Αποστολή Μαρία Αντωνιάδου
Ολοκληρώθηκε στον κατάμεστο από κόσμο Ναό της Αναστάσεως του Κυρίου στα Τίρανα η ενθρόνιση του νέου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κ. Ιωάννης.
Την ελληνική κυβέρνηση εκπροσώπησαν ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Δένδιας, και η υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, Σοφία Ζαχαράκη.
Στην ενθρόνιση βρέθηκαν εκπρόσωποι όλων των ορθόδοξων εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων της Αλβανίας. Επικεφαλής των ορθόδοξων ο Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Εμμανουήλ

Στο ναό βρέθηκαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Αλβανίας Μπαϊράμ Μπεγκάι και ο πρώην πρόεδρος Σαλί Μπερίσα
Ο διάδοχος του Αρχιεπισκόπου Αναστάσιου, ο 6ος Αρχιεπίσκοπος μετά την μονομερή ανακήρυξη του αυτοκεφάλου το 1922 καλείται να κρατήσει το πηδάλιο της Εκκλησίας στα ήρεμα ύδατα που τα οδήγησε ο προκάτοχος του.
Στην ομιλία του, με βαθιά ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και με σεβασμό στην ιστορία, ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης ανέδειξε τη σημασία της πίστης και της ενότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία. Εκφράζοντας ευχαριστία για τις θυσίες των μαρτύρων και των αγίων που διατήρησαν το φως του Χριστού μέσα σε διωγμούς και καταστροφές, τίμησε ιδιαίτερα τον Θεοφάνη Νόλι και τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, οι οποίοι με τη σοφία και το όραμά τους οδήγησαν την Εκκλησία σε περίοδους αναγέννησης και πνευματικής ανάδυσης.

Στο επίκεντρο της ομιλίας του τίθενται οι σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Εκκλησία σε έναν κόσμο γεμάτο αλλαγές και αβεβαιότητες. Ο Αρχιεπίσκοπος υπογράμμισε την ανάγκη διαφύλαξης της Ιεράς Παράδοσης, ενίσχυσης της ενότητας των πιστών, ενώ ανέδειξε την προσπάθεια της Εκκλησίας να διατηρήσει την ισορροπία, μεταξύ του Ευαγγελίου της Βασιλείας και του «Κοινωνικού Ευαγγελίου». Επίσης, τόνισε τη σημασία της οικογένειας ως θεμέλιου λίθου της κοινωνίας ενώ αναφέρθηκε στη θρησκευτική συνύπαρξη, λέγοντας ότι αποτελεί θησαυρός της κοινωνίας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης εξέφρασε την αποφασιστικότητά του να υπηρετήσει το ποίμνιο με ταπεινότητα και αγάπη, ζητώντας τη φώτιση και τη σοφία του Θεού για να ανταποκριθεί στην ιερή αυτή αποστολή. Τέλος, ευχαρίστησε όλους τους εκπροσώπους των άλλων Ορθόδοξων Εκκλησιών, τις κρατικές αρχές, τους διπλωματικούς θρησκευτικούς εκπροσώπους, όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας κληρικούς και λαϊκούς, καθώς και τους φίλους και ευεργέτες, για την παρουσία τους. «Προσεύχομαι ο Θεός να προστατεύει την Εκκλησία μας, να φωτίζει τον λαό μας και να ευλογεί τη χώρα μας», κατέληξε.
Ολόκληρη η ομιλία του
Τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καὶ λούσαντι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ— καὶ ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ θεῷ καὶ πατρὶ αὐτοῦ— αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν. (Ἀπ. 1:5-6). «Ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, καὶ δοξάσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα. ὅτι τὸ ἔλεός σου μέγα ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐξ ᾅδου κατωτάτου. (Ψαλμ. 85: 12-13).
Με αυτούς τoυς λόγους της Αγίας Γραφής θέλω να εκφράσω τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη προς τον Θεό για όλες τις ευεργεσίες του προς εμένα και προς την Εκκλησία μας.
Η ευγνωμοσύνη προς τον Θεό περιλαμβάνει, επίσης, και όλους εκείνους τους ανθρώπους δια των οποίων οι δωρεές αυτές κατέστησαν δυνατές.Ευχαριστούμε και τιμούμε τους μάρτυρες της Ιλλυρίας, οι οποίοι διέδωσαν το φως της πίστεως στις περιοχές όπου ζούμε με το αίμα και τη ζωή τους· τους οσίους και αγίους που διατήρησαν το φως της πίστεως διαμέσου των αιώνων· τους νεομάρτυρες, οι οποίοι, σε μια δυσμενέστατη εποχή για την Εκκλησία και τη χώρα μας, έδωσαν τη ζωή τους για να διαφυλάξουν την πίστη, την εθνική ταυτότητα και τη γλώσσα τους. Αποτελούν ένα μεγάλο κατάλογο ονομάτων. Θα τους μνημονεύουμε πάντα με σεβασμό και ευγνωμοσύνη.
Κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, η Εκκλησία αντιμετώπισε τον αποτρόπαιο κομμουνιστικό διωγμό. Ολόκληρη η υλική και ανθρώπινη υποδομή καταστράφηκαν εντελώς. Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια καταστράφηκαν εκ θεμελίων ή μετατράπηκαν σε στάβλους, αποθήκες κλπ. Οι διώκτες κατεδάφισαν τους εξωτερικούς τοίχους, αλλά δεν μπορούσαν να καταστρέψουν την πίστη μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Χιλιάδες ευσεβείς άνδρες και γυναίκες καταδιώχθηκαν και εξουθενώθηκαν λόγω της πίστεώς τους και πολλοί έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους. Ακριβώς η μαρτυρία αυτών των ανθρώπων ενέπνευσε χιλιάδες άλλους να κρατήσουν τη χριστιανική πίστη και να την καταστήσουν το κέντρο της ζωής τους. Με το παράδειγμά τους πραγματοποίησαν την υπόσχεση του Κυρίου ότι «ἐπἰ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». (Ματθ. 16:17-18).
Σε όλη την ιστορία της Εκκλησίας μας ίσχυσε ο Ψαλμός «διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν. (Ψαλμ. 65:12). Σε κρίσιμες και δύσκολες εποχές ο Θεός την επισκέφθηκε αποστέλλοντας φωτισμένους και ευσεβείς ανθρώπους. Σήμερα θέλω να τιμήσω, επίσης, τη μνήμη όλων των προκατόχων μου και τις μεγάλες προσπάθειές τους να φροντίσουν το ποίμνιο που τους εμπιστεύθηκε ο Κύριος. Από τον εκτενή κατάλογο θα ήθελα να αναφέρω δύο εξέχουσες προσωπικότητες.
Κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, σε μια δύσκολη εποχή για την Εκκλησία και τη χώρα μας, ο Θεοφάνης Νόλι υπήρξε ο κατάλληλος άνθρωπος. Ήταν προικισμένος από τον Θεό με εξαιρετικές ικανότητες· είχε ένα θαρραλέο χαρακτήρα, ώστε να τολμήσει να βαδίσει σε άγνωστες ατραπούς και να ανοίξει νέους δρόμους· γνώριζε καλά τη ζωή της Εκκλησίας και τη διδασκαλία της· ήξερε πολλές γλώσσες και είχε εξαιρετικές γνώσεις και ιδιαίτερο πάθος για την εκκλησιαστική μουσική. Συνέβαλε με ανεκτίμητο τρόπο στη διαμόρφωση της εθνικής συνειδήσεως και στην προετοιμασία της αυτοκεφαλίας, καθώς και των λειτουργικών κειμένων. Σε ελάχιστο χρόνο, μόνος του, χωρίς να υπάρχει παράδοση εκκλησιαστικής γλώσσας, εφοδίασε την Εκκλησία με τα κύρια βιβλία της ορθόδοξης λατρείας. Το ποιητικό του πνεύμα και η ευρεία
παιδεία του προσέδωσαν στις μεταφράσεις του δύναμη και ανεπανάληπτο κάλλος.

Στο τέλος του 20ού αιώνα, η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως όλες οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες της χώρας, βρέθηκε εντελώς κατεστραμμένη και η αναγέννησή της φαινόταν ως μια αδύνατη αποστολή. Αλλά, και πάλι, ο Θεός έστειλε έναν άλλο φωτισμένο άνθρωπο, ομοίως προικισμένο με πολλά χαρίσματα – τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο – , ο οποίος κατέστησε δυνατή την αναγέννηση της Εκκλησίας μας. Εκείνος, όχι μόνο κατάφερε να πραγματοποιήσει την ανοικοδόμηση των τοίχων της και της φυσικής υποδομής της, αλλά η κύρια προσπάθειά του ήταν να έχει μια Εκκλησία όπου ο Θεός να λατρεύεται «ἐν πνεύματι καί ἀληθεία». Στο όραμά του τα κτήρια δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά μόνον ένα μέσο για να πραγματοποιείται το σωτηριώδες έργο της Εκκλησίας. Το δημόσιο και ιδιωτικό κήρυγμά του ήταν πάντα η αγάπη και ο σεβασμός για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, μεταφέροντας ένα πνεύμα συμφιλιώσεως και συγχωρήσεως εντός της Εκκλησίας και ευρύτερα, πνεύμα, το οποίο πρέπει να διαφυλάξουμε και να συνεχίσουμε.
Για όλα αυτά νομίζω ότι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους πούμε ευχαριστώ και να είμαστε πάντα ευγνώμονες, διότι η αληθινή πίστη δεν διαχωρίζεται από την ευχαριστία και την ευγνωμοσύνη. «Τίποτα δεν είναι πιο αρεστό στον Θεό από μια ευγνώμονα ψυχή ευχαριστίας… Η ευγνωμοσύνη δεν προσθέτει τίποτα στον Θεό, αλλά μας φέρνει πιο κοντά σε Αυτόν» – γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Όσο περισσότερη ευγνωμοσύνη έχουμε, τόσο πιο κοντά θα είναι ο Θεός σε εμάς. «Καὶ πᾶν ὅ,τι ἂν ποιῆτε ἐν λόγῳ ἢ ἐν ἔργῳ, πάντα ἐν ὀνόματι Κυρίου ᾿Ιησοῦ, εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ δι’ αὐτοῦ» μας διδάσκει ο Απόστολος» Παύλος (Κολ. 3:17).
Αλλά η ευχαριστία, όπως κάθε βαθύ συναίσθημα, δεν μπορεί να είναι μόνο συναίσθημα, αλλά είναι και πράξη. «Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;» – διερωτάται ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. 115:2). Αυτή η ερώτηση ισχύει και για εμάς σήμερα. Έχω επίγνωση του μεγάλου βάρους πάνω στους αδύναμους ώμους μου. Μόνον η ελπίδα, κατά τον Προφήτη Ησαΐα, ότι «ο Θεός είναι Εκείνος που δίνει δύναμη στον αποκαμωμένο και αυξάνει τη δύναμη του αδύναμου», μας δίνει θάρρος και δύναμη για να συνεχίσουμε και τις προσπάθειες να εκπληρώσουμε αυτή την ιερή αποστολή προς την Εκκλησία Του.
Κάθε εποχή είχε τις προκλήσεις της. Ο αιώνας στον οποίο ζούμε με τις νέες τεχνολογίες, την απώλεια των παραδοσιακών αξιών, τον πολιτισμικό και θρησκευτικό πλουραλισμό, παρουσιάζει νέες και διαφορετικές προκλήσεις γενικά για ολόκληρη την ανθρώπινη κοινότητα. Αναμφίβολα, από αυτές τις προκλήσεις δεν μπορεί να εξαιρεθεί ούτε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Οφείλουμε να τις αντιμετωπίσουμε, όχι απλά μόνον για να προστατευτούμε, αλλά και να βρούμε πρωτότυπες και δημιουργικές λύσεις ως μέρος της ευθύνης μας σε αυτή την εποχή.
Αν και οι εποχές και οι απαντήσεις δεν μπορούν να είναι πάντα οι ίδιες και οι μέθοδοι μπορεί να είναι διαφορετικές, αλλά το πνεύμα που τις χαρακτηρίζει πρέπει να παραμένει πάντα το ίδιο, η αγάπη προς τον Θεό και προς όλους τους ανθρώπους, όποιοι και αν είναι. Το όραμα, οι προσπάθειες και η εστίασή μας οφείλουν να είναι:
Η διαφύλαξη και προστασία της Ιεράς Παράδοσης και η πίστη στις διδασκαλίες του Κυρίου, που μεταδόθηκαν από τους Αποστόλους μέχρι τις ημέρες μα. Μόνον όταν στηριζόμαστε στις αξίες, που πηγάζουν από τη διδασκαλία του Κυρίου, μπορούμε να ανανεώσουμε την πνευματική μας ζωή. Ο σημερινός κόσμος υποφέρει από την έλλειψη αυτής της ζωής και η έλλειψή της φέρνει και την έλλειψη της πολιτιστικής και πνευματικής ζωής, καθιστώντας πτωχότερη τη ζωή και την κοινωνία μας.
Η ενίσχυση της ενότητας στους κόλπους της Εκκλησίας είναι μια απαραίτητη ανάγκη για να επιτελείται ο σκοπός της. Μόνον όταν είμαστε ενωμένοι, η Εκκλησία είναι ισχυρή και είναι αξιόπιστη η μαρτυρία της για τον Χριστό στον κόσμο. « πᾶσα βασιλεία ἐφ᾿ ἑαυτὴν διαμερισθεῖσα, ἐρημοῦται», μας διδάσκει ο Κύριος «καὶ οἶκος ἐπὶ οἶκον, πίπτει». (Λουκ. 11:17). Η ενότητα διατηρείται μόνον εκεί όπου υπάρχει χαρά, ειρήνη και αγάπη προς αλλήλους. «Λοιπόν, ἀδελφοί,γράφει ο Απ. Παύλος χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλεῖσθε, τὸ αὐτὸ φρονεῖτε, εἰρηνεύετε, καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν» (Β’ Κορ. 13:11).
Η Εκκλησία έχει πάντα προτεραιότητα το Ευαγγέλιο της Βασιλείας του Θεού, αλλά, συγχρόνως αντιλαμβάνεται ότι αυτό το Ευαγγέλιο της Βασιλείας είναι σημαντικό και σε αυτή τη ζωή. Γι’ αυτόν τον λόγο, χωρίς αντιπαράθεση και χωρίς επιλογή του ενός και αμέλειας για το άλλο,- έχει προσπαθήσει να διατηρήσει την ισορροπία, μεταξύ του Ευαγγελίου της Βασιλείας και του «Κοινωνικού Ευαγγελίου». Στο πρώτο περιλαμβάνεται το ποιμαντικό έργο της για τη σωτηρία του ανθρώπου, στο δεύτερο η φροντίδα για όλους, ιδιαίτερα για εκείνους που είναι φτωχοί, έχουν ποικίλες ανάγκες, για εκείνους που ζουν στη μοναξιά και το περιθώριο. Και οι δύο πτυχές του Ευαγγελίου είναι σημαντικές και αλληλένδετες. «Αν δεν συναντήσει τον Χριστό στο πρόσωπο του επαίτη που στέκεται στις πόρτες της Εκκλησίας» – λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος – «δεν θα Τον βρεις στο ποτήριο της θείας κοινωνίας».
Όπως είναι γνωστό και αποδεκτό από όλους, η οικογένεια είναι το αρχικό κύτταρο της κοινωνικής ζωής. Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει ότι μια υγιής οικογένεια οικοδομείται στην ιερότητα του γάμου, ως μια θεμελιώδη, αδιαπραγμάτευτη και αναπαλλοτρίωτη διδασκαλία. Είναι περισσότερο από αναγκαίο να τονίσουμε ότι η σημερινή κοινωνία χρειάζεται να ανακαλύψει εκ νέου τις αναντίρρητες αξίες του γάμου και της οικογένειας. Και τούτο, επειδή συμβαίνει συχνά, στο όνομα της προόδου και της ανάπτυξης, να καταστρέφονται οι παραδοσιακές αξίες και οι δεσμοί, βλάπτοντας σοβαρά την οικογένεια, τον γάμο και το ίδιο το ανθρώπινο πρόσωπο. Η πίστη στον Θεό είναι μια εγγύηση για τη διατήρηση αυτών των ζωτικών αξιών για την ανθρωπότητα και για να έχουμε μια υγιή οικογένεια και κοινωνία.
Όταν γίνεται λόγος για τη θρησκεία στην Αλβανία, πάντα γίνεται αναφορά στη θρησκευτική συνύπαρξη, η οποία αποτελεί μεγάλο θησαυρό της χώρας μας. Αλλά, όπως κάθε πράγμα, έτσι και η συνύπαρξη, δεν είναι στατική. Τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν ανοσοποιείται από τις αλλαγές, τις κινήσεις, τις αυξήσεις και τις απώλειες. Οι προηγούμενες γενεές έθεσαν τα θεμέλια και ανέπτυξαν αυτήν την παράδοση. Είναι καθήκον μας σήμερα και εκείνων που θα έρθουν μετά, να τη διαφυλάξουμε και να την ενισχύουμε συνεχώς, όπως κάθε περιουσία πρέπει να προστατεύεται και να αναπτύσσεται περαιτέρω για το καλό όλων.
Οφείλουμε να ενθαρρύνουμε, με αγάπη και σοφία, ιδιαίτερα τους νέους, να αγαπούν τη χώρα τους και να μην την εγκαταλείπουν. Είναι αδύνατο να αγαπάς τον Θεό και να μην αγαπάς τη χώρα που σε γέννησε και σε ανέθρεψε και τους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτήν. Οι θυσίες για τους άλλους κοστίζουν, αλλά θα φέρουν χαρά και θα ολοκληρώσουν τη ζωή τους, επειδή μια ζωή χωρίς χαρά είναι μια ακρωτηριασμένη ζωή.
Η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας θα είναι φιλική και επιθυμεί να ζήσει ειρηνικά με όλους, ακολουθώντας την προτροπή του Αποστόλου Παύλου: « εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες». (Ρωμ. 12:18). Θα προσπαθήσει, μέσα στις περιορισμένες δυνατότητές της, να προωθήσει και να έχει ενεργό συμμετοχή, τόσο στον διορθόδοξο διάλογο όσο και στον διάλογο με όλους τους άλλους.
Προσωπικά θα προσπαθήσω με όλη μου τη δύναμη να υπηρετήσω το ποίμνιο που μου εμπιστεύτηκε ο Θεός, έχοντας πάντα υπόψη τα λόγια του Κυρίου ότι «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι» (Ματθ. 20:28). Θα προσπαθήσω να είμαι πρόθυμος να ακούω και να συμβουλεύομαι κληρικούς και λαϊκούς και να πραγματοποιώ ποιμαντικές επισκέψεις σε όλες τις Μητροπόλεις. Για να σηκώσω το βάρος αυτής της ευθύνης, παρακαλώ τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον Ιδρυτή της Εκκλησίας, να μου δίνει φώτιση, δύναμη και σοφία, ώστε να εκπληρώσω αυτό το δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα ιερό καθήκον.
Τέλος, θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου προς τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, οι οποίοι με εμπιστεύτηκαν και με εξέλεξαν. Ευχαριστώ όλους τους εκπροσώπους των άλλων Ορθόδοξων Εκκλησιών, τις κρατικές αρχές, τους διπλωματικούς θρησκευτικούς εκπροσώπους, όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας κληρικούς και λαϊκούς, καθώς και τους φίλους και ευεργέτες, για την παρουσία τους και προσεύχομαι ο Θεός να προστατεύει την Εκκλησία μας, να φωτίζει τον λαό μας και να ευλογεί τη χώρα μας. Αμήν
Ποιος είναι ο νέος Αρχιεπίσκοπος
Ο κατά κόσμον Ευτύχιος Πελούσι γεννήθηκε την 1η Ιανουρίου του 1956, 10 χρόνια πριν την συνταγματική απαγόρευση της θρησκείας και 8 χρόνια από την έναρξη των διωγμών.
Όπως ο ίδιος τονίζει, ο πατέρας του ήταν Μπεκτασί και το 1944 φυλακίστηκε ως «εχθρός του κράτους».
Σε ηλικία 23 ετών, το 1979, γίνεται Χριστιανός και βαπτίζεται από τον ιερέα Κοσμά Κύριο, μετέπειτα Επίσκοπο Απολλωνίας στην Κορυτσά.
Η «γνωρίμια» του με τον Χριστιανισμό, λέει ο ίδιος, ξεκίνησε όταν έπεσε στα χέρια του μια Αγία Γραφή στα Γαλλικά. Η πορεία του δεν ήταν ανέφελη, καθώς συμμετείχε κρυφά στην ανάγνωση της Αγίας Γραφής και στις Θείες Λειτουργίες και πολλές φορές κινδύνευσε να συλληφθεί και να φυλακισθεί.
Το 1990 διέφυγε για την Ιταλία και αργότερα για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Η γνωριμία του με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο ήταν καθοριστική. Καθοριστική για την πορεία του ιδίου ως κληρικού και μητροπολίτη αλλά και στην εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο καθώς όλοι γνώριζαν ότι ο κυρός Αναστάσιος επιθυμεί για διάδοχό του τον κ. Ιωάννη. Και τελικά έγινε το θέλημά του.