Τις τελευταίες μέρες έχει προκληθεί μεγάλη συζήτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τη συγκλονιστική, νέα σειρά του Netflix, «Adolescence», η οποία έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, αφυπνίζοντάς μας, και με τον καλλιτεχνικό ρεαλισμό της έφερε, για άλλη μια φορά, στο προσκήνιο τον πάντοτε επίκαιρο, αλλά και τρομακτικό, όσον αφορά τους γονείς, σταθμό της εφηβείας.
Και σε αυτό το σημείο ίσως απορούσε κανείς: «Μα γιατί τρομακτικός;» Γιατί αναπόφευκτα, μέσα από τη συμπεριφορά του εφήβου, ο σταθμός αυτός μάς φέρνει προ των ευθυνών μας και σε άμεση επαφή με τα δικά μας, κατ’ αρχάς ατομικά, στη συνέχεια οικογενειακά και εν τέλει κοινωνικά και διαγενεακά ελλείμματα.
Αντιμέτωπους δηλαδή με όλα εκείνα τα αποτελέσματα ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου κόσμου, ο οποίος διαμορφώθηκε μέσα από κινήματα και κρίσεις, που αμφισβήτησαν και αμφισβητούν, εντονότερα πλέον, στερεοτυπικές αντιλήψεις, έμφυλους ρόλους και παγιωμένες πραγματικότητες αιώνων, όπως η ίδια η πατριαρχία.
Έναν κόσμο όμως που, την ίδια στιγμή, δεν παρέχει το αναγκαίο περιθώριο για μια βαθύτερη διανοητική και συναισθηματική επεξεργασία όλων αυτών των μεταβολών.
Οικοδομείται, επομένως, μια συνθήκη, που ανεπεξέργαστη δυναμιτίζει σταθερά τη διαχρονική πόλωση μεταξύ των δύο φύλων. Μια πόλωση, η οποία, αυτή τη φορά, έρχεται ως αποτέλεσμα, μιας αντεστραμμένης, πλέον, ασύμμετρης εξέλιξης των δύο φύλων, καθώς, την ίδια ώρα που η γυναίκα ακμάζει σταθερά, εντοπίζουμε τον ανδρικό ρόλο, αποδυναμωμένο και σε αδιέξοδο, να έχει επηρεαστεί δυσμενώς στον πυρήνα του από τις αλλαγές που επήλθαν στη γυναικεία ταυτότητα.
Το κλίμα, συνεπώς, γίνεται τοξικό. Οι γυναίκες κερδίζοντας την ανεξαρτησία τους, λειτουργούν, πολλές φορές, απορριπτικά προς τους άνδρες, όπως διαφαίνεται και στη σειρά «Adolescence». Το διαφυλικό χάσμα μεγαλώνει και παράγεται το κατάλληλο υπόστρωμα για να προκληθούν τα θλιβερά περιστατικά έμφυλης βίας, όπως οι γυναικοκτονίες που μαστίζουν την εποχή μας. Περιστατικά που «εύκολα», «απλά» και «μονοδιάστατα» ερμηνεύονται μέσα από την ταμπέλα της τοξικής αρρενωπότητας.
Μέσα σε αυτόν τον κόσμο, ο σύγχρονος έφηβος καλείται, παράλληλα με όλα αυτά, να διαχειριστεί και τον συναισθηματικό του κυκεώνα, ο οποίος αποτελείται από αλλεπάλληλα ερωτήματα και ερωτηματικά, που αφορούν, μεταξύ άλλων, υπαρξιακά ζητήματα, θέματα ταυτότητας, προσωπικούς στόχους, την επαγγελματική του αποκατάσταση, τις διαπροσωπικές του σχέσεις, τον έρωτα και τη σεξουαλικότητά του και εν γένει την είσοδο και την προσαρμογή του σε αυτόν τον κόσμο, των ενηλίκων, που αχαρτογράφητος ανοίγεται μπροστά του.
Νοιώθοντας συχνά ναυαγός, σε μια αδυσώπητη πραγματικότητα, όπως στα μάτια του φαντάζει αυτή που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε, βλέπει τα ερωτήματα που τον απασχολούν να γίνονται γρίφοι άλυτοι και βουβά, με τον δικό του τρόπο, κραυγάζει: «Βασανίζομαι» [1].
Αδυνατώντας να καταλάβει τι του συμβαίνει και να βάλει σε λέξεις αυτή του τη δυσφορία, αναζητά στηρίγματα…
Πού να τα βρει όμως…;
Από τη μία, οι γονείς, μέσα στην άγνοιά τους και πλήρως απορροφημένοι με την κάλυψη των αναρίθμητων υποχρεώσεών τους, τον αφήνουν συχνά να πλανιέται μόνος, χωρίς φροντίδα και καθοδήγηση και από την άλλη, η εκπαίδευση, μέσα στις μυριάδες ελλείψεις του «εργαστηριακού» της συστήματος, παρουσιάζει ως μοναδική «Ιθάκη» μια στείρα, απατηλή και σχεδόν πάντα αδιέξοδη αριστεία.
Στερημένη, συνεπώς, συναισθηματικά αυτή η γενιά εφήβων και με δεδομένες, για αυτήν την τόσο ευαίσθητη ηλικία, τις ανάγκες του ανήκειν και της άνευ όρων αποδοχής – ανάγκες που μένουν ακάλυπτες από την οικογένεια και την κοινωνία – βρίσκει λιμάνι, μέσα στην απόγνωσή της, στα ψηφιακά παράθυρα της ελπίδας αυτού του παγκόσμιου ιστού.
Ένα λιμάνι πολύ οικείο για εκείνη, αφού το εντόπισε, πρώτη φορά, όταν ακόμα βρίσκονταν στη βρεφική της κλίνη, παρατηρώντας τους ίδιους τους γονείς της.
Ας σκεφτούμε λοιπόν, για μια στιγμή, πόσο μας αφορά όλους, σε προσωπικό επίπεδο, αυτό το νέο σχετικά είδος εθισμού, το «ηλεκτρονικό ναρκωτικό».
Ποια είναι πλέον, για τους περισσότερους, η πρώτη φροντίδα το πρωί και η τελευταία το βράδυ;
Μέσα από πού εκφραζόμαστε;
Από πού, εμείς πρώτοι σαν γονείς, αναζητούμε αποδοχή και επιβεβαίωση;
Μήπως, η απάντηση σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα είναι η ίδια, η οθόνη δηλαδή του κινητού ή του υπολογιστή μας, που τείνει να αποτελέσει τον προσωπικό, «ιδιαίτερο» και απόλυτο μικρόκοσμό μας;
Για τον έφηβο, ακόμα περισσότερο, το διαδίκτυο των εντάσεων, των γρήγορων εναλλαγών, της πληθώρας των επιλογών και της «ασφάλειας» του ανώνυμου και ιδεατού εαυτού, που ξεκάθαρα στις μέρες μας, με διάφορες όψεις του, ανταποκρίνεται ξεκάθαρα στο αίσθημα της εφηβικής ανασφάλειας, τον συμπαρασύρει σε έναν εικονικό κόσμο, «ναρκώνοντας» αρχικά τους φόβους, την αβεβαιότητα και τη μοναξιά του, με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που ένα παυσίπονο ανακουφίζει τον σωματικό πόνο.
«Αποσυνδέει» λοιπόν τον εαυτό του, ο έφηβος, από την οδυνηρή πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή, οι ανθρώπινες σχέσεις του γίνονται λιγότερο πραγματικές, αφού σταδιακά καταστέλλεται η επιθυμία του να συσχετιστεί από κοντά, «βάζοντας έτσι κάτω από το χαλί» τις όποιες πιθανές δυσκολίες αντιμετωπίζει, λόγω ανασφάλειας ή αδυναμίας έκθεσης, ως προς τη δημιουργία αληθινών σχέσεων.
Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και η έκφραση της εφηβικής σεξουαλικότητας τείνει να διαμορφώνεται και να εκφράζεται μέσα από το cyber sex ή τη διαδικτυακή πορνογραφία.
Μένει, επομένως, ο έφηβος εκτεθειμένος και απροστάτευτος να καθοδηγείται, μέσα στον διαδικτυακό κόσμο, από σύγχρονα και αβέβαια είδωλα, όπως οι influencers, που τον «βομβαρδίζουν» με μη ρεαλιστικά και κατ’ επέκταση ανεδαφικά και επιβλαβή πρότυπα ομορφιάς και συμπεριφορών, τα οποία αφ’ ενός υποδαυλίζουν την τοξικότητα και αφ’ ετέρου τον φέρνουν, εν τέλει, νομοτελειακά αντιμέτωπο με τη ματαίωση και το αίσθημα αναξιότητας.
Ως εκ τούτου, τείνει να υιοθετεί, όλο και περισσότερες, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, που τον οδηγούν σταδιακά, είτε να χάνει τη διάθεσή του για ζωή και να βυθίζεται στην απύθμενη και ανεξερεύνητη άβυσσο της εφηβικής κατάθλιψης, είτε να μετασχηματίζει το παγιδευμένο και χωρίς ανταπόκριση συναίσθημά του σε οργή, μίσος και βία, εκτονώνοντάς το μέσα από τον σχολικό εκφοβισμό, τη συμμετοχή του σε παράνομες οργανώσεις ή με παντός είδους άλλες, νοσηρές ενέργειες, όπως έδειξε και η σειρά.
Ευτυχώς στον τόπο μας, κάποιες φορές, αυτή η δυσφορία εκδηλώνεται με έναν πιο υγιή τρόπο, όταν, μέσα από το σύνθημα «Δεν έχω οξυγόνο», δίνεται η δυνατότητα στο έφηβο να προβάλει και να συστρατεύει το ανεκδήλωτο συναίσθημά του με το κοινό αίσθημα αγανάκτησης. Μια αγανάκτηση όμως δημιουργική, αφού, συν τοις άλλοις, αποτελεί και εκφράζει μια επιτακτική αναζήτηση για ένα καλύτερο αύριο, όπως διαπιστώσαμε με τις συγκεντρώσεις για το έγκλημα των Τεμπών.
Η σειρά «Adolescence», επομένως, μάς καλεί, σε κάθε περίπτωση, έμμεσα αλλά ηχηρά, να ανταποκριθούμε ουσιαστικά σε αυτό το: «Με εμάς θα ασχοληθεί ποτέ κανείς;»[2] των νέων. Άλλωστε, εμείς οι μεγαλύτεροι είμαστε αυτοί που τους κληροδοτήσαμε, μαζί με τα καλά, και όλα μας τα βάρη (οικονομικές ακρότητες, ανεξέλεγκτη τεχνολογική εξέλιξη, κλιματική αλλαγή, προβληματικές οικογενειακές σχέσεις).
Μέσα από τα επεισόδιά της, διαφαίνεται γλαφυρά το διαγενεακό χάσμα και αποκαλύπτεται η αναγκαιότητα για ένα ελπιδοφόρο «Κάλεσμα»[3] διαλόγου και επικοινωνίας!
Ένα «Κάλεσμα», το οποίο, δύο περίπου χρόνια πριν, διαβλέποντας την κρισιμότητα των καιρών, είχα και προσωπικά σημάνει, μέσα από το βιβλίο μου «Γεννήθηκα στον Βορρά, μεγάλωσες στον Νότο».
Μάλιστα, ως τρόπο παρουσίασης όλων των παραπάνω φαινομένων και προβληματισμών, είχα χρησιμοποιήσει τον λογοτεχνικό διάλογο μάνας και κόρης, που στην ουσία, όμως, αντιπροσωπεύουν τον κάθε γονέα και το κάθε παιδί, θέλοντας, με αυτό το συμβολικό σχήμα, να φέρω κοντά και απενοχοποιήσω ταυτόχρονα, δίνοντάς τους σκέψη, φωνή και λόγο, τόσο τις δυο γενιές που συμμετέχουν μέσω των ηρώων στο βιβλίο, όσο και εκείνες που προηγήθηκαν ή τις ακολουθούν.
Μπορεί, συνεπώς, το κλείσιμο της σειράς να οδηγεί στη ζοφερή απαισιοδοξία, όμως «γυρεύοντας κανείς τις απαντήσεις στις σελίδες»[4] κατορθώνει να ξαναθυμηθεί το γεγονός ότι η επικοινωνία, η κατανόηση, η τρυφερότητα και το μοίρασμα αποτελούν ταυτόχρονα ασυνείδητες συγγένειες, αλλά και διαχρονικές, αμοιβαίες ανάγκες μεταξύ των ανθρώπων.
Ως μεγαλύτεροι, λοιπόν, καλούμαστε, πρώτα εμείς, να αφουγκραστούμε τα μηνύματα των νέων, να τα ακούσουμε και να εκλάβουμε το «χτύπημά» τους ως μια κρούση στην πόρτα μας, ως ένα μέσον δηλαδή για να επικοινωνήσουμε ανοιχτά μαζί τους, αλλά και σαν μια ευκαιρία συνάμα για αναστοχασμό και συνολικό επαναπροσδιορισμό των διαφυλικών, των οικογενειακών και των κοινωνικών μας σχέσεων.
Διότι αν, χωρίς φόβο και αναστολές, μπορέσουμε να εκφράσουμε, από κοινού οι γενιές, τις δικές μας αλήθειες – αυτές που πληγώνουν αλλά και λυτρώνουν – τότε, εντέλει, γεφυρώνεται το χάσμα και αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά η μοναξιά και κυρίως η διάχυτη αίσθηση ματαιότητας που όλοι μας βιώνουμε.
Ας αναλάβουμε, επομένως, την ευθύνη μας. Ας πλησιάσουμε λοιπόν και ας φροντίσουμε αυτή τη νέα γενιά, που τόσο το έχει ανάγκη.
Αυτή τη γενιά που στο ένα χέρι κρατά «το ρόδο και στο άλλο το ξίφος»[5].
Με αυτή τη στάση, θα επανέλθει επιτέλους η ελπίδα και «θα ξημερώσει η Κυριακή»[6], όπου για όλους εμάς, ατομικά και συλλογικά:
Το τραύμα,
θα έχει γίνει,
Θαύμα.
*[1-6]: τίτλοι κεφαλαίων του βιβλίου.
Η Ελισάβετ Μπαρμπαλιού είναι Ψυχολόγος ΜSc – Ψυχοθεραπεύτρια, Οικογενειακή Θεραπεύτρια (ECP), Μουσικοθεραπεύτρια (GIM), Πρόεδρος & Επιστημονική Υπεύθυνη του Κέντρου Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας (ΚΕ.ΣΥ.Ψ.Ε.)