Μια παράκτια πόλη στη Λατινική Αμερική, και μια χώρα ολόκληρη, σε «καθεστώς διαρκούς συναγερμού». Μια επιδημία σε πλήρη εξέλιξη και μια γυναίκα, η ανώνυμη αφηγήτρια αυτής της ιστορίας, η οποία σαρανταρίζει και προσπαθεί να βγάλει κάποιο νόημα από τη διαλυμένη ζωή της.

«Τα πάντα σάπιζαν, μαζί κι εμείς», λέει η ίδια. Από τη μια μεριά, η απτή κλιμάκωση μιας θανατηφόρας δυστοπίας και, από την άλλη, το ξεψυχισμένο σβήσιμο των διαπροσωπικών σχέσεων. «Υπήρχε κάτι ασύλληπτο, μεγαλύτερο από μας», συνεχίζει η γυναίκα, συλλογιζόμενη την εξωτερική πραγματικότητα.

Και δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε (από ένα σημείο και μετά, διότι πολλά περνούν από το μυαλό μας), αν όντως η συγκεκριμένη ηρωίδα βρίσκει ένα είδος εσωτερικής, ατομικής παρηγοριάς μες στον συλλογικό ζόφο. Μπορεί. Μπορεί και όχι. Η απόγνωση δε φωλιάζει απαραιτήτως στη χαιρεκακία. Βεβαιότητες άλλωστε δεν υφίστανται πλέον, υφίσταται μόνο η νοσταλγία για εκείνες τις βεβαιότητες, ακόμα και επινοημένες να ήταν τότε, όχι πολύ παλιά, μάλλον πρόσφατα, την εποχή της «κανονικότητας», την εποχή που η γνωστή «τάξη» του κόσμου δεν είχε ανατραπεί.

Η Ροζ γλίτσα (Mugre rosa, 2020) της 49χρονης Φερνάντα Τρίας περιγράφει προφανέστατα μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης (όπως, τηρουμένων των αναλογιών, την είδαμε να εκτυλίσσεται και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, του ιού SARS-CoV-2 και της ασθένειας Covid-19). Κρατικά μέτρα προστασίας και ασφαλείας. Έλεγχος μετακινήσεων, καραντίνα και εγκλεισμός για τους πολίτες.

Φανταστείτε όμως ότι, εν προκειμένω, έχει ήδη κυριαρχήσει στην πόλη (θα μπορούσε να είναι το Μοντεβιδέο, ή μια εναλλακτική εκδοχή του) ένα νότισμα κολλητικό και αηδιαστικό, μια υγρασία ανατριχιαστική και αποπνικτική, μια ατμόσφαιρα δυσώδης και διαβρωτική. Το νερό που βρέχει την πόλη, ιδίως κοντά στο λιμάνι της, έχει μετατραπεί σε σκοτεινό και πηχτό βούρκο. «Τα φύκια επέπλεαν σα ματωμένη βλέννα», ενώ, παράλληλα, «η ομίχλη μας τύλιγε σα λωρίδες γάζας».

Λοιπόν, αυτή η ομίχλη είναι «η άλλη όψη» του «κόκκινου ανέμου», τον οποίο προκαλεί, σηκώνει και διαχέει το φαινόμενο του Πρίγκιπα, καταπώς έχει προσδιοριστεί, το φαινόμενο που σπέρνει τον πανικό στους ανθρώπους (για ψάρια και πουλιά πλέον, ούτε λόγος, εννοείται ότι έχουν εξαφανιστεί). Διαπεραστικές σειρήνες προειδοποιούν, κάθε φορά που ο «κόκκινος άνεμος» ετοιμάζεται να σαρώσει, να φτάσει παντού. Δυνάμεις της αστυνομίας συμμαζεύουν όσους έχουν ξεμείνει στους δρόμους, γιατί το έξω είναι επικίνδυνο. «Το δέρμα ξεφλούδιζε την τέταρτη ή πέμπτη μέρα. Προηγουμένως, τα συμπτώματα έμοιαζαν με της γρίπης: αδυναμία, γενική κακουχία. Αυτά ξέραμε όλα κι όλα, εκτός από τις φήμες».

Ναι, όσοι μολύνονται, «μαδάνε, μένουνε μόνο με τη σάρκα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ένας μεροκαματιάρης οδηγός. Τα ταξί, εν τω μεταξύ, έχουν γίνει είτε «υγειονομικά» είτε «πειρατικά» και, τέλος πάντων, αντιλαμβάνεστε ότι εν γένει, με τα τρόφιμα πλέον να σπανίζουν σιγά σιγά, αλίμονο, ανθούν στην πόλη, τόσο η παραοικονομία όσο και ο μαυραγοριτισμός.

Πάντως, μες στην ευρύτερη έλλειψη (που ασφαλώς δεν είναι μόνο υλική στο βιβλίο, είναι και κατεξοχήν υπαρξιακή), αφθονεί τουλάχιστον κάτι, θα ισχυριζόταν η πολιτική ηγεσία, «μια οδοντόπαστα κρέατος», μια μάζα αμφίβολης προέλευσης, η οποία μύριζε σαν «πηγμένο αίμα», ένα μεταλλαγμένο προϊόν δηλαδή, το Κρεάριστον, που «είχε σχεδιαστεί για να φτουράει, ως άλειμμα για το ψωμί ή ως γέμιση οποιουδήποτε πράγματος».

INFO: Φερνάντα Τρίας, «Ροζ γλίτσα», μτφρ. Ιφιγένεια Ντούμη, Εκδόσεις Carnívora, σελ. 286, τιμή 16 ευρώ

Έτσι εξηγείται ο τίτλος του βιβλίου, αυτή ακριβώς είναι η «ροζ γλίτσα», την παραγωγή της οποίας η κυβέρνηση είχε φροντίσει να αυξήσει με τη δημιουργία μια νέας, βιομηχανικής, υπερσύγχρονης μονάδας (η οποία, εντάξει, στάχτη καταλήγει κι αυτή εξαιτίας μιας πυρκαγιάς). Το βραβευμένο μυθιστόρημα της Ουρουγουανής Φερνάντα Τρίας είναι πολυμετωπικό (αν εξαιρέσουμε, βεβαίως, την ίδια την επιδημία, η οποία και σε ένα προσωπικό επίπεδο ανακινεί, αναπόδραστα, το τέλμα του βίου της κεντρικής ηρωίδας).

Ο άντρας της ζωής της, ο Μαξ, δοσμένος στην αφήγηση με υπαινικτικά, αλλά μελανά χρώματα, σαν νεοφώτιστος βουδιστής, αδιάφορος και χειριστικός σύντροφος, είναι στο Νοσοκομείο, στο Τμήμα Χρόνιων Νοσημάτων, όπου βρίσκονταν «τα στατιστικώς σπάνια περιστατικά, όσοι δεν κατάφερναν ούτε να βελτιωθούν ούτε να χειροτερέψουν». Η μητέρα της, η Λεονόρ, σκληρή και ψυχρή, απόμακρη και ακατάληπτη, που δεν τη θέλησε ποτέ στ’ αλήθεια για κόρη της. «Ήταν σαν να μιλούσαμε διαφορετικές γλώσσες, χωρίς καμιά απ’ τις δύο να είναι διατεθειμένη να μάθει τη γλώσσα της άλλης». Και ο Μάουρο, ένα υπέρβαρο αγόρι, «ένα παιδί παραφουσκωμένο με το ζόρι», που η πρωταγωνίστρια έχει εσχάτως αναλάβει σαν προχωρημένη νταντά (καθώς οι πολυάσχολοι και ύποπτοι γονείς του, με το αζημίωτο φυσικά, δεν προβληματίζονται να το παρκάρουν μακριά τους για αξιοπρόσεκτα χρονικά διαστήματα). Ο Μάουρο, απρόβλεπτος μα τόσο αθώος, πάσχει από ένα «σύνδρομο» και «το μόνο που σκέφτεται είναι πότε θα ξαναφάει».

Η Ροζ γλίτσα είναι ένα μυθιστόρημα υποβλητικό ως προς το ύφος, τη γλώσσα του (την έχει θαυμάσια αποδώσει στα ελληνικά η Ιφιγένεια Ντούμη και αξίζει τον έπαινο). Η Φερνάντα Τρίας, με φόντο μια μεγάλη οικολογική καταστροφή, συνθέτει μια ανησυχαστική αλληγορία για τους μικρούς θανάτους που ξεσπούν μες στις ζωές των ανθρώπων, τους φόβους και τις απώλειές τους.