Η Μαρία Ευθυμίου έχει καταφέρει να κάνει την Ιστορία σταρ: Είναι η γυναίκα που με τις γνώσεις, το πάθος και την αμεσότητά της εξοικείωσε το ευρύ κοινό με πρόσωπα, γεγονότα, ιστορικές στιγμές που είτε αγνοούσαμε είτε αδιαφορούσαμε να μάθουμε. Ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, ερευνήτρια, συγγραφέας, μα πάνω από όλα ιστορικός, γυρίζει, εδώ και πολλά χρόνια, την Ελλάδα, και κάνει ομιλίες, διαλέξεις, μαθήματα. Γεννήθηκε στη Λάρισα, ζει στην Αθήνα. Κάνει μια εξιστόρηση ζωής στο ΒΗΜΑ Talks.
Τι είναι η Ιστορία;
Η Ιστορία είναι ο κώδικάς μας. Γιατί όλοι μας το μόνο που έχουμε είναι η ζωή μας, όση και όποια είναι αυτή. Είμαστε όντα που ζουν ένα δευτερόλεπτο μέσα στον χρόνο, αλλά έχουν συνείδηση ότι γεννήθηκαν και ότι θα πεθάνουν -κι αυτό είναι καίριο για το είδος μας. Μέσα σ’ αυτήν τη μικρή ζωή, χωρούν τα αισθήματά μας, οι στόχοι μας, τα οράματά μας. Και αυτό είναι μαγικό, συναρπαστικό -αλλά και σπαρακτικό. Για τον καθένα μας.
Γιατί το λέω αυτό; Διότι μελετώντας την Ιστορία, η μικρή μας ζωή γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, πιο αναγνώσιμη, πιο αποκωδικοποιήσιμη, μια και συναντάμε, σ’ όλες τις εποχές, περιστάσεις που μοιάζουν με τις δικές μας. Το ότι οι τότε άνθρωποι τις έζησαν άλλοτε με περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα αποτελέσματα, άλλοτε με λιγότερο ή περισσότερο πόνο, άλλοτε με λιγότερο ή περισσότερο κόστος μας κάνει να σκεφθούμε για τον εαυτό μας, τώρα. Και να τον επανατοποθετήσουμε. Μέσω της Ιστορίας, νιώθεις ότι είσαι βαθύτερος. Τωρινός αλλά και αρχαιότερος. Ότι επιμηκύνεται ο χρόνος της ζωής σου. Και ότι το τώρα σου αντανακλάται και στο χθες, και το χθες στο τώρα σου.
«Στα σχολικά βιβλία, τα πράγματα παρουσιάζονται, συχνά, στρογγυλεμένα, με στόχο τη δημιουργία εθνικού αισθήματος».
Ωστόσο έχω την αίσθηση ότι δεν ξέρουμε Ιστορία…
Ακόμα και οι ιστορικοί, με την εξειδίκευσή τους, γνωρίζουν ένα μικρό, στην πραγματικότητα, τμήμα της Ιστορίας. Κι εγώ, που τόλμησα να διδάξω Παγκόσμια Ιστορία, κάθισα και διάβασα πολύ. Και είδα το χάος της γνώσης, κατενόησα δηλαδή το πόσο αμαθής είμαι. Απλώς έχω μελετήσει τόσο ώστε να μπορώ να αναπτύξω ευπροσώπως κάποιο θέμα ως εκεί που μπορώ να το παρουσιάσω εντίμως. Εξάλλου, πάντα, αν ο ιστορικός είναι μάστορας, μπορεί να συνδυάσει τα πράγματα, πρώτον γιατί τα πράγματι συνδυάζονται και, δεύτερον γιατί, συνδυαζόμενα, φωτίζουν πτυχές που, στην ουσία, είναι και δικές σου πτυχές.
Αναζητήσατε εσκεμμένα την αμεσότητα στη διδασκαλία σας ή απλώς σας βγήκε;
Και τα δύο, θα έλεγα. Οπωσδήποτε όμως εσκεμμένα, γιατί δουλειά μου είναι να διδάσκω. Και αυτήν ήθελα και θέλω να την κάνω σωστά.
Από παιδί παρακολουθούσα τους δασκάλους μου για να καταλάβω γιατί ο ένας μ’ έκανε να βαριέμαι και ο άλλος με κέρδιζε. Ίσως ασυναίσθητα εκπαίδευσα, έτσι, τον εαυτό μου. Εξάλλου, όταν διδάσκω, είμαι ταυτοχρόνως διδάσκουσα και ακροάτρια. Με ακούω και λέω «αν εγώ τώρα τα άκουγα έτσι όπως τα λέω, δεν θα τα καταλάβαινα», οπότε τα αλλάζω. Με παρακολουθώ και, ταυτοχρόνως, παρακολουθώ τα μάτια των ακροατών. Μάτια που μου μιλούν, που μου στέλνουν συνεχώς μηνύματα τα οποία και πρέπει να λάβω υπ’ όψιν μου και, αναλόγως, άμεσα να πράξω. Και αυτό το κάνω μισό αιώνα σχεδόν…
Όταν κάτι σε αφορά, όταν επενδύεις αγωνία, ενδιαφέρον, εγρήγορση, χρόνο σ’ αυτό, δεν μπορεί, ακόμα κι αν δεν έχεις χαρίσματα, θα βρεις τον δρόμο να είσαι σωστός και αποτελεσματικός. Γιατί η μεγάλη παγίδα στη διδασκαλία είναι η διεκπεραίωση, δηλαδή το να μην σε αφορά αυτή, το να μην αισθάνεσαι ότι έχεις, στην πραγματικότητα, να μοιρασθείς κάτι με τον άλλον. Να μην βοηθάς να στηθούν γέφυρες μάθησης και κατανόησης.
Γιατί δουλειά του δασκάλου είναι να βοηθήσει τον μαθητή να στήσει τις γέφυρες που δίνουν ερμηνεία και συνδέουν τα γεγονότα. Κι όταν αυτές στηθούν, νοιώθει κανείς ευφορία, μια και πριν είχες άτακτα τοποθετημένες γνώσεις και τώρα αυτές αρχίζουν να συγκροτούν οικοδόμημα. Η γνώση δίνει χαρά και ίσως κάποιοι από εμάς, μη έχοντας διασταυρωθεί ποτέ μ’έναν πραγματικόν δάσκαλο, δεν την εισπράξαμε ποτέ. Μια χαρά που είναι ολιστική. Που σε παρασύρει, σε πλάθει, σε βαθαίνει. Σε ομορφαίνει. Σε κάνει καλύτερο για τον εαυτό σου και την κοινωνία σου.
Ο αδελφός μου Πέτρος κι εγώ είχαμε το προνόμιο – κυρίως χάρις στον πατέρα μας -να μεγαλώσουμε σε λόγιο περιβάλλον. Σ’ ένα περιβάλλον αυθεντικά λόγιο, όχι προσποιητό και ψηλομύτικο. Ο πατέρας μας διάβαζε Βιργίλιο και Όμηρο στο πρωτότυπο και συγκινούνταν βαθιά -κι αυτό περνούσε σε ‘μας ως μήνυμα: ότι το να μαθαίνεις είναι όμορφο πράγμα.
Δεν ξέρω αν συμφωνείτε, αλλά η έκρηξη γύρω από εσάς φάνηκε μετά την πανδημία και τον εγκλεισμό, την τελευταία πενταετία…
Νομίζω ότι έχετε δίκιο. Εγώ είχα μπει στη διαδικασία να διδάσκω εκτός Πανεπιστημίου πολύ νωρίτερα, απ’ το 2006-07. Πήγαινα σ’ όλη την Ελλάδα, έδινα εκατοντάδες δωρεάν ομιλίες και γνώριζα χιλιάδες ανθρώπους κάθε χρόνο. Αλλά πράγματι δύο εξελίξεις έπαιξαν ακόμα μεγαλύτερο ρόλο: η μία ήταν το Κανάλι της Βουλής, και η δεύτερη η καραντίνα, ο εγκλεισμός. Το Κανάλι της Βουλής, προ έξι-επτά περίπου ετών, εντόπισε καταγραφές διδασκαλίας μου που είχαν γίνει στο παρελθόν σε κάποιους Δήμους, και μου ζήτησε την άδεια να τις επεξεργασθεί τεχνικά ώστε να τις παρουσιάσει. Στην αρχή ήμουν λίγο αμήχανη, αλλά δεν είπα όχι. Και έκανα καλά γιατί το βλέπουν κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι καθώς και άλλοι που μπαίνουν σε διάφορους διαδικτυακούς τόπους. Μέσα στον εγκλεισμό, τα μαθήματα αυτά διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Ο συνδυασμός με την τηλεόραση τα εκτόξευσε. Υπολογίζεται ότι περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι, εντός και εκτός Ελλάδος, βλέπουν, μέσα απ’τα διάφορα διαδικτυακά μέσα, τα μαθήματά μου. Συγκινητικό.
Και κάνατε την Ιστορία σταρ…
Τι να πω… Είναι και οι Έλληνες του εξωτερικού που τα βλέπουν. Με συγκινεί ο Ελληνισμός της Διασποράς και πηγαίνω όσο μπορώ όταν με καλούν. Γιατί η Ιστορία είναι εργαλείο που σε ενώνει. Κι εμείς οι Έλληνες το έχουμε ανάγκη, μια και έχουμε, συχνά, την τάση να χειριζόμαστε τα θέματα συγκρουσιακά. Είναι βαρύ αυτό. Ίσως, αν κοιτάγαμε λίγο την Ιστορία μας, θα βλέπαμε ότι η στάση μας δεν μας βοηθάει. Αντίθετα μας καταβυθίζει, μας ευτελίζει και μας αυτοακυρώνει.
Εσκεμμένα μας μαθαίνουν κάποια ψέματα αναφορικά με την Ιστορία μας; Για τόνωση του ηθικού; Μπορούμε, τελικά, να μάθουμε τι πραγματικά συνέβη σχετικά μ’ ένα ιστορικό γεγονός;
Ναι, μπορούμε. Γιατί η Ιστορία έχει εξελιχθεί πολύ μέσα στα διακόσια χρόνια που υπάρχει ως συγκροτημένη επιστήμη. Και μπορεί, με τα εργαλεία της, να δημιουργήσει ένα πεδίο γνώσης μέσα σε κλίμα αποστασιοποιημένης αλλά και κριτικής παράθεσης των γεγονότων που να επιτρέπει τον συνδυασμό και την αξιόπιστη ερμηνεία.
«Όταν διαβάζεις την Επανάσταση, υπάρχουν σελίδες που σε κάνουν υπερήφανο και άλλες που σε απογοητεύουν».
Στα σχολικά βιβλία, τα πράγματα παρουσιάζονται, συχνά, στρογγυλεμένα, με στόχο τη δημιουργία εθνικού αισθήματος. Αυτό όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά, περισσότερο ή λιγότερο, παντού, καθώς υπάρχει η πεποίθηση ότι, προκειμένου να σμιλευθεί κοινό εθνικό αίσθημα, χρειάζεται να εισπράττει κανείς περηφάνια για την ιστορία του, τον εαυτό του, τους προγόνους του. Εξ ου και τα στρογγυλέματα που είπαμε.
Επανάσταση του ’21: Αλήθειες και ψέματα.
Όταν διαβάζεις την Επανάσταση, υπάρχουν σελίδες που σε κάνουν υπερήφανο και άλλες που σε απογοητεύουν για επιμέρους καταστάσεις ή δράσεις προσώπων. Για τους ίδιους ανθρώπους που ήταν ήρωες και σπουδαίοι, μπορείς να βρεις πτυχές τους θλιβερές που σε εκπλήττουν δυσάρεστα. Οι άνθρωποι είμαστε περίπλοκα όντα, ιδίως όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ακραίες καταστάσεις πολέμου.
Σας έχουν απογοητεύσει ήρωες;
Πολλοί. Κάποιοι άλλοι, ωστόσο, όχι.
Όπως;
Όπως, πχ., ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος ή ο Δημήτριος Υψηλάντης που είχαν μία συνεπή, σε σχέση με τις αρχές και τις αξίες τους, πορεία στα πράγματα τού Αγώνα. Στα πρώτα μου χρόνια, θυμάμαι τη στεναχώρια μου όταν βρισκόμουν μπροστά σε εκπλήξεις. Τι εννοώ; Ο Ανδρέας Μιαούλης, ας πούμε, αυτός ο καταπληκτικός Υδραίος ναυτικός που και τι δεν προσέφερε σε δύσκολες στιγμές της Επανάστασης, έκαψε το 1831 τον ελληνικό στόλο στον Πόρο ως αντίδραση της Ύδρας στον Ιωάννη Καποδίστρια. ΄Η ο Γεώργιος Καραϊσκάκης που -καθώς, ως γιος καλογριάς, στη ζωή του είχε την πληγή ν’ αποκαλείται περιφρονητικά «μούλος», επιθυμούσε διακαώς να γίνει αρματολός. Και διορίσθηκε απ’ τους Τούρκους αρματολός Αγράφων το 1823! Σύντομα, ωστόσο, το παράτησε και μπήκε πια συνειδητά και αμετάκλητα στον Αγώνα. Και έγινε ο Καραϊσκάκης, ο σπουδαίος Καραϊσκάκης που ξέρουμε.
Ποιοι είμαστε εμείς που θα κατακρίνουμε αυτούς τους ανθρώπους; Ανήκουμε σε γενιές που -ευτυχώς- δεν άκουσαν πυροβολισμό στη ζωή τους παρά μόνον στις ταινίες. Και που δεν πείνασαν παρά μόνον από δίαιτα. Ο σεβασμός μας προς αυτούς οφείλει, λοιπόν, να είναι διπλά συνειδητός και να κατανοούμε τις πτυχές των πραγμάτων με διπλή σεμνότητα και γενναιοδωρία.
Ούτε η 25η Μαρτίου είναι η ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης…
Η Επανάσταση ξεκίνησε στις 22 Φεβρουαρίου 1821 με την είσοδο του Αλέξανδρου Υψηλάντη απ’την Ρωσία στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην περιοχή της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Στην Πελοπόννησο ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1821. Σε μυστικές συναντήσεις τους, οι Φιλικοί της Πελοποννήσου είχαν συμφωνήσει για τις 25 Μαρτίου, αλλά τα γεγονότα τους ξεπέρασαν και η Επανάσταση ξεκίνησε σε Καλαμάτα, Καλάβρυτα και Πάτρα περί τις 20 του μηνός.
Πάμε στον 20ον αιώνα. Ο Εμφύλιος, θα λέγατε, ότι είναι η ανοιχτή μας πληγή;
Ναι. Στα 200 χρόνια του ελληνικού κράτους, το φοβερότερο που του συνέβη είναι ο εμφύλιος πόλεμος 1943-1949. Διότι σύμφωνα με τους ειδικούς, ο εμφύλιος ξεκίνησε το 1943, το δε 1946-’49 απλά έφθασε στην κορύφωσή του. Δηλαδή ξεκίνησε, με αίμα ένθεν και ένθεν, μέσα στην Κατοχή. Και αυτό είναι εντυπωσιακό. Και βαρύ. Βαρύτατο.
Γιατί είναι το φοβερότερο; Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν πλήγμα πελώριο, όπως και η απώλεια των οραμάτων για τις χαμένες πατρίδες. Ωστόσο, μετά το 1922, η ελληνική πλευρά έκανε θαύματα. Η οικονομία της Ελλάδος εκτινάχθηκε στη δεκαετία του 1920 όχι μόνον λόγω της αξιοσύνης και της εργατικότητας των Ελλήνων -προσφύγων και μη, αλλά και γιατί το ελληνικό κράτος αποδείχθηκε σοβαρό και μεθοδικό και μπόρεσε, μέσα στις δυσκολότερες συνθήκες, να αποκαταστήσει ενάμιση εκατομμύριο ανθρώπους βελτιώνοντας ταυτόχρονα όλους τους δείκτες της οικονομίας. Αντίθετα, τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1949 τον σέρνουμε μέχρι τώρα.
Γιατί;
Γιατί περιέπλεξε βαριά τα πράγματα το γεγονός ότι ο εμφύλιος αυτός ήρθε να πατήσει πάνω στον προϋπάρξαντα μακρύ Εθνικό Διχασμό του Μεσοπολέμου, την ίδια ώρα που εξελισσόταν παράλληλα με την Αντίσταση ενάντια στους κατακτητές (Γερμανούς, Ιταλούς, Βουλγάρους), περιπλέκοντας, έτσι, την ανάγνωσή του και την ερμηνεία των φαινομένων του. Ο Εθνικός Διχασμός σχετιζόταν κυρίως με τη διαχείριση ενός εθνικού οράματος, ενώ ο Εμφύλιος του 1943 με τη σύγκρουση ιδεολογιών. Που όμως, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα και καθώς σέρνεται νοσηρά μέσα στον χρόνο, αποστεγνώθηκε και κατάντησε «ένα άδειο πουκάμισο» χωρίς ήθος και οραματικό υπόβαθρο, ένα λάιφ στάιλ του τίποτα. Που μας κατατρύχει φθηναίνοντάς μας κάθε ημέρα και περισσότερο. Όλους μας. Σε μία πορεία χαμού -μετά ηδονής, μάλιστα, και πολώσεως. Την οποία, μετά το ’74, θα έπρεπε να έχουμε παραμερίσει αλλά, αντ’ αυτού, μας έγινε κατάσταση, εθισμός και αυτοματισμός. Με τον πολιτικό κόσμο μας να αποδεικνύεται συχνά κατώτερος των περιστάσεων.
Και να τη συντηρεί;
Όχι μόνον να τη συντηρεί αλλά και συχνά να τη χρησιμοποιεί. Και να χρησιμοποιεί κι εμάς, γιατί κι εμείς έχουμε αποδειχθεί εύκολα χρησιμοποιήσιμοι. Κοιτάξτε, εγώ είμαι υπέρ των πολιτικών, δεν θα ήθελα να μας διοικεί π.χ. ο στρατός ή η Εκκλησία. Προτιμώ τους πολιτικούς που προκύπτουν από διαδικασίες στις οποίες μπορώ εγώ, και όλοι οι πολίτες, να μετέχουμε δημοκρατικά. Και εκτιμώ τους ανθρώπους που μπαίνουν στην πολιτική, καθώς πολλοί από αυτούς είναι έντιμοι, με αγωνία για την κοινωνία και τον τόπο τους, την ίδια στιγμή, βεβαίως, που άλλοι, όχι λίγοι, είναι ανάξιοι του τίτλου και της θέσης τους. Μέσα σ’ ένα γενικό κλίμα που, όπως είπαμε, αυτοβυθίζεται μέσα στην πόλωση διαστρεβλώνοντας στόχους, οράματα και έννοιες.
Δηλαδή;
Εδώ και μισό αιώνα, πχ., όποιος πει ότι τα Πανεπιστήμια πρέπει να λειτουργούν με κανόνες, με ευταξία, με σεβασμό, με απαιτητικότητα, αποκαλείται «φασίστας» απ’ τους βάρβαρους, δήθεν αριστερούς», «αναρχικούς» και «επαναστάτες» καταστροφείς των Ανωτάτων Ιδρυμάτων, τους εκεί εγκατεστημένους επαγγελματίες μπαχαλάκηδες των μολότοφ και των καδρονιών. Ενώ οι -συχνά κουκουλοφόροι-καταστροφείς είναι «προοδευτικοί» και «δημοκράτες». Και αυτή η διαστρέβλωση έχει γίνει πια κατάσταση. Γιατί; Από θρασυδειλία! Γιατί, προκειμένου να μην μας πουν «φασίστα» οι βάνδαλοι, δεχόμαστε την αντιστροφή των εννοιών και την καταστροφή του δημόσιου αγαθού. Αλήθεια, το να καταστρέφεις τους δημοκρατικά θεσπισμένους θεσμούς και το δημόσιο αγαθό είναι «δημοκρατία», ενώ το να υπερασπίζεσαι τους δημοκρατικά θεσπισμένους θεσμούς και το δημόσιο αγαθό είναι «φασισμός»;! Τι να πει κανείς… Πόση αντιστροφή των όρων, πια…
«Όποιος πει ότι τα Πανεπιστήμια πρέπει να λειτουργούν με κανόνες, αποκαλείται “φασίστας” απ’ τους βάρβαρους».
Τι σκέφτεστε για τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια;
Ως φαίνεται, θα γίνουν. Υπάρχουν εξ άλλου σχεδόν σ’ όλες τις χώρες. Αφ’ ης στιγμής όμως γίνουν, είναι επιτακτικό να υπάρχει οφθαλμός και έλεγχος ώστε αυτά να λειτουργούν με όρους απαιτητικότητας και επιστημοσύνης. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τα δημόσια πανεπιστήμια τα οποία βιώνουν, όπως είπαμε, τη βία, την καταστροφή και την ασυδοσία από συμμορίες που περιέγραψα πριν. Ωστόσο είναι προς τιμήν του ελληνικού ακαδημαϊκού χώρου ότι, παρά τις βαρβαρότητες που συμβαίνουν στα ελληνικά πανεπιστήμια, γίνεται από πολλούς ακαδημαϊκούς καλή δουλειά ώστε όχι λίγοι φοιτητές να έχουν καλή εξέλιξη. Όμως, μέσα σ’ αυτό το νοσηρό κλίμα χάνεται ο μέσος φοιτητής κι αυτό είναι μεγάλη απώλεια. Μεγίστη.
Φέρατε τον κόσμο κοντά στην Ιστορία…
Τι να πω; Μακάρι να συνέβαλα σ’ αυτό. Όταν πριν είκοσι περίπου χρόνια αποφάσισα να διδάξω σε όλη την Ελλάδα, είχα έναν στόχο ιδιοτελή: ξέροντας ότι η Ιστορία βοηθά τον καθένα μας να γίνει καλύτερος πολίτης και άνθρωπος, πίστεψα ότι, με τη γνώση της, η κοινωνία μου θα βελτιωνόταν, άρα κι εγώ θα ζούσα καλύτερα μέσα σ’ αυτήν.
Πώς βλέπετε τους πολιτικούς σήμερα, σε σχέση με εκείνους του παρελθόντος;
Οι Έλληνες έχουν το προνόμιο να διαθέτουν εξαιρετικούς πολιτικούς μέσα στην Ιστορία τους. Σπάνια λαοί είχαν επικεφαλής πολιτικούς μόρφωσης, ήθους, αφοσίωσης και καλλιέργειας όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, ο Χαρίλαος Τρικούπης στον 19ον αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και όχι λίγοι άλλοι στον 20ον και στον 21ον αιώνα.
Πρέπει να το έχουμε στο νου μας αυτό. Γιατί έχοντας την τάση να διαγράφουμε καθ’έξιν και συλλήβδην τον πολιτικό μας κόσμο, στην ουσία διαγράφουμε τη δημοκρατία μας και το μέλλον μας. Αδικώντας, ταυτόχρονα, τον εαυτό μας και την Ιστορία μας.
«Κάνοντας πολλά και όμορφα, έζησα πολλές ζωές, όχι μία».
Ίσως γιατί είμαστε δύσπιστοι…
Είμαστε, συχνά, έτοιμοι να επιτεθούμε, να ακυρώσουμε, να κατηγορήσουμε, να υπονομεύσουμε, να λοιδορήσουμε, να διαγράψουμε, να συκοφαντήσουμε, να διαστρεβλώσουμε. Είμαστε κακοπροαίρετοι όχι μόνον απέναντι στους πολιτικούς μας αλλά και απέναντι στους γύρω μας. Εμείς, ένας λαός τόσο ζεστός και τόσο γενναιόδωρος σε άλλα, έχουμε επιτρέψει στον εαυτό μας αυτήν την τόσο αυτοκαταστροφική νοσηρότητα.
Αν κάνατε μία ανασκόπηση ζωής;
Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό άνθρωπο, γιατί στη ζωή μου έκανα πράγματα που αγαπούσα και πίστευα. Πράγματα που, για μένα, είχαν νόημα, ουσία και φως. Ηταν μια γόνιμη, υγιής, πλούσια, μαγική και ανταποδοτική διαδικασία.
Το λέω σε χρόνο παρελθοντικό γιατί, τώρα που πάτησα τα εβδομήντα, ξέρω ότι, αν και νιώθω νέα, οδεύω προς το τελευταίο σκέλος της ζωής μου. Όταν έρθει ο θάνατος, ο απολογισμός μου θα είναι, νομίζω, θετικός. Γιατί, κάνοντας πολλά και όμορφα, έζησα πολλές ζωές, όχι μία. Σε μια χώρα μαγική, με Ιστορία βαθιά, που, από μικρή, με πήρε απ’ το χέρι για να μού δείξει κάθε μυστικό «μέσα στις θαλασσινές σπηλιές» της. Στο βάθος της ουσίας και του χρόνου της. «Σαν έτοιμη από καιρό» είμαι, εξ αυτού, έτοιμη να φύγω. Και ευγνώμων.
*Κεντρική φωτό: Μενέλαος Μυρίλλας