Υπάρχει ένας τόπος μέσα μας όπου φυλάσσεται το παρελθόν, ακόμη κι αν το έχουμε λησμονήσει. Εκεί παραμένουν ζωντανές οι γεύσεις, οι μυρωδιές και οι ιστορίες των προγόνων μας, περιμένοντας να αναδυθούν στη συνείδηση μια απρόσμενη στιγμή. Τα συστήματα στα οποία ανήκουμε – από την οικογένεια και τον τόπο καταγωγής, μέχρι τη γλώσσα, τη θρησκεία, την εθνικότητα και την ευρύτερη κουλτούρα μας – σφραγίζουν ανεξίτηλα το σώμα και τη ζωή μας. Αν, όμως, το αποτύπωμα αυτό περιλαμβάνει ξεριζωμό, βίαιους αποχωρισμούς, δάκρυα και θυσίες; Πώς εξηγείται ότι κλαίμε για κάτι που δεν ζήσαμε οι ίδιοι;

Οι ιστορίες λαών όπως των Αρμενίων, των Ποντίων και των Ασσυρίων αποκαλύπτουν ότι συχνά κουβαλάμε στον ψυχισμό μας γεγονότα που δεν βιώσαμε. Ο άρρητος πόνος και ο αόρατος δεσμός της οικογένειας γίνονται ο δίαυλος για να ταξιδέψει το τραύμα από γενιά σε γενιά. Στην ψυχολογία, αυτό ονομάζεται «διαγενεαλογικό τραύμα» και περιγράφει την ψυχολογική και συναισθηματική κληρονομιά ενός οδυνηρού γεγονότος που μεταφέρεται στα παιδιά και στα εγγόνια όσων το έζησαν. Για εμάς, ως απόγονοι Ασσυρίων και Ποντίων που υπέστησαν γενοκτονία στις αρχές του 20ού αιώνα, το τραύμα δεν είναι μονάχα ιστορική γνώση, είναι μια εσωτερική εμπειρία, συνδεδεμένη βαθιά με την απώλεια της πατρίδας, της γλώσσας και της πολιτιστικής ταυτότητας.

Η επιστήμη της επιγενετικής έχει δείξει ότι τραυματικά γεγονότα, όπως ο πόλεμος ή η γενοκτονία, μπορεί να επηρεάσουν ακόμα και την έκφραση των γονιδίων. Ωστόσο, δεν είναι μόνο η βιολογία που παίζει ρόλο: ιστορίες που είτε δεν αγγίζονται καθόλου είτε αφηγούνται δραματικά, πρότυπα γονεϊκής συμπεριφοράς που αναπαράγουν τον φόβο, τον πόνο ή την απώλεια, ακόμη και μια βαθύτερη αίσθηση «ανεπιθύμητου» μπορεί να είναι ριζωμένα σε τραύματα πολύ παλαιότερα από εμάς. Το γεγονός ότι μπορεί ξαφνικά να βιώσουμε άγχος, θυμό ή μια δυσδιάκριτη αίσθηση αδικίας, χωρίς εμφανή εξήγηση, ίσως αποτελεί ένδειξη ότι το τραύμα αυτό μάς έχει κληροδοτηθεί.

Δεν είναι εύκολη η αναμέτρηση με αυτό που έχουμε κληρονομήσει. Συχνά βιώνουμε ψυχολογικές δυσκολίες ή δυσλειτουργικά μοτίβα επικοινωνίας (π.χ. προβλήματα εμπιστοσύνης, απότομες εναλλαγές στη διάθεση, ανασφάλεια στη διαμόρφωση ταυτότητας) που αντιλαμβανόμαστε σαν «δικά μας», ενώ ίσως έχουν ρίζες σε ξεριζωμούς και μαζικές τραγωδίες των προγόνων μας. Η κοινωνική και πολιτισμική διάσταση της κληρονομιάς αυτής εντείνει το αίσθημα ευθύνης ή ακόμη και «χρέους» να διατηρήσουμε την ιστορική μνήμη.

Η ρήση «το φάρμακο βρίσκεται στις ρίζες» είναι μια όμορφη μεταφορά για τη θεραπεία του διαγενεαλογικού τραύματος. Πρώτο βήμα είναι η αναγνώριση: η επίγνωση του πόνου που κληρονομήσαμε, αλλά και η συμφιλίωση με την ιστορία του. Όταν αποδεχόμαστε το παρελθόν, παύουμε να παλεύουμε μαζί του στο ασυνείδητο.

Σημαντική βοήθεια μπορεί να προσφέρει η ψυχοθεραπεία, ειδικά η τραυματοθεραπεία, καθώς επιτρέπει να επεξεργαστούμε τα συναισθήματά μας, να ταυτοποιήσουμε τυχόν μοτίβα ενοχής, φόβου ή οργής, και να τα μετασχηματίσουμε σε ανθεκτικότητα και νέα νοήματα. Η αναζήτηση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς – μέσα από τη γλώσσα, τα έθιμα, τη μουσική, τη μαγειρική παράδοση και την ιστορική γνώση – μπορεί να επουλώσει πληγές δεκαετιών. Έτσι, το τραύμα γίνεται αφετηρία για δημιουργία, οδηγώντας μας σε έναν προσωπικό και συλλογικό δρόμο υπέρβασης.

Όσοι από εμάς αισθανόμαστε ότι κουβαλάμε ένα ιστορικό βάρος, μπορούμε να βρούμε ανακούφιση αν αναγνωρίσουμε πως αυτό ήταν το πεπρωμένο των προγόνων, όχι το δικό μας. Οι πληγές τους δεν χρειάζεται να γίνουν το δικό μας αδιέξοδο. Δείχνοντας ευγνωμοσύνη για το δώρο της ζωής που μας προσέφεραν, τιμούμε τον αγώνα τους και επιλέγουμε να το μετουσιώσουμε σε κάτι θετικό: ίσως μια δωρεά, η φύτευση ενός δέντρου στη μνήμη τους ή η επίσκεψη στους τόπους που εγκατέλειψαν.

Σε κοινωνικό επίπεδο, η επίσημη αναγνώριση ιστορικών γεγονότων, όπως η γενοκτονία των Ασσυρίων, των Ποντίων ή των Αρμενίων, έχει κρίσιμη σημασία. Διότι είναι δύσκολο να επουλωθεί το τραύμα, όταν η Δικαιοσύνη μένει σιωπηλή. Μόνο με τη θεσμική και συμβολική αναγνώριση του πόνου δημιουργείται έδαφος για ειλικρινή συμφιλίωση και αποκατάσταση της συλλογικής ταυτότητας.

Το διαγενεαλογικό τραύμα, τελικά, είναι τόσο πρόκληση όσο και δώρο. Αναγνωρίζοντάς το, μπορούμε να μετατρέψουμε το βάρος του σε πηγή ενδυνάμωσης – μια αφετηρία κατανόησης του εαυτού μας αλλά και του «άλλου». Με αυτόν τον τρόπο, σπάμε τον κύκλο της μεταβίβασης του πόνου και επιτρέπουμε στις επόμενες γενιές να χτίσουν ένα μέλλον με περισσότερη ελπίδα. Γιατί όσοι γεύτηκαν το σκοτάδι, μάς δείχνουν έναν δρόμο που οδηγεί τελικά στο φως.

Ο Κωστής Κατσανέβας είναι  Αντιπρόεδρος Ιδρύματος Γ. Παπανδρέου και η Βίβιαν Χιονά, CEO του Expat Nest, Ψυχολόγος