«Γεννήθηκα στο Μιλάνο, στις 30 Μαρτίου 1960, στις οκτώ η ώρα το πρωί. Το όνομα που μου δόθηκε ήταν Ομέρο, Όμηρος. Αυτό δεν άλλαξε ποτέ, σε αντίθεση με το επίθετό μου». Ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας του Ομέρο, του κρυφού γιου της Μαρίας Κάλλας του Αριστοτέλη Ωνάση.

Οι παραστατικές εικόνες που ο συγγραφέας Χρήστος Μαρκογιαννάκης δημιουργεί, κάνουν τον αναγνώστη κομμάτι του ταξιδιού του. Ένα ταξίδι αναζήτησης της ρίζας, της ταυτότητας, της αλήθειας. Ένα αφηγηματικό ταξίδι που ισορροπεί διαρκώς στην τεντωμένη κλωστή της μυθοπλασίας και της πραγματικότητας.

Το «Ομέρο, ο κρυφός γιος» από τις εκδόσεις Ψυχογιός είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τις σχέσεις γονέων – παιδιών, για την εγκατάλειψη, την αίσθηση του ανήκειν και τη μάχη μεταξύ πεπρωμένου και επιλογών.

Θα ξεκινήσω από τη ζωή στο Παρίσι. Πώς είναι;

Η ζωή στο Παρίσι είναι πολύ δημιουργική. Είναι πολύ όμορφη, παρά τα όποια προβλήματα υπάρχουν αυτή την περίοδο και λόγω της πολιτικής αστάθειας και λόγω του παγκόσμιου κλίματος. Δεν παύει το Παρίσι να είναι μια πόλη η οποία υποδέχεται τους καλλιτέχνες, υποδέχεται αυτούς που έχουν κάτι να πουν, υποδέχεται αυτούς που είναι κατατρεγμένοι από τη Μούσα.

Οι αρχαίοι Έλληνες παρουσίαζαν τις Μούσες ως εννέα όμορφες κοπέλες. Για μένα η Μούσα είναι σαν την Ερινύα. Σε κατατρέχει μέχρι να την ικανοποιήσεις, δημιουργώντας. Έτσι το νιώθω. Και με βοηθάει βέβαια αυτή η οπτική γιατί με γεμίζει με ακόμα περισσότερη διάθεση και επιμονή για να δημιουργήσω, κάνοντας πράγματα που αγαπώ.

Χρήστος Μαρκογιαννάκης

Photo Credits: Σίσσυ Μόρφη

Η απόφασή σου να φύγεις από την Ελλάδα συνδέεται και με την απόφασή σου να ασχοληθείς με τη γραφή ή αυτό έχει προηγηθεί;

Η σχέση μου με τη γραφή και την ιδιότητα του συγγραφέα προέκυψε αργότερα και τελείως τυχαία. Πήγα στο Παρίσι το 2011 με αφορμή την έρευνα για το Διδακτορικό μου στην εγκληματολογία.

Έκανα την έρευνά μου, ξεκίνησα να γράφω τη διατριβή – την οποία δεν ολοκλήρωσα ποτέ – και τότε διαπίστωσα ότι προτιμώ να γράφω με έναν τρόπο που δεν είναι στεγνά επιστημονικός. Έτσι, προέκυψαν κάποια χειρόγραφα τα οποία έμειναν στο συρτάρι μου και κυκλοφόρησαν αργότερα.

Επιλογή ή πεπρωμένο τελικά; Έχεις καταλήξει;

Δεν ξέρω, δεν έχω απάντηση. Είναι ένα ερώτημα το οποίο με απασχολεί πολύ τελευταία και είναι και ένα από τα κεντρικά θέματα του βιβλίου «Ομέρο, ο κρυφός γιος».

«Ομέρο, ο κρυφός γιος», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός

Το πρώτο σου βιβλίο κυκλοφορεί στη Γαλλία το 2017;

Ακριβώς. Ήταν μια συλλογή δοκιμίων για την αναπαράσταση των εγκλημάτων στην τέχνη, όπως ήταν και το θέμα του Διδακτορικού μου. Πήγε εξαιρετικά καλά και ήταν τότε που συνειδητοποίησα ότι προτιμώ να γράφω για εγκλήματα, παρά να ασκώ το επάγγελμα του δικηγόρου όπως έκανα μέχρι τότε στην Κρήτη όπου και διέμενα.

Έγινε το κλικ.

Έγινε το κλικ και η μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου. Αποφάσισα ότι θα παρατήσω την άσκηση της δικηγορίας και θα κάνω αυτό που αγαπώ, με όλα τα ρίσκα που αυτό ενέχει. Δεν το μετάνιωσα, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές. Γιατί δεν είναι εύκολο σε μια ξένη χώρα από το πουθενά να ξεκινήσεις κάτι χωρίς να γνωρίζεις ανθρώπους στον χώρο.

Οκτώ χρόνια μετά, είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που η απόφαση και το ρίσκο ευοδώθηκαν και είμαι full time συγγραφέας.

Συντάσσεσαι με το «όταν κάνεις κάτι που αγαπάς δεν είναι δουλειά»;

Για ‘μένα ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Όταν κάνεις κάτι που αγαπάς, το κάνεις με ακόμα μεγαλύτερο πείσμα και με ακόμα μεγαλύτερη αφοσίωση και δουλεύεις διπλά. Απλά την κούραση δεν την αισθάνεσαι τόσο.

Πώς προέκυψε ο όρος Criminart;

Είναι ένας συνδυασμός των δύο θεμάτων με τα οποία μου αρέσει να ασχολούμαι. Το έγκλημα και την τέχνη. Η αφορμή μού δόθηκε το 2010 όταν επισκέφθηκα την έκθεση του Μουσείου Ορσέ στο Παρίσι «Έγκλημα και τιμωρία».

Σκέφτηκα λοιπόν ότι μπορούσα να αναμείξω τα δύο μου ενδιαφέροντα κι έτσι επινόησα τον όρο Criminart. Αναλύω έργα τέχνης με εγκληματολογικούς όρους. Βάζω τον αναγνώστη να νιώσει μέλος μιας CSI ομάδας. Γυρίζω τον κόσμο δίνοντας ομιλίες για το συγκεκριμένο θέμα και ο κόσμος ενθουσιάζεται με τον συνδυασμό της τέχνης και του εγκλήματος.

Κάνεις όμως ένα διάλειμμα και επιστρέφεις συγγραφικά με ένα βιβλίο που δεν μοιάζει με όσα έχεις ήδη κυκλοφορήσει.

Κάνω ένα διάλειμμα από τα criminartistic δοκίμια και τα αστυνομικά μυθιστορήματα κι έρχομαι με ένα θέμα το οποίο όμως παρουσιάζει μια συνέχεια.

Η Μαρία Κάλλας, η φωνή της, η ζωή της, πάντα με συνόδευε. Στα αστυνομικά μυθιστορήματά μου, ο κεντρικός ήρωας ο αστυνόμος Χριστόφορος Μάρκου, έχει αγάπη για την Κάλλας και πολλές φορές άριες και λόγια από τις ηχογραφήσεις της βρίσκουν χώρο στις σελίδες και κατά καιρούς μάλιστα αποτελούν στοιχεία.

Η φωνή της Μαρίας Κάλλας με ακολουθεί από την παιδική μου ηλικία. Στην πορεία άρχισα να διαβάζω βιογραφίες και να ανακαλύπτω τη ζωή της. Μια ζωή που ομοιάζει με εκείνες των τραγικών ηρωίδων.

Χρήστος Μαρκογιαννάκης

Photo Credits: Σίσσυ Μόρφη

Οπότε μέσα από την αναζήτηση αυτή οδηγείσαι στο βιβλίο του Νικόλα Γκατζογιάννη «Greek Fire» με θέμα την ύπαρξη ενός παιδιού με γονείς τη Μαρία Κάλλας και τον Αριστοτέλη Ωνάση.

Υπάρχουν πολλοί που θεωρούν ότι τα πιστοποιητικά που παρουσιάζονται για την ύπαρξη αυτού του παιδιού είναι πλαστά. Δεν με αφορά η αλήθεια του γεγονότος, ήταν για εμένα έμπνευση για το βιβλίο «Ομέρο,ο κρυφός γιος». Ένα βιβλίο που ναι μεν δεν είναι αστυνομικό, αλλά έχει όμως πολλά στοιχεία νουάρ, έχει στοιχεία αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και μια εκτενή έρευνα.

Ακολουθούμε την πορεία του Ομέρο στην αναζήτηση της δικής του ταυτότητας. Παρακολουθούμε ένα παιδί το οποίο μεγαλώνει στην Ιταλία τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70 και στα 17 του ανακαλύπτει ότι οι γονείς που το μεγάλωσαν είναι θετοί και ότι οι βιολογικοί είναι δύο προσωπικότητες παγκοσμίως γνωστές και για τις οποίες δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα.

Ξεκινάει το ταξίδι του για να μάθει πληροφορίες για τους βιολογικούς γονείς του, έτσι ώστε να καταλάβει τον εαυτό του. Όπως σε όλες τις τραγωδίες έχουμε το ερώτημα του πεπρωμένου και των επιλογών.

Όπως εκφράζεται στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή: αν το να ξέρει κάποιος την αλήθεια τελικά εγγυάται ένα ευτυχισμένο τέλος ή αντίθετα αν η αλήθεια μάς οδηγεί στην καταστροφή.

Στο βιβλίο δεν γίνεται ονομαστική αναφορά ούτε στη Μαρία Κάλλας ούτε στον Αριστοτέλη Ωνάση.

Δεν υπάρχουν ονόματα για δύο λόγους. Ο Ομέρο όταν διηγείται τη ζωή του μιλάει για mamma και papà όταν αναφέρεται στους θετούς γονείς του και για μητέρα και πατέρα όταν αναφέρεται στους βιολογικούς γονείς του.

Έτσι λοιπόν, ο πρώτος λόγος που δεν υπάρχουν ονόματα στο βιβλίο είναι γιατί τα παιδιά δεν αναφέρουν τα ονόματα των γονιών τους όταν αναφέρονται σε αυτούς. Ο δεύτερος λόγος ήταν γιατί ήθελα να γράψω μια ιστορία η οποία πέρα και πάνω από τα δύο διάσημα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται, είναι μια ανθρώπινη ιστορία.

Είναι ο αγώνας ενός παιδιού να καταλάβει τον εαυτό του, τη σχέση με τους γονείς του και να ανακαλύψει πού ανήκει.

Photo Credits: Σίσσυ Μόρφη

Η αίσθηση του ανήκειν, που στο βιβλίο διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, είναι κι ένα δικό σου ζητούμενο;

Ζω και δημιουργώ σε μία ξένη χώρα. Παρόλο που στη Γαλλία αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στο σπίτι μου, δεν παύω να είμαι ξένος. Υπάρχουν τρόποι να στο δείξουν, να σε κάνουν να το αισθανθείς, πάντα με τον πολύ ευγενικό τους τρόπο.

Όταν για παράδειγμα λες κάτι με το οποίο Γάλλος συνομιλητής σου δεν συμφωνεί, αμέσως σου απαντά «δεν καταλαβαίνεις γιατί δεν έχεις μεγαλώσει εδώ, δεν είσαι Γάλλος».

Πλέον, το ίδιο μου συμβαίνει συχνά και στην Ελλάδα. Επομένως θεωρώ τον εαυτό μου έναν κοσμοπολίτη Ευρωπαίο. Νιώθω ότι ανήκω παντού και πουθενά και παράλληλα ψάχνω να βρω πού ανήκω. Είναι ανθρώπινο.

Θέμα επίκαιρο και σε πολλές περιπτώσεις τραυματικό.

Ο ξεριζωμός, είτε είναι εκούσιος είτε πολύ περισσότερο όταν είναι ακούσιος, δημιουργεί τραύματα. Ως τέτοιο αποτυπώνεται και στην ιστορία του Ομέρο. Παρακολουθούμε ένα παιδί που μεγάλωσε -θεωρητικά- σε μια ευτυχισμένη οικογένεια, να αισθάνεται την ύπαρξη ενός μεγάλου τραύματος όταν μαθαίνει την αλήθεια για την καταγωγή του.

Από αυτό το τραύμα προσπαθεί να λυτρωθεί, αναζητώντας τις ρίζες του και τελικά την αλήθεια.

Άραγε αν δεν μάθαινε την αλήθεια θα ένιωθε κατ΄αυτόν τον τρόπο;

Αναρωτιέμαι είναι σώφρον να περάσει κανείς σαράντα χρόνια της ζωής του κυνηγώντας τη φαντασίωση των ιδανικών γονιών που δεν έχει ζήσει ή πρέπει να κλείσει το κεφάλαιο και να προχωρήσει με όσα του έχουν προσφέρει οι θετοί γονείς του, λέγοντας «θα γίνω ο δικός μου άνθρωπος»; Είναι και θα παραμείνει ερώτημα χωρίς απάντηση. Ένα ερώτημα οικουμενικό.

Δεν υπάρχει σωστή ή λανθασμένη απάντηση.

Ακριβώς. Ο καθένας δίνει τις δικές του απαντήσεις και μεγαλώνοντας ενδεχομένως οι απαντήσεις αυτές να αλλάζουν.

Τα ακούσματα της Μαρίας Κάλλας είναι στη ζωή σου από πολύ μικρή ηλικία. Πώς συμβαίνει αυτό; Ποιος είναι ο άνθρωπος που σε μυεί στον κόσμο της;

Από 9 ετών. Όπως πολλά παιδιά της γενιάς μου, τα καλοκαίρια κάναμε φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Οι γονείς και ο αδερφός μου είχαν πάει διακοπές κι εγώ είχα μείνει για τα μαθήματα στο Ηράκλειο μαζί με τη γιαγιά μου, τη Σάσα Αλεξάνδρα.

Έπαιζα με τους δίσκους και ανακάλυψα έναν, το εξώφυλλο του οποίου υπάρχει ως περιγραφή στο βιβλίο. Η γιαγιά μου έβαλε να τον ακούσω. Ήταν οι πιο διάσημες άριες της Μαρίας Κάλλας. Μαγεύτηκα από τη φωνή και από τον τρόπο που μου μιλούσε η γιαγιά μου για εκείνη.

Έλεγε ότι είναι το αηδόνι που το κατέστρεψε ο Ωνάσης. Αυτό το στερεότυπο υπάρχει και ενδεχομένως όταν ξεκίνησα την έρευνά μου να είχε μείνει στο πίσω μέρος του μυαλού μου.

Χρήστος Μαρκογιαννάκης

Photo Credits: Σίσσυ Μόρφη

Δεν ήταν όμως έτσι ακριβώς τα πράγματα. Σωστά;

Πολύ σωστά. Δεν υπάρχει μαύρο και άσπρο. Αυτό το έμαθα και από τη νομική και από τη δικηγορία, ότι τα πράγματα έχουν πολλές αποχρώσεις του γκρι. Θα δει και ο αναγνώστης ότι και ο Ομέρο ξεκινάει με την ιδέα της τέλειας μητέρας και του κακούργου πατέρα και σιγά σιγά ανακαλύπτει ότι δεν είναι ούτε τέρατα, ούτε άγιοι.

Οι γονείς του είναι άνθρωποι που κάνουν λάθη, που έχουν αδυναμίες. Ανακαλύπτοντας την αλήθεια προσπαθεί να τους συγχωρήσει.

Να ξεκαθαρίσουμε ότι πρόκειται μυθοπλασία.

Η Κάλλας και ο Ωνάσης υπάρχουν μέσα στο βιβλίο, όπως και άλλοι πρωταγωνιστές, παρά την έλλειψη των ονομάτων. Ο μίτος ξετυλίγεται όμως από τον Ομέρο. Πρόκειται για μυθοπλασία, δεν πρόκειται ούτε για βιογραφία, ούτε για επιστημονικό κείμενο.

Ο Ομέρο είναι ένα πλάσμα της φαντασίας μου, αν και πολλές φορές ο αναγνώστης -κι αυτό το έχω κάνει σκόπιμα- δεν μπορεί να ξεχωρίσει πού ξεκινάει η μυθοπλασία και πού σταματάει η φαντασία και η πραγματικότητα.

Διάβασα μια δήλωσή σου στην οποία ανέφερες ότι η έμπνευση δεν χρειάζεται βεβαιότητες.

Σαφώς και όχι. Αρκεί μια λέξη, ένα τραγούδι, μια κίνηση. Δική μου έμπνευση ήταν αυτό το παιδί (είτε υπήρξε, είτε όχι) και η ζωή που μυθοπλαστικά ζει δεν είναι πραγματικότητα, αλλά έρχεται από πολύ μεγάλα βάθη της ψυχής και της φαντασίας μου και εύχομαι να αγγίξει τους αναγνώστες.

«Χάρη στους γονείς μου, εξαιτίας των γονιών μου ή παρά τους γονείς μου», διαβάζει κανείς στις πρώτες σελίδες του βιβλίου δια στόματος Ομέρο. Είναι τα χρόνια και οι εμπειρίες που οδηγούν από το χάρη και το εξαιτίας στο παρά; Έχεις μπει εσύ σε αυτή τη διαδικασία; Έχεις νιώσει τη μετάβαση;

Ξεκίνησα να μπαίνω σε αυτή τη διαδικασία όταν έφυγα από την Ελλάδα, όταν άφησα μια καλά στρωμένη δουλειά στο οικογενειακό δικηγορικό γραφείο και πήγα σε μια χώρα τη γλώσσα της οποίας δεν μιλούσα και δεν γνώριζα κανέναν.

Ξαφνικά βρέθηκα τελείως μόνος μου σε ένα άγνωστο περιβάλλον και χωρίς να το ξέρω τότε, αλλά τώρα το βλέπω, για να γίνω αυτός που είμαι σήμερα. Αυτός που ήταν πεπρωμένο μου να γίνω; Που ήταν επιλογή; Και πάλι δεν έχω την απάντηση.

Πώς δέχθηκε η οικογένειά σου τη δική σου νέα αρχή προς το άγνωστο στο Παρίσι;

Δεν ήταν εύκολο και τους καταλαβαίνω τώρα, παρόλο που δεν έχω αποκτήσει παιδιά. Μεγαλώνεις παιδιά και θεωρείς ότι τους προσφέρεις όλα τα πράγματα που εσύ ενδεχομένως στερήθηκες προκειμένου να γίνουν αυτό το οποίο εσύ φαντάζεσαι ότι θέλουν να γίνουν.

Έτσι, όταν τα παιδιά παίρνουν την αυτονομία τους και έπειτα την ανεξαρτησία τους, μπορεί οι γονείς να το βιώσουν ως προδοσία. Δεν μετάνιωσα στιγμή για τις αποφάσεις μου. Οι οικογενειακές σχέσεις δεν είναι ποτέ εύκολες, το βλέπουμε ξεκάθαρα και στο βιβλίο.

Photo Credits: Σίσσυ Μόρφη

Στη Γαλλία το «Ομέρο, ο κρυφός γιος» έχει γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Το περίμενες;

Το περίμενα και δεν το περίμενα. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία στη Γαλλία και κριτική και εμπορική γιατί το γαλλικό κοινό αγαπά πολύ τη Μαρία Κάλλας, αγαπά και την Ελλάδα.

Η σχέση της Γαλλίας με την Κάλλας ήταν μια σχέση αμοιβαίας αγάπης, γιατί μην ξεχνάμε ότι εκείνη επέλεξε να ζήσει στη χώρα αυτή. Από τα χρόνια που πέρασε στη Γαλλία είχε μόνο καλές αναμνήσεις, σε αντίθεση με την Ελλάδα, την Ιταλία και την Αμερική.

Ο Ομέρο αξιολογεί πόλεις, χώρες, πρόσωπα ανάλογα με το πώς έχουν φερθεί στη μητέρα του. Λέει λοιπόν ότι η Γαλλία ήταν η χώρα που της επέτρεψε να ζήσει ήρεμα.

Είσαι χαρούμενος;

Είμαι πολύ χαρούμενος που κάνω αυτό που αγαπώ. Είμαι πολύ χαρούμενος που υπάρχουν άνθρωποι που το εκτιμούν. Υπάρχουν φυσικά και πολύ μεγάλες στιγμές ανασφάλειας, στιγμές που αναρωτιέμαι αν αξίζω αυτή την αγάπη κι αν αξίζω να υπηρετώ αυτή την τέχνη.

Όταν φεύγουν οι σκιές, συνεχίζω να αισθάνομαι χαρούμενος και τυχερός.

«Αυτό που μετράει είναι τι αποφασίζεις να κάνεις με τη ζωή σου. Πώς διαχειρίζεσαι επιλογές και τραύματα. Σαφώς και ένα όνομα δεν είναι παρά μία λέξη», διαβάζουμε στις σελίδες του βιβλίου σου.

Ο Ομέρο διεκδικεί το όνομα που θεωρεί ότι στερήθηκε στη γέννα. Διεκδικεί αυτή την ταυτότητα, η οποία είναι κομμάτι του ονόματος μιας δυναστείας.

Φτάνει να αναρωτιέται αν ήταν ευτυχισμένοι αυτοί οι άνθρωποι κι αν το όνομά τους ήταν βάρος παρά ευλογία. Το ζήτημα του ονόματος είναι και για μένα προσωπικά σημαντικό και γι’ αυτό ζω σε μια χώρα όπου δεν ήξερε κανένας το όνομά μου.

Και τελικά είμαι εγώ η οικογένειά μου, είμαι εγώ το όνομά μου και δεν με κρατάει αιχμάλωτο, αλλά είναι συνδεδεμένο με κάτι που αγαπώ και είναι συνδεδεμένο με το γαλλικό κοινό με κάτι που είναι δημιουργικό.

*Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μαρία Κάλλας (Μητροπόλεως 44, Αθήνα).