Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη και η μαζική διαδήλωση της 28ης Φεβρουαρίου αποκάλυψαν ότι έχει συντελεστεί μια βαθύτερη αλλαγή στο κοινωνικό και πολιτικό σώμα. Η δυσαρέσκεια δεν ξεκίνησε με τα Τέμπη, εκεί όμως φάνηκε η ένταση ενός ρήγματος που υπέβοσκε. Σε μια εποχή όπου η εμπιστοσύνη στη διακυβέρνηση και στους θεσμούς έχει κλονιστεί, το κενό ανάμεσα στους πολίτες και την εκπροσώπησή τους μοιάζει πιο ευδιάκριτο από ποτέ.
Αυτή η κρίση δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες αστοχίες. Αποτυπώνει δομικές αδυναμίες που κληρονομήθηκαν από τη μεταπολίτευση, παρά το γεγονός ότι μέσα στα χρόνια έγιναν ορισμένες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και καταγράφηκαν στιγμές λογοδοσίας. Ωστόσο, ο κρατικός μηχανισμός εξακολουθεί να λειτουργεί συχνά ως εργαλείο εξουσίας δίχως να έχει υποβληθεί σε μια διαρκή, βαθιά ανανέωση. Γι’ αυτό, όσο οι κοινωνικές αλλαγές τρέχουν με ταχείς ρυθμούς και οι θεσμοί δεν προσαρμόζονται ανάλογα, έτσι θα διατηρούν τις παθογένειες που απογοητεύουν πολίτες κάθε ηλικίας.
Το χάσμα ανάμεσα στον πολίτη και τις μορφές πολιτικής εκπροσώπησης διογκώνεται ακριβώς επειδή οι υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις αδυνατούν να προσφέρουν καινοτομία. Η κρίση αυτή δεν αφορά μόνο πρόσωπα ή κόμματα αλλά είναι κρίση ενός ολόκληρου μοντέλου διακυβέρνησης. Η κοινωνία αλλάζει, όμως το πολιτικό σύστημα μοιάζει να στέκει ακίνητο, επιμένοντας σε πρακτικές που μιμούνται παρελθοντικές συνταγές. Έτσι, αντί να πείθει για τις προοπτικές του μέλλοντος, εκπέμπει στασιμότητα και κούραση.
Η τραγωδία των Τεμπών αποκάλυψε με τον πιο δραματικό τρόπο τις αδυναμίες αυτές. Η πολιτεία δεν προστατεύει επαρκώς, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί δεν λειτουργούν αξιόπιστα, οι πολίτες ανησυχούν πως ζουν σε μια χώρα όπου κανείς δεν παίρνει την ευθύνη. Η οργή και η θλίψη εξελίχθηκαν σε μια τεράστια κινητοποίηση, που σηματοδότησε ένα τέλος εποχής: την εκπνοή του παλιού πολιτικού συστήματος, όπως πολλοί το γνώριζαν μετά τη μεταπολίτευση. Παρομοίως, όπως το Πολυτεχνείο προμήνυε την πτώση της δικτατορίας και οδήγησε στη δημοκρατική αλλαγή, έτσι και τα Τέμπη θεωρούνται από πολλούς ως κραυγή για μια μετά-μεταπολίτευση.
Το αίτημα για νέες διακηρύξεις και νέα πολιτικά οράματα προβάλλει επιτακτικά. Οι πολίτες απαιτούν πολιτικές μορφές που θα αφουγκράζονται τις προκλήσεις του σήμερα: την ανασφάλεια στην εργασία, την πίεση της τεχνολογικής εξέλιξης, τις περιβαλλοντικές απειλές, την ποιότητα της εκπαίδευσης και της υγείας. Η ανακύκλωση χιλιοειπωμένων υποσχέσεων ή παραδοσιακών ιδεολογικών διαφορών δεν συγκινεί πια όσους ζητούν κάτι ουσιαστικότερο. Είναι ξεκάθαρο ότι η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει εάν δεν αντιμετωπίσει με γενναίο τρόπο αυτήν την κρίση εμπιστοσύνης.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι απλώς «ποιος» θα αναλάβει τη διακυβέρνηση, αλλά με «ποια» εργαλεία και «ποιες» δικλίδες ελέγχου. Ο ρόλος των πολιτών δεν μπορεί να περιορίζεται στη συμμετοχή κάθε εκλογική περίοδο. Η εποχή απαιτεί μεγαλύτερη ενεργή παρουσία, διαρκή διαβούλευση, θεσμούς που ενθαρρύνουν τον έλεγχο από τη βάση και που δίνουν φωνή σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Μια τέτοια αλλαγή επιβάλλει επαναπροσδιορισμό της σχέσης κοινωνίας–κράτους, ξεπερνώντας τις αγκυλώσεις που κρατούν τον πολίτη σε ρόλο «πελάτη» ή απλού θεατή.
Οι μαζικές κινητοποιήσεις που προέκυψαν μετά τα Τέμπη φωτίζουν μια βαθιά ανάγκη για ανασχεδιασμό της πολιτικής ζωής. Ορισμένοι μιλούν για παντελή ρήξη με τις παλιές δομές, άλλοι για εξελικτικές μεταβάσεις που θα επιτρέψουν στη δημόσια διοίκηση να εκσυγχρονιστεί. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το βέβαιο είναι ότι η αδρανής συνέχεια του ίδιου μοντέλου δεν πείθει. Η κοινωνία ζητά σύγχρονες εγγυήσεις, νέους θεσμούς που θα εμφυσήσουν εμπιστοσύνη και θα τιμούν την ευθύνη για την οποία προορίζονται.
Το αν θα υπάρξει ένα «κόμμα του αύριο», με την έννοια μιας πολιτικής οντότητας ικανής να ενσωματώσει αυτές τις νέες απαιτήσεις, μένει να φανεί. Η αγωνία αποτυπώνεται έντονα και στα κοινωνικά δίκτυα και στις πλατείες: οι άνθρωποι δεν ζητούν ένα ακόμα σύνθημα, αλλά κάτι ρεαλιστικό που θα μεταμορφώσει τις δομές και τον τρόπο λήψης αποφάσεων. Διαφαίνεται η ανάγκη για ριζικές τομές και ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας, ώστε το παλιό μοντέλο της δοτής αυθεντίας να δώσει θέση στη λογοδοσία, στον σεβασμό και τη συλλογική ενεργοποίηση.
Το δυστύχημα στα Τέμπη, επομένως, δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός. Συμπύκνωσε την αίσθηση ότι ένα σύστημα φθάνει στο όριό του. Όπως κάποτε το Πολυτεχνείο, έτσι και τώρα τα Τέμπη μοιάζουν να θέτουν ένα ορόσημο. Δείχνουν ότι η σημερινή γενιά δεν αντέχει πια έναν κρατικό μηχανισμό που αντιμετωπίζει τον πολίτη ως αριθμό και τον θυμάται όποτε έχει κάτι να κερδίσει. Από εκεί πηγάζει η αδήριτη ανάγκη για ανανέωση και ανασυγκρότηση – όχι με εμμονή σε μονοδιάστατες ιδεολογικές γραμμές, αλλά με ανοιχτές δομές που επιτρέπουν στον πολίτη να συμμετέχει, να ελέγχει και να συνδιαμορφώνει.
Ίσως εδώ βρίσκεται και η ουσία της μετάβασης: η ποιότητα της εκπροσώπησης καθορίζει το κατά πόσο μια χώρα μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σήμερα. Η ανεπάρκεια των υπαρχόντων πολιτικών σχημάτων φανερώνει ότι δεν αρκεί μια επιφανειακή αλλαγή φρουράς αλλά χρειάζεται βαθύς αναπροσδιορισμός όσων θεωρούμε δεδομένα για τη σχέση πολίτη–εξουσίας.
Τα Τέμπη, με όλη τη δραματική τους φόρτιση, ανέδειξαν ότι μια νέα σελίδα απαιτείται. Και αυτή η σελίδα δεν θα γραφτεί από τα ίδια χέρια που έχτισαν το άδικο, αλλά από μια κοινότητα πολιτών που διεκδικεί έναν πιο ουσιαστικό ρόλο στο δημόσιο πεδίο. Οι συνθήκες για το «μετά» φαίνεται πως έχουν ήδη ωριμάσει. Το ερώτημα είναι αν θα αξιοποιηθούν ή αν θα ξεχαστούν στη ροή των επόμενων γεγονότων.
Ο κύριος Κωστής Κατσανέβας είναι οικονομολόγος.