Προχθές, παραμονές της Παγκόσμιας Ημέρας της Ποίησης, στο σπίτι της Άσπας και του Διονύση Σαββόπουλου, μη γνωρίζοντας τι μας επιφυλάσσει το παρελθόν, γιατί για το μέλλον είμαστε σχεδόν βέβαιοι….

-«Θυμάσαι», του είπα. «Μικρέ Γκαίτε, σε αποκαλούσε ο δάσκαλός μας στο Ε’, όταν σε σήκωνε να διαβάσεις την έκθεσή σου».

-«Κι εσένα», απάντησε ο Νιόνιος, «Μικρέ Καντ».

-«Τα θυμάμαι όλα πολύ καλά».

Απόφοιτοι 5ου Aρρένων στη Θεσσαλονίκη.

Πήγα λοιπόν, μετά εξήντα χρόνια στο σπίτι του συμμαθητή μου που μας έβαλε από τότε τα γυαλιά (του!) σε κουράγια, φορτηγά, φυλακή, μπάλους και τραγούδια (τι λέω; Ποιήματα) που τον έκαναν ισάξιο με τα χατζιδάκιαμ θοδωράκιαμ του -και να παν’ να σκάσουν οι κήνσορες και το κακό μάτι…

Του παρέδωσα την δική μου «καντιανή», εσωστρεφή «έκθεση» στο σχολείο της αρρώστιας (τη δημόσια «Ροή αέρα»).

Πονεμένα ποιήματα που τα διάβασα μόνον εγώ και η επιμελήτρια του Πατάκη, η Ελένη Κεχαγιόγλου.

Ο Διονύσης μου χάρισε τα χρόνια μας που τρέχουν χύμα και που για μας, προχθές το βράδυ στο ισόγειο του ησυχαστηρίου του, σταμάτησαν πίσω από το τζάμι για να δουν πώς γίναμε -λες και δεν το ξέρουμε.

«Μόνον οι ποιητές», του είπα, «έχουν τη δύναμη να σταματάνε τα χρόνια σε μια νότα ή μια γραμμή. Αν και αμφιβάλλω, διότι η ποίηση μεταδίδει τις ίδιες της τις αυταπάτες στον αλλοπαρμένο από τον εαυτό του ποιητή».

Και πρόσθεσα πως δεν είναι όμως μόνον έτσι, γιατί, όπως διατείνεται ο Καρούζος, «γράφοντας, μη γράφοντας, το χρονικό της ύπαρξης, εκεί: μενίρ, στήλη άλατος».

Οπότε η ποίηση εορτάζεται κάθε μέρα, όσες φορές οι αλλοπαρμένοι (ποιητές) γράφουν και όσες φορές οι υπόλοιποι (αλλοπαρμένοι εξ ίσου), δεν γράφουν, εφόσον για να γράψεις πρέπει πρώτα να γράψεις και να ξέρεις πως «το χρονικό της ύπαρξης, ΕΚΕΙ: στήλη άλατος».

Η Άσπα μας καμάρωνε και οι φίλοι που ήταν στην παρέα, σα ν’ άκουγαν το: «σας γαμώ τα λύκεια» από δύο λυκειάρχες στη σύνταξη -αλλά και δεκαεξάρηδες εξίσου- από την πίσω πόρτα του χρόνου που βγάζει στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες.

Τι σκεφτόντουσαν οι φίλοι; Όχι πως αυτοί οι δυο ποιητές μπροστά τους, προηγούνται του ποιήματος -είτε γράφουν, είτε δεν γράφουν πλέον- αλλά πως αυτός ο συγκερασμός, ο συνδυασμός τέλος πάντων «ποιήματος- ποιητή» που αποκαλείται «ποίηση», είναι επιδεκτικός ειρμού. Μεταδόσιμος ακόμη και ως απουσία έργου, όπως η τρέλα.

Και να που το έργο ενός παράφρονα, (του Χαίλντερλιν ή του Αρτώ) όχι μόνο διαθέτει ειρμό, αλλά και γονιμοποιεί την ποίηση.

Μείναμε ως αργά θρηνώντας για την εποχή -έτσι κι αλλιώς κανείς δεν θα μας περιμένει. Και πώς να μην καταλήξουμε σε ό,τι μας τρώει: το χάος;

Το ποίημα (το έργο) ασφαλώς και παραπέμπει σε ένα χάος, που έχει όμως καταστεί συνεπές και προσβάσιμο.

Χάος σ’ έναν εγκέφαλο που ρυθμίζει τις μεταβλητές της γνώσης και της αίσθησης. Εγκεφαλο- ποιητής. Και τα περί «ψυχούλας» τ’ ακούω βερεσέ. Διότι αν ο φιλόσοφος δεν τολμά να γράψει ποίημα, θέλοντας να αφήσει το έργο του καθαρό και όσο γίνεται μακριά απ’ την τρέλα, ο ποιητής αντίθετα, προτιμά να αυτοκαταστραφεί, ώστε να υπογράψει το ποίημα.

Δεν θα ακολουθήσει τον επιφυλακτικό Ντερριντά: «Ποίημα στο εξής θα αποκαλείς κάποιο πάθος του ενικού στίγματος, την υπογραφή που επαναλαμβάνει τη διασπορά της, πέραν κάθε φορά του λόγου, ανθρώπινη, μετά βίας οικόσιτη, ούτε επανοικειοποιήσιμη, μέσα στην οικογένεια του υποκειμένου (…) ένα ποίημα εγώ ποτέ δεν υπογράφω».

Αντίθετα, θα το υπογράψει, όπως ο Τσέλαν, και θα καταλύσει το μέλλον του, αυτοκτονώντας όχι από αρρώστια, αλλά από ποίηση. Υποδεχόμενος τον θάνατο, εκεί, στη γέφυρα Μιραμπώ στο Παρίσι, όχι σαν αυτό που τον αφανίζει, αλλά αντίστροφα, σαν αυτό που εξαφανίζει τον ίδιο τον θάνατο.

-«Εγώ υπογράφω ακόμα ποίημα για να επιζώ», είπα του Διονύση αφήνοντας στην κρίση του, τόσο την κρίση του ποιήματος όσο και την κρίση του «σώου» των φρενών μου. «Γράφω», του είπα, «αλλά το σόου (εδώ, με όμικρον) το κρατώ κάθε Τρίτη για την εφημερίδα. Και μην θαρρείς πως μπορώ να κάνω αλλιώς», είπα. «Είμαι υποχρεωμένος να γράφω».

-«Από ποιόν», με ρώτησε, τάχα πως δεν ξέρει.

-«Από τον χρόνο», είπα. Διότι στα χρόνια που τρέχουν χύμα, όταν γράφεις, αυτό που είναι παρόν δεν σταματάει απλώς, αλλά δεν έχει καν λάβει χώρα. Έχει μάθει τι του επιφυλάσσει το παρελθόν.

-«Η σημερινή Ελλάδα, θέλεις να πεις;».

Όμως δεν θυμάμαι ποιος από τους δυο το διαπίστωσε.

Θυμάμαι όμως, πως η Κατερίνα Σακελλαροπούλου προς τιμήν της οποίας ανταμώσαμε, μας «αποτελείωσε», αναφέροντας μια «προκλητική» φράση του Νίτσε. Κλείνοντας το μάτι συγχρόνως στη γιατρό Αναστασία Κοτανίδου, είπε: «Μια μέρα πιθανόν να μάθουμε πως δεν υπάρχει τέχνη, παρά μόνον ιατρική».

ΥΓ.

Στο «Φυγή χωρίς τέλος» -κυκλοφόρησε προσφάτως- ο Γιόζεφ Ροτ έχει μια φράση που θα δικαιολογούσε νομίζω την ως άνω έκθεση: «Νιώθω ότι πρέπει να τα γράψω, για να ‘μαι σίγουρος και αύριο, ότι έγιναν στ’ αλήθεια».