Τέτοιες κρύες μέρες τέλη Μαρτίου πριν έντεκα χρόνια συνοδέψαμε στο νεκροταφείο Χαλανδρίου τον Κωστή. Τώρα μας συνοδεύει αυτός σε ό,τι γράφουμε, μια που όπως και ο ίδιος τα τελευταία χρόνια, δεν ζούμε πιά.
Είναι τόσο «αγράμματη» η τωρινή ζωή που γελάς με την κατάντιά σου όταν ισχυρίζεσαι πως γράφεις -εκεί που λογαριάζεται ακόμη κάπως το γράψιμο: στην εφημερίδα.
«Η εφημερίδα πρέπει να φάει λογοτέχνη για να βγει», έλεγε και ξανάλεγε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Τώρα δεν χρειάζεται να φάει κανέναν αφού για να βγεις λογοτέχνης χρειάζεται εσύ να την έχεις φάει μαζί με όλο (της) το σύστημα που σε προωθεί.
Ο Παπαγιώργης πολυγραφότατος όσο και ο Ξενόπουλος χωρίς να είναι λογοτέχνης, ούτε δημοσιογράφος έφαγε και τα χώνεψε όλα. «Κανείς δεν μπορεί να ζει υπό το κράτος του «ανιχνευτού αληθείας» ή μιας χρόνιας -ανά επταήμερο- ανακοίνωσης για τα κοινά. Εντούτοις η βιοποριστική συνεργασία με την εφημερίδα είναι αμείλικτη. Η κοπάνα δεν συγχωρείται. Λόγοι «πνευματικής υγείας» δεν γίνονται δεκτοί ούτε γι’ αστείο. Η κρίση είναι βέβαια κατά κανόνα τεμπέλικη, βραδύνους, απρόθυμη -πλην όμως η αντεπιστέλλουσα υποχρέωση να φθέγγεσαι για τα κοινά αποβαίνει με τα χρόνια ρητορικό κουσούρι» (Παπαγιώργης, «Κέντρο Δηλητηριάσεων»).
Χαλκέντερος κλείστηκε στο σπίτι και άφησε στο Παρακαταθηκών ένα έργο που δεν ήταν δάνειο.
Ποτέ δεν είχε γράψει ό,τι δεν γράφει. Δηλαδή ποτέ του δεν αντάλλαξε.
Έφτιαξε τον εαυτό του μονόπαντα. Έγινε ο άνθρωπος των γραμμάτων χωρίς την εφημερίδα από πίσω, χωρίς το σύστημα εμπρός και χωρίς καλά-καλά τα λεγόμενα «γράμματα» ολούθε του σ’ εκείνες τις Διευθύνσεις των λεγόμενων «Γραμμάτων και Τεχνών» των Υπουργείων που περιφρόνησε.
Σαν τον κύριο Τεστ προτίμησε τον εαυτό του, γιατί «αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν ανώτερο ον είναι αυτό που λάθεψε».
Λάθεψε ο Παπαγιώργης; Ναι, θέλησε να είναι μέσα από μια θυμική εμπλοκή, «ανώτερο ον».
Ούτε κριτικός με τις μνησικακίες, ούτε λογοτέχνης με τις αφέλειες, ούτε μπαρμπαγιώργης στα βλάχικα αλλά «ανώτερο ον», συνένοχο μόνο με τον εαυτό του.
Που πάει να πει «θεσμός» ο ίδιος, εξουσία ipso facto, που ενώ την αποστρέφονταν, την διέθετε στην κοψιά του μόρτη -συμπεριλαμβανομένης όμως και της θεσμικής ακαμψίας της, πίσω από την ομολογημένη αγοραφοβία του.
Σε μένα πάντως προκάλεσε ό,τι δεν είχα: την «Λαϊκή απογευματινή» μου πλευρά όσο του επέτρεψε η αμείλικτη κοινωνική μου τάξη, που με καθόρισε διπλό χωρίς να το θέλω, τρωτό και άτρωτο.
Υπήρξε «Εκείνος που δεν με συντρόφευε», όπως στο ομώνυμο αφήγημα του Μπλανσό.
«Εκείνος που» – γράφει ο Μπλανσό- «επιζήτησα να τον προσπελάσω, θέλω να πω ότι προσπάθησα να τον κάνω να κατανοήσει ότι μπορεί μεν να ήμουν εκεί, δεν μπορούσα ωστόσο να πάω πιο μακριά και ότι με τη σειρά μου είχα εξαντλήσει τα αποθέματά μου».
Τον γνώρισα επί χούντας στο Παρίσι. Πήγαινες σ’ ένα καφέ που το είχε στέκι, στην rue Soufflot, δέκα μέτρα πάνω από τις εκδόσεις PUF.
Του παράγγελνες το βιβλίο που είχες κελάρει μόλις στη βιτρίνα και την επόμενη στο έφερνε μισή τιμή. (Έχει διεξοδικά αναφερθεί στο «τικ» του).
Αυτός ο γιός δασκάλου από την Υπάτη που όλη μέρα διάβαζε Χούσερλ και και το βράδυ τάιζε γαρύφαλλα τις λουλουλούδες, αυτός ο καλός ο μαθητής της «μεγάλης σχολής της σούρας», όπως την λέει, που για να φτάσει στην πεποίθηση ότι «η φράση υπερέχει του νοήματος», αποκήρυξε τα βιβλία του που είχαν γραφτεί με «το χέρι στην βιβλιοθήκη» και «όχι στην καρδιά».
Αυτός ο τετραπέρατος γάτος της Καλλιδρομίου, ούτε στην Ανάσταση νεκρών πίστεψε, ούτε στους βιαστικούς πολυάσχολους πεθαμένους της Σόλωνος αλλά στις σκιές ηρώων και τάφων.
Τις παίνεψε, τις φοβέρισε, έγινε σκιά ο ίδιος, αλλά είχε ζώσα δίπλα του την Ράνια.
Δεν μου φάνηκε παράξενο λοιπόν που «στάθμισε» ( βλ. νεκρολογία του Λορεντζάτου*) στην «μετα-πολεμική» του φάση, όταν είχαν φύγει τα πολλά ντουζένια, ποιος είναι πραγματικά ο «εχθρός»: ο φιλισταιισμός.
Ο φιλισταίος υποκριτής, ο αναγνώστης, όμοιος αδερφός.
Δηλαδή, πάνω κάτω, όλοι εμείς, μεταξύ μας, λιγοστοί, που υπογράφουμε την εποχή και την γράφουμε. «Η βλακεία δεν είναι το φόρτε μου». Αυτή η εναρκτήρια φράση του Βαλερύ στο στόμα του αντεπιστέλλοντός του κυρίου Τεστ τα λέει όλα για τον Κωστή. «Συγκράτησε ό,τι ήθελε Αλλά το δύσκολο δεν ήταν αυτό. Ήταν να συγκρατήσει ό,τι θα ήθελε αύριο».
ΥΓ.
Και να η συνέντευξή του στο περιοδικό «Νέο Πλανόδιον» τ.1 2013-2014.
«Οὐδέποτε εἶχα κατὰ νοῦ μιὰ κάποια «ἐπιστημονικὴ μελέτη». Οὐσιαστικὰ δὲν ἤξερα οὔτε κατ’ ἐλάχιστον τὸ γράψιμο, κάτι μέσα μου ὅμως διαμαρτυρόταν καὶ ἔδειχνε πρὸς τὰ βιβλία καὶ τὸ γράψιμο. Λόγω μιᾶς δυσκολίας ποὺ ἔχω στὴν ὁμιλία, σιχάθηκα τὸ γυμνάσιο, τὴ Νομικὴ καὶ κάθε μορφὴ συνδιάλεξης. Στὰ βιβλία, ὀφείλω νὰ σοῦ πῶ, δὲν πήγα γιὰ νὰ σπουδάσω.
Ἡ ἐλευθερία μοῦ ἔλειπε. Γνώρισα μιὰ συντροφιὰ μὲ τὰ ἴδια ἐνδιαφέροντα: τὸν Ἀποστολόπουλο, τὸν Λεβέντη καὶ τὸν Ζέρβα• αὐτὸς ἦταν ὁ πρῶτος ἀνθρωπος ποὺ εἴδα νὰ γράφει σὲ γραφομηχανὴ ποιήματα…
Κατὰ πρῶτο λόγο γιὰ νὰ ἀπαιτήσεις ἰδιαίτερη τύχη στὸ γράψιμο θὰ πρέπει νὰ ἔχεις κάποιο τάλαντο, ἀρετὴ ποὺ μοῦ ἔλειπε. ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τὰ βιβλία ὣς ἕνα σημεῖο σὲ βοηθοῦν, ἀπο κεῖ καὶ πέρα σὲ τυφλώνουν. Ὅλα αὐτὰ βέβαια ἀφοροῦν τὴν ἀκαδημαϊκὴ σκέψη, ποὺ δὲν ἦταν τὸ φόρτε μου.
Δὲν εἶχα ἀκαδημαϊκὲς προθέσεις στὸ γράψιμο. Ἤθελα νὰ πάρει ὁ ἀναγνώστης τὸ βιβλίο καὶ νὰ βρεῖ κάτι ἀληθινὰ δικό του, δὲν εἶχα τὴν προθέση νὰ τὸν καταπλήξω μὲ τὶς γνώσεις μου. Μοῦ ἄρεσε νὰ εἶμαι καὶ νὰ παραμείνω αὐτοδίδακτος…
Γιὰ νὰ εἶμαι ἐλικρινὴς ὀφείλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι οὐδέποτε μὲ γοήτευσε ἡ ποίηση. Δὲν μιλᾶμε γιὰ τὸν Ὅμηρο βέβαια, τοὺς τραγικούς, τὸν Σαίξπηρ κτλ. Ἔχω βιβλία ποιητικὰ στὸ σπίτι μου, ἀλλὰ σπανίως τὰ ἀνοίγω. Ἀντίθετα τὰ δοκίμια τοῦ Σεφέρη γιὰ παράδειγμα μὲ ἔχουν καταγοητεύσει. Εἰδικὰ τὸ δοκίμιο γιὰ τὰ μοναστήρια τῆς Καπαδοκίας… Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὴ στοχαστική, ὁ Ράμφος καὶ ὁ Κονδύλης νομίζω ὅτι ἐπέτυχαν κάτι ἐντυπωσιακό. Νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι τόσο ὁ Στέλιος ὅσο καὶ ὁ Τάκης προκάλεσαν πανικὸ στὸ ἑλληνικὸ πανεπιστήμιο…
Μιὰ καὶ μιλᾶμε γιὰ γραφτὰ ντόπιων μὲ εὐρωπαικὴ νοοτροπία, καλὸ εἶναι νὰ θυμόμαστε ὅτι ὁ νεοέλλην ἔχει ἕνα σύνδρομο ποὺ οὐδέποτε τὸν ἐγκαταλείπει. Σκοπεύει νὰ χτυπήσει τὴν πρωτιά, νὰ γίνει ἀκαδημαϊκὸς ἀνήρ, νὰ παίξει κάποιο ρόλο στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς χώρας, νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν χαίρονται ἢ νὰ τὸν φθονοῦν. Ἂν δὲν ἔχει δημόσια εἰκόνα ἀλλὰ ἰδιωτεύει μὲ τὸ στίγμα τοῦ φουκαρᾶ, τότε κανεὶς δὲν δίνει σημασία….
Ἄρα ἔχουμε πάντα μιὰν ἀντιθέση τοῦ ντόπιου φιλόδοξου Ρωμιοῦ μὲ τὸ ἐξωτερικό: ὅποιος πάει στὸ ἐξωτερικὸ νὰ σπουδάσει, βγάζει ἀπὸ πάνω του τὸν χιτώνα τοῦ Νέσσου. Μάλιστα ξέρουμε πολλοὺς ξενοσπουδασμένους ποὺ προτιμοῦν νὰ συνδιαλέγονται γαλλιστὶ ἢ ἀγγλιστὶ καὶ νὰ θεωροῦν τὴν Ἑλλάδα χεσμένο τόπο… Ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκοπιὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μᾶς λείπει κάποιο φάρμακο ποὺ νὰ μιλάει ἀπευθείας στὸ αἷμα μας. Οὔτε εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Ἕλλην τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ δὴ τοῦ ξένου πανεπιστημίου «βάζει ξένο μυαλὸ» καὶ προσγειώνεται…
Ὅλη ἡ χώρα, αὐτὴ τέλος πάντων ποὺ ἀπέμεινε, θυμίζει τὴν ὕαινα ποὺ κυλιέται πάνω στὸν ἐμετό της. Οἱ κοινότητες ἀπανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος εἶχαν χαρακτήρα, ἐμπορικὸ πνεύμα, θετικὴ ἀντιληψη γιὰ τὴ ζωή. Σήμερα αὐτὴ ἡ κοινωνία διαλύεται προκλητικὰ καὶ τὸ μόνο ποὺ τὴ συγκρατεῖ εἶναι ἡ ἐλπίδα γιὰ πολιτικο-κομματικὴ ἐκδίκηση.
Νομίζω ὄτι θὰ πρέπει κανεὶς νὰ πιάσει πάτο – ἀλλὰ ἀληθινὸ πάτο! – ὥστε νὰ συλλάβει τὸ δράμα του καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς σωτηρίας του. Εἴχα ἕναν φίλο ποὺ ἐργαζόταν σὲ σκυλάδικο καὶ ἦταν λίγο πολὺ ξυλᾶς, λίγο πολὺ σωματοφύλακας στὸ ἀφεντικό του, λίγο πολὺ κοντὰ στὸ ἔγκλημα, ὁπότε δὲν κυκλοφοροῦσε ποτὲ χωρὶς πιστόλι. Ὅταν τὸν ρωτοῦσα γιατί βλέπει μόνο αὐτὴ τὴν πλευρὰ τῆς ζωῆς, τὸ μόνο ποὺ μοῦ ἀπαντοῦσε ἦταν ὅτι πρέπει νὰ πάει φυλακή. Ὀ λόγος ἦταν ἁπλὸς : ὅλοι οἱ φίλοι του ἦταν φυλακή! Τί νὰ ἔκανε μόνος του ἔξω;
Θὰ μποροῦσα νὰ γράφω ἕνα βιβλίο χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει, τὰ θέματα δὲν μοῦ λείπουν οὔτε καὶ ἡ διαθέση. Αὐτὸ ποὺ μὲ σταμάτησε ἦταν τὸ μάταιο τῆς ὅλης ὑπόθεσης: ἂν εἴχα κάτι νὰ πῶ τὸ ἐξέφρασα λίγο πολὺ σὲ καμιὰ εἰκοσαριὰ βιβλιαράκια ποὺ εὐτυχῶς διαβάστηκαν καὶ ἔτσι ἔδιωξαν ἀπὸ πάνω μου τὴ σκιὰ τοῦ ἀδικημένου. Γιατί νὰ συνεχίζω;
Γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινής, στὸ διάστημα αὐτό, δηλαδὴ στὴ διάρκεια τῆς παραγωγικῆς εἰκοσαετίας, σκέφτηκα πολλὰ πράγματα. Γιὰ παράδειγμα, φέρνω στὸ νοῦ μου τοὺς γραφιάδες κάθε λογῆς ποὺ κατασκοτώθηκαν μιὰ ζωὴ νὰ γράφουν ποιήματα καὶ μυθιστορήματα, ποὺ μασκαρεύτηκαν μὲ τὰ ροῦχα τοῦ «πνευματικοῦ ἀνθρώπου» καὶ τώρα ψάχνουν τὸ Νόμπελ. Ποιός θὰ παρηγορήσει αὐτὸ τὸ συνάφι πού, σημειωτέον, δὲν εἶναι θλιμμένα πρόσωπα, ἀλλὰ διεκδικητὲς μιᾶς δόξας ποὺ γιὰ διάφορους λόγους δὲν τὴν ἀπήλαυσαν. Ἡ ἀποτυχία εἶναι τὸ γοῦστο μου.Καὶ ἡ τιμωρία βέβαια. Μοῦ ἀρέσει νὰ θυμᾶμαι τὴ μακάβρια σκηνὴ ὅπου ὁ Τσόμπε, ὅταν συνέλαβε τὸν Λουμούμπα, πρώτα τὸν ἀνάγκασε νὰ φάει τὸ χειρόγραφο ἑνὸς λόγου ποὺ θὰ ἔβγαζε στὸ κοινὸ καὶ κατόπιν τὸν ἐκτέλεσε. Λίγο πολὺ ὅλοι πᾶμε σὰν τὸν Λουμούμπα! Ὡστόσο τὸ πάθος τῆς ἀναγνώρισης ποὺ κρατάει ἰσοβίως καὶ ἐνίοτε ἀποδίδει, θυμίζει τὴν τούρκικη παροιμία ποὺ λέει ὅτι ὁ μερακλὴς τσοπάνος ἀρμέγει καὶ τὸν τράγο…
Σημαντικοὶ μέχρι ἐνδιαφέροντες καὶ εὐφυεῖς ἀνθρωποι ὑπάρχουν στὴν κοινωνία μας, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἀπουσιάζει ἡ ὅποια κλίμακα ἀξιῶν ποὺ θὰ ἔβαζε τὰ πράγματα σὲ μιὰ τάξη.
Δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶσαι κάτι, θὰ πρέπει αὐτὸ νὰ ἀναγνωρίζεται καὶ νὰ εἶναι τρόπον τινὰ ἐνδιαίτημα ἂν ὀχι τρυφῆς καὶ ραστώνης, τουλάχιστον ἕνας χῶρος οἰκειότητας ὄπου τὸ λίγο καὶ τὸ πολὺ θὰ βρίσκουν τὴν ἀξία τους καὶ θὰ πλέκουν συχνὰ ὄμορφες συζητήσεις….
Ἕνα ἀπο τὰ ἐπικίνδυνα ἀστεῖα ποὺ συνειδητοποιήσαμε τὰ τελευταία χρόνια καὶ τὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ ἀληθινὸ πένθος εἶναι – τί ἄλλο; – ἡ ἠλικία, ποὺ ἔχει κάνει ἄνω κάτω τὸν κύκλο μας καὶ (ἑξαιρουμένων τῶν ἀληθινῶν νεκρῶν) παραμένουμε γερο-ἔφηβοι ποὺ παίζουν ἕνα θέατρο ὄψιμης ὀξύτητας ποὺ οὐσιαστικὰ δὲν ἀξίζει οὔτε μιὰ δεκάρα».