα».
Παράλληλα, συμμετείχε σε ταινίες μεγαλύτερης απήχησης όπως οι «Τρεις σωματοφύλακες» και πάλι του Λέστερ (που είχαν και συνέχειες) και ο «Πύργος της κολάσεως» του Εργουιν Αλεν.
Η καλύτερη κινηματογραφική ταινία του, παρέμεινε ως το τέλος η αριστουργηματική ταινία φαντασίας του Πίτερ Γουίρ «Το τελευταίο κύμα» (1977).

«Shogun, ο μεγάλος σαμουράι» (1980)
Η τηλεόραση όμως ήταν πάντα το φόρτε του Τσάμπερλεϊν που έγινε ξανά τηλεοπτικό είδωλο παίζοντας τον «Κόμη Μόντε Κρίστο» (1975). Μάλιστα, δικαίως κέρδισε τον τίτλο «Ο Βασιλιάς των Μίνι Τηλεοπτικών Σειρών της δεκαετίας του ’80»: «Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας» (1983) και ο «Shogun, ο μεγάλος σαμουράι» (1980),τον οδήγησαν στις υποψηφιότητες των Emmy και των Χρυσών Σφαιρών.
Κέρδισε την Χρυσή Σφαίρα και για τις δύο. Τέλος, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι πολλά χρόνια πριν από τον Ματ Ντέιμον, ο Τσάμπερλεϊν υπήρξε ο πρώτος Τζέισον Μπορν του θεάματος έχοντας παίξει τον ήρωα στην τηλεταινία του 1981.
Ανοιχτά ομοφυλόφιλος από πολύ νωρίς, ο Τσάμπερλεϊν ήταν επί 40 χρόνια παντρεμένος με τον σεναριογράφο και παραγωγό Μάρτιν Ράμπετ.