Ο «τραμπισμός», αν και δεν συγκροτεί ένα τυπικά κωδικοποιημένο ιδεολογικό σύστημα, αποτελεί εντούτοις ένα σύνθετο κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο που σχετίζεται με την πληθωρική προσωπικότητα του Ντόναλντ Τραμπ και εντάσσεται στη συντηρητική πολιτική παράδοση των ΗΠΑ. Βασικά χαρακτηριστικά του «τραμπισμού» είναι ο αντι-ελιτισμός (ο Τραμπ προβάλλεται ως «outsider» που αντιστέκεται στο κατεστημένο), ο εθνικισμός (με το σύνθημα «Make America Great Again»), ο οικονομικός προστατευτισμός (επιβολή δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα), η εχθρότητα προς τη μετανάστευση (εμβληματική πολιτική το τείχος στα σύνορα με το Μεξικό), η φορολογική και ρυθμιστική χαλάρωση (μείωση φόρων και περιορισμό ρυθμίσεων, ιδιαίτερα υπέρ μεγάλων επιχειρήσεων) και οι αυταρχικές πρακτικές (ενίσχυση της προσωπικής εξουσίας του ηγέτη, άρνηση εκλογικών αποτελεσμάτων).

Τα παραπάνω όμως βασικά χαρακτηριστικά του «τραμπισμού» δεν ξεκίνησαν με τον Τραμπ, αλλά αποτελούν χαρακτηριστικά του συντηρητισμού στις ΗΠΑ πολύ πριν από αυτόν. Η φιλοσοφία του συνθήματος «Πρώτα η Αμερική» (America First), αναδύθηκε κυρίως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που η αγροτική Αμερική, που άλλοτε αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της χώρας, βρέθηκε σε κρίση λόγω της αστικοποίησης, της εκβιομηχάνισης και της αυξανόμενης διεθνοποίησης της χώρας. Ο «παλιός κόσμος» της αγροτικής αυτάρκειας και του ατομικισμού έδωσε τη θέση του σε μια γραφειοκρατική και βιομηχανική κοινωνία, προκαλώντας νοσταλγία και αντίδραση σε πολλές κοινότητες, κυρίως των μεσοδυτικών πολιτειών. Η χειραφέτηση των γυναικών, η αυξημένη μετανάστευση και οι περιορισμένες αλλά υπαρκτές πρόοδοι στη φυλετική ισότητα ενίσχυσαν επίσης τις ανησυχίες ότι οι «παραδοσιακές αξίες» βρίσκονταν υπό απειλή. Αντιμέτωποι με αυτές τις αλλαγές, πολλοί συντηρητικοί στράφηκαν σε πολιτικές που υπόσχονταν επιστροφή στις ρίζες και την «αυθεντική Αμερική». Εκφάνσεις αυτής της αντίδρασης ήταν η επαναδραστηριοποίηση της Κου Κλουξ Κλαν τη δεκαετία του 1920, τα ενισχυμένα μέτρα για τη διατήρηση της «πληθυσμιακής καθαρότητας» της αμερικανικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων περιορισμών στη μετανάστευση («Η Αμερική πρέπει να παραμείνει αμερικανική», δήλωσε ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος Κάλβιν Κούλιτζ το 1923) και η ενίσχυση της ηθικής αυστηρότητας μέσα από την προσπάθεια επιβολής παραδοσιακών αξιών.

Αν και στη συνέχεια, εξαιτίας των πολιτικών του New Deal και της μετέπειτα προεδρίας του μετριοπαθούς Ρεπουμπλικανού Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, το συντηρητικό αυτό ρεύμα υποχώρησε, εντούτοις δεν εξαφανίστηκε (παράδειγμα απομονωτισμού η America First Committee – ομάδα πίεσης που αντιτάχθηκε στην αμερικανική εμπλοκή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Από τη δεκαετία του 1950 ο αμερικανικός συντηρητισμός άρχισε να αναδιοργανώνεται, εστιάζοντας πάλι στις παραδοσιακές αξίες της εθνικής κυριαρχίας, της απομόνωσης και της κριτικής προς την «κουλτούρα της ελίτ» και τη «μεγάλη κυβέρνηση». Το 1955 ιδρύεται από τον από τον Γουίλιαμ Μπάκλεϊ το «National Review» και το 1965 το «The Public Interest» από τον Ιρβινγκ Κρίστολ, δύο από τα πιο γνωστά και επιδραστικά συντηρητικά περιοδικά στις ΗΠΑ. Η αναβίωση του συντηρητισμού εκφράστηκε και μέσα από νέες ιδεολογικές τάσεις, όπως ο νεοσυντηρητισμός (Neoconservatism) τις δεκαετίες 1960 και 1970 (παγκόσμια ηγεσία, στρατιωτικές επεμβάσεις, ελεύθερη αγορά), η Νέα Δεξιά (Νew Right) τις δεκαετίες 1970 και 1980 (νεοφιλελευθερισμός, θρησκευτική ηθική, οικογένεια, αντι-αμβλώσεις, αντι-φεμινισμός, υπεράσπιση παραδοσιακών αξιών) και o παλαιοσυντηρητισμός (paleoconservatism) τη δεκαετία του 1990 (έμφαση στην παραδοσιακή εθνική ταυτότητα, την κουλτούρα και τον περιορισμό της μετανάστευσης, αποφυγή παρεμβατισμού στην εξωτερική πολιτική, κριτική στις πολυεθνικές εταιρείες και στην παγκοσμιοποίηση, αναβίωση του τοπικισμού και της κοινοτικής αυτονομίας).

Και τα πρόσφατα χρόνια, η αντίθεση στις μεταρρυθμίσεις του Μπιλ Κλίντον, κυρίως στην υγεία και την κοινωνική πρόνοια, ενίσχυσε τις εντάσεις και τη διχόνοια μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών. Η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου προσωρινά ένωσε τη χώρα, αλλά η αποτυχία του πολέμου στο Ιράκ αναβίωσε την κριτική από συντηρητικούς και παλαιοσυντηρητικούς, οι οποίοι αντιτάχθηκαν σε εξωτερικές επεμβάσεις. Η οικονομική κρίση του 2007 – 2009 ενίσχυσε την απογοήτευση των μεσαίων και εργατικών στρωμάτων, ενώ η εκλογή του Ομπάμα και η αναγνώρισή του ως πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου πυροδότησε φυλετικές και ιδεολογικές εντάσεις. Αντίδραση σε αυτήν την κατάσταση αποτέλεσε το Tea Party το 2009, ένα έντονα συντηρητικό κίνημα που ενίσχυσε την πόλωση με την αντίθεση στο Obamacare (νόμος που έκανε την υγειονομική περίθαλψη πιο προσιτή για όλους τους Αμερικανούς) και την κρατική παρέμβαση στην οικονομία.

Οπως γίνεται κατανοητό η αμερικανική συντηρητική δεξιά είναι ένα ανομοιογενές νεφέλωμα, τα μέλη της οποίας συχνά «λατρεύουν διαφορετικούς θεούς», διαφωνώντας συχνά σε θεμελιώδη ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα. Όλες οι παραπάνω τάσεις μοιράζονται κοινές συντηρητικές αξίες, αλλά έχουν σημαντικές διαφορές στην πολιτική τους φιλοσοφία και στην προσέγγισή τους σε ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας.

Τελικά, ο Ντόναλντ Τραμπ εκμεταλλεύτηκε όλη αυτή τη συντηρητική παράδοση των ΗΠΑ, αλλά και όλες τις πρόσφατες κοινωνικές και οικονομικές απογοητεύσεις, γεγονός που τον οδήγησε στην εκλογή του το 2016, στην ισχυρή επιρροή του στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 και στην επανεκλογή του το 2024.

Συμπερασματικά, η εμφάνιση του «τραμπισμού» εντάσσεται σε μια μακροχρόνια ιστορία πολιτικού και πολιτισμικού μετασχηματισμού των ΗΠΑ με βαθιές ρίζες στις κοινωνικές, οικονομικές και ιδεολογικές εξελίξεις του 20ού αιώνα. Ο «τραμπισμός» αποτελεί συνέχεια, επαναπροσδιορισμό και επίταση παλαιότερων συντηρητικών και λαϊκιστικών ρευμάτων, συχνά αντιφατικών και αλληλοσυγκρουόμενων, αλλά πάντα παρόντων στην πολιτική και κοινωνική ζωή των ΗΠΑ. Τα ιδεολογικά και πολιτικά συντηρητικά αυτά ρεύματα αντανακλούν τη διαμάχη μεταξύ ενός αναδυόμενου κοσμοπολίτικου φιλελευθερισμού και μιας βαθιά ριζωμένης αγωνίας για την απώλεια της παραδοσιακής «αμερικανικής ταυτότητας».

Ο Τραμπ δεν αποτελεί απλώς έναν καιροσκόπο σόουμαν, αλλά τον ηγέτη μιας ημι-συνεκτικής ιδεολογίας, μιας νέας επανάληψης του λαϊκιστικού και εθνικιστικού συντηρητισμού των ΗΠΑ, ο οποίος μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποκτήσει ευρεία απήχηση.

Ο κ. Ηλίας Μαδεμλής είναι Δρ Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Paris VIII.