Ο ύπνος δεν αποτελεί πολυτέλεια αλλά βασική βιολογική ανάγκη, απαραίτητη για τη σωματική και ψυχική υγεία. Η έλλειψή του επηρεάζει κάθε πτυχή του οργανισμού, προκαλώντας αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα και μειώνοντας τη διάρκεια ζωής έως και 4,7 χρόνια. Επιπλέον, μπορεί να οδηγήσει σε υπνηλία που αυξάνει τον κίνδυνο ατυχημάτων, κακή διάθεση, μειωμένη γνωστική λειτουργία, νευρολογικές και ενδοκρινικές διαταραχές, καθώς και εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Στα παιδιά, η έλλειψη ύπνου συνδέεται με υπερκινητικότητα, δυσκολίες συγκέντρωσης και μαθησιακά προβλήματα.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, η στέρηση ύπνου θεωρείται ένα από τα πιο σκληρά βασανιστήρια.
Παρά τη σημασία του, περίπου το 1/3 των ενηλίκων κοιμάται λιγότερο από το φυσιολογικό των 7-8 ωρών, είτε λόγω ατομικών συνθηκών, είτε λόγω κάποιας διαταραχής ύπνου. Ορισμένες από τις πιο κοινές διαταραχές ύπνου είναι το σύνδρομο άπνοιας στον ύπνο, η αϋπνία, το σύνδρομο ανήσυχων άκρων, οι παραϋπνίες και η ναρκοληψία.
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ύπνου (14 Μαρτίου), είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναδειχθεί η υπνική άπνοια, που αποτελεί και τη συχνότερη διαταραχή. Παρότι ο ποιοτικός ύπνος είναι κομβικής σημασίας για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού μας, η εξασφάλιση φυσιολογικής αναπνοής κατά τη διάρκειά του αποτελεί ζωτικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας.
Η υπνική άπνοια είναι η περιοδικά επαναλαμβανόμενη διακοπή της αναπνοής στον ύπνο κατά την οποία ο φάρυγγας κλείνει μερικώς (υπόπνοια) ή πλήρως (άπνοια) για μερικά δευτερόλεπτα με αποτέλεσμα τη μείωση του οξυγόνου στο αίμα και τις συχνές αφυπνίσεις, διαταράσσοντας την ποιότητα του ύπνου. Η συχνότητα της ανέρχεται στο 30% στο γενικό πληθυσμό, όμως μόνο το 20% των ατόμων που πλήττονται είναι διαγνωσμένοι και λαμβάνουν κατάλληλη θεραπεία.
Οι ασθενείς με υπνική άπνοια αναφέρουν κυρίως ημερήσια συμπτώματα, όπως υπνηλία, πρωινή κεφαλαλγία (καρυβαρία) και κακή διάθεση ενώ οι σύντροφοί τους παρατηρούν τα νυχτερινά συμπτώματα όπως το περιοδικά διακοπτόμενο ροχαλητό, και τις διακοπές αναπνοής. Άλλα συνήθη ευρήματα είναι η αϋπνία, αφυπνίσεις, κινήσεις του σώματος μετά την άπνοια, αίσθημα πνιγμονής, κρίσεις πανικού, νυχτερινή υπεριδρωσία, νυχτερινή πολυουρία και νυχτερινή ενούρηση. Επίσης, μπορεί να εμφανιστούν κατάθλιψη, ευερεθιστότητα, αλλαγή προσωπικότητας, αδυναμία συγκέντρωσης, μειωμένη νοητική αντίληψη, μειωμένη μνήμη και σεξουαλική δυσλειτουργία.
Η παχυσαρκία είναι ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου, καθώς αύξηση του σωματικού βάρους κατά 10% εξαπλασιάζει την πιθανότητα εμφάνισης υπνικής άπνοιας, ενώ άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι ο κατασκευαστικά στενός φάρυγγας, το άρρεν φύλο, η αύξηση της ηλικίας και το μεταβολικό σύνδρομο. Η υπνική άπνοια προδιαθέτει σε σοβαρές καταστάσεις, όπως αρτηριακή υπέρταση, καρδιακές αρρυθμίες, στεφανιαία νόσο, καρδιακή ανεπάρκεια, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και αιφνίδιο θάνατο κατά τη διάρκεια του ύπνου, ενώ αυξάνει τον κίνδυνο τροχαίων και εργατικών ατυχημάτων. Μεταναλύσεις έχουν δείξει ότι η υπνική άπνοια αυξάνει κατά 40% τον κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης.
Ειδικότερα σε άτομα με προϋπάρχοντα καρδιοαγγειακά νοσήματα η συνύπαρξη υπνικής άπνοιας μπορεί να εντείνει τον κίνδυνο οξέων καρδιοαγγειακών επεισοδίων. Επίσης οι πάσχοντες από υπνική άπνοια ηλικίας 62 ετών έχουν περίπου διπλάσιο κίνδυνο για ξαφνικό θάνατο ή καρδιαγγειακό θάνατο σε σχέση με τους υγιείς.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, όσο αυξάνεται η βαρύτητα της υπνικής άπνοιας, τόσο εντείνεται ο κίνδυνος για τα παραπάνω επεισόδια. Για τους λόγους αυτούς, η έγκαιρη διάγνωση είναι απολύτως ζωτικής σημασίας. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, η ραγδαία αύξηση της παχυσαρκίας έχει ενισχύσει τη συχνότητα εμφάνισης της υπνικής άπνοιας, η οποία επηρεάζει όλο και περισσότερους νέους ενήλικες. Η συνδυασμένη επίδραση της αυξανόμενης παχυσαρκίας και του σύγχρονου τρόπου ζωής καθιστά αυτή την ομάδα ιδιαίτερα ευάλωτη.
Μελέτες δείχνουν ότι το 16% των ατόμων ηλικίας 18-30 ετών διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο υπνικής άπνοιας. Επιπλέον, η παρουσία υπνικής άπνοιας σε νέους ηλικίας 20-40 ετών αυξάνει τον κίνδυνο καρδιοαγγειακών συμβάντων κατά 1,5 φορά, ενώ ο κίνδυνος για μείζονες καρδιοαγγειακές καταστάσεις είναι 3,5 φορές υψηλότερος και για στηθάγχη 10 φορές υψηλότερος. Από την άλλη πλευρά, μια ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα είναι οι επαγγελματίες οδηγοί, καθώς η συχνότητα εμφάνισης της υπνικής άπνοιας κυμαίνεται από 30% έως 80%. Οι οδηγοί αυτοί διατρέχουν κατά 2-5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εμπλακούν σε τροχαία ατυχήματα, θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνο τη δική τους ζωή, αλλά και τη ζωή των άλλων.
Επιπρόσθετα, οι πάσχοντες από υπνική άπνοια επιβαρύνουν σημαντικά και τα εθνικά συστήματα υγείας, καθώς απαιτούν περισσότερες ιατρικές υπηρεσίες, αυξάνοντας τόσο τις άμεσες όσο και τις έμμεσες δαπάνες περίθαλψης όταν δε θεραπεύονται. Τα τελευταία χρόνια το κόστος της υπνικής άπνοιας αποδεικνύεται ολοένα και περισσότερο λόγω της αξιοποίησης των ηλεκτρονικών ιατρικών αρχείων με τη βοήθεια μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης. Ενδεικτικά, στην Ιταλία, το συνολικό οικονομικό βάρος της υπνικής άπνοιας, κυμαίνεται από 14 δις έως 41 δις ευρώ ετησίως.
Στις ΗΠΑ, το κόστος της μη θεραπευμένης υπνικής άπνοιας ανέρχεται σε περίπου 150 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, συμπεριλαμβανομένων των ιατρικών, έμμεσων και κοινωνικών δαπανών, ενώ τα τροχαία ατυχήματα που σχετίζονται με την υπνική άπνοια κοστίζουν περίπου 26 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Αντίθετα, το φιλανδικό μοντέλο διαχείρισης της υπνικής άπνοιας ανέδειξε τη σημασία της ενημέρωσης του κοινού. Η αύξηση της πληροφόρησης οδήγησε σε υψηλότερα ποσοστά διάγνωσης και θεραπείας, συμβάλλοντας στη μείωση των συνολικών δαπανών και στην καλύτερη διαχείριση των υγειονομικών πόρων.
Επομένως, η αντιμετώπιση της υπνικής άπνοιας είναι κρίσιμη από πολλές πλευρές. Ανάλογα με τη βαρύτητα της κατάστασης, η θεραπεία περιλαμβάνει συντηρητικά μέτρα, όπως η απώλεια βάρους και η αποφυγή της ύπτιας θέσης κατά τον ύπνο. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις, προτιμώνται ειδικές αναπνευστικές συσκευές (CPAP), οι οποίες παρέχουν συνεχή ροή αέρα μέσω κατάλληλης μάσκας, καθώς και ενδοστοματικές συσκευές (μασελάκια). Για περιστατικά σοβαρής παχυσαρκίας, μπορεί να εφαρμοστούν βαριατρικές επεμβάσεις, ενώ σε περιπτώσεις ανατομικών ανωμαλιών του φάρυγγα ενδείκνυται ωτορινολαρυγγολογική παρέμβαση. Συμπερασματικά, έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της υπνικής άπνοιας είναι κρίσιμη τόσο για τη ζωή των ασθενών όσο και για τη μείωση του οικονομικού κόστους.
* Κατερίνα Βλάμη MD, MSc, PH
Διευθύντρια ΕΣΥ Πνευμονολογίας με εξειδίκευση στην Ιατρική του Ύπνου
Chair of the Public Health Track in European Sleep Research Society
Υπεύθυνη Ομάδας Εργασίας «Διαταραχές της Αναπνοής στον Ύπνο» Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας
Υπεύθυνη της Μονάδας Μελέτης Ύπνου
Β΄Πανεπιστημιακή Πνευμονολογική Κλινική
ΠΓΝ <ΑΤΤΙΚΟΝ>
**Γεωργία Τρακαδά MD, PhD, MSc
Καθηγήτρια Πνευμονολογίας με εξειδίκευση στην Ιατρική του Ύπνου,
Γενική Γραμματέας Ελληνικής Εταιρείας Υπνολογίας, Υπεύθυνη Ομάδας Εργασίας «Διαταραχές της Αναπνοής στον Ύπνο» Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής European Sleep Research Society,
Θεραπευτική Κλινική, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ