Δεν ξέρω αν θυμάστε πριν κάποια χρόνια, όταν και ετοιμαζόταν η μετακόμιση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από το κέντρο της πόλης στον χώρο του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, μια διαφήμιση που συνέκρινε το μέγεθος ευρωπαϊκών πρωτευουσών με βάση την ύπαρξη ή μη σκηνής όπερας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη σύγκριση της Αθήνας με το Ταλίν της Εσθονίας, το οποίο αν και είχε το ένα δέκατο του πληθυσμού σε σχέση με την ελληνική πρωτεύουσα είχε όπερα, ενώ η δεύτερη περιοριζόταν στη «μικρή» σκηνή Ολύμπια.

Πλέον η Αθήνα διαθέτει έναν αξιοπρεπή χώρο για τη Λυρική της, που της επιτρέπει να απολαμβάνει μεγάλες παραγωγές και τα σημαντικότερα έργα του ρεπερτορίου. Κι αν πήρε σχεδόν έναν αιώνα στην πρωτεύουσα να φτάσει σ’ αυτό το σημείο, μοιάζει παράδοξο που χρειάστηκε ακόμα περισσότερο για να αποκτήσει καν λυρική σκηνή. Σε αντίθεση με το Πανεπιστήμιο και το Θέατρο, το λυρικό ρεπερτόριο έπρεπε να περιμένει ως το 1940, όταν και στις 5 Μαρτίου παίχτηκε το πρώτο έργο με το οποίο εγκαινιάστηκε το μοναδικό ελληνικό λυρικό θέατρο. Επρόκειτο για μια οπερέτα, τη «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους.

Η επιλογή δεν θα ήταν, φαντάζομαι, άσχετη με τη συγκυρία του καρναβαλιού, που όπως και η Σαρακοστή, δεν κάνει χωρίς Μάρτη. Στη «Νυχτερίδα», όπως αρμόζει σε μια γνήσια οπερέτα, μια καρναβαλική μεταμφίεση θα προκαλέσει ένα σωρό κωμικών παρανοήσεων. Τι καλύτερο θέμα για την κοσμική Αθήνα, που δονούνταν στον ρυθμό των αποκριάτικων πάρτι. Καντάδες, έρωτες, φλερτ, παρεξηγήσεις και κωμικές ανατροπές δημιουργούν ένα ανέμελο κλίμα που εισάγει το κοινό στο λυρικό ρεπερτόριο, διευρύνοντας τις θεατρικές προσλαμβάνουσές του.

Όλα καλά έως εδώ. Έχει ενδιαφέρον να δούμε με ποιον ειρωνικό τρόπο η παγκόσμια ιστορία διαπλέκεται με την μικρή πολιτιστική ιστορία μιας χώρας. Την ώρα που η Αθήνα εισάγεται στον κόσμο της οπερέτας, ένας παγκόσμιος πόλεμος με αμέτρητα θύματα κυοφορείται. Πώς άραγε να αισθανόταν το κοινό που απολάμβανε τις κωμικές περιπέτειες του κόσμου της «Νυχτερίδας» τη στιγμή που τα μαύρα σύννεφα ήδη πύκνωναν πάνω από τη Γηραιά Ήπειρο;

Το ερώτημα είναι φυσικά ρητορικό. Αρκεί να σημειώσουμε ότι το βράδυ που οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, ο μεγάλος ποιητής (και διπλωμάτης) Γιώργος Σεφέρης λέγεται ότι γύριζε ελαφρώς μεθυσμένος σπίτι του, με την έντονη επιθυμία να διαβάσει τα ποιήματα του Καισάριου Δαπόντε, ενός μάλλον ξεχασμένου ποιητή και χρονικογράφου του 18ου αιώνα.

Κάποιος αυστηρός παρατηρητής των ανθρώπινων πραγμάτων θα έβλεπε εδώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς η τέχνη και η κουλτούρα γενικότερα καταφέρνουν να κουκουλώσουν τη ζοφερή κατάσταση της κοινωνικής πραγματικότητας. Κάποιος άλλος ακόμα πιο απαισιόδοξος θα μπορούσε να δει την παρακμή του αστικού πολιτισμού, που ενώ τα κανόνια ετοιμάζονται, αυτός αρέσκεται σε χαριεντισμούς στα φουαγιέ.

Μια άλλη προσέγγιση ωστόσο είναι εφικτή. Λίγο πριν το κώνειο, ο Σωκράτης μάθαινε μια καινούρια μελωδία στον πλαγίαυλο, ένα μουσικό όργανο πρόδρομο του φλάουτου. Όταν ρωτήθηκε σε τι θα του χρησίμευε, δεδομένου ότι σε λίγο δεν θα ζούσε καν, απάντησε ψύχραιμα ότι ήθελε να την ξέρει πριν πεθάνει. Η τέχνη έχει αυτή ακριβώς τη δύναμη – αν τη χειριζόμαστε σωστά: τη στιγμή που ακριβώς μοιάζει άχρηστη να έχει την ικανότητα να μας προσφέρει ένα είδος γαλήνης. Υπό αυτή την έννοια, ποτέ δεν είναι περισσότερο χρήσιμη μια οπερέτα παρά λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος.