Οι κώδικες της κοινωνίας μας, αυτοί που ρυθμίζουν τα αντιληπτικά της σχήματα και τις αξίες, παγιώνουν για τον καθέναν από εμάς, τον τρόπο με τον οποίο θα σκεφτεί τον εαυτό του και θα υπάρξει.

Από την άλλη πλευρά, ο καθένας μας επιλέγει ωθούμενος από την ανάγκη και τον ψυχισμό του, το πώς θα επεξεργαστεί την κοινωνική του σήμανση, την ταξική του θέση και τη στοχοθεσία που θέτει κάθε φορά. Τι θέλει; Αν μπορεί να το θέλει; Τι είναι αυτό; Τι είναι γι’ αυτόν;

Η επιλογή θα προϋπέθετε ένα και μόνο κριτήριο: υψηλό φρόνημα! Ένα καλλιεργημένο, αδέσμευτο και ευαίσθητο μυαλό.

Τι κάνει η κοινωνία γι’ αυτά; Πόσο οι διανοούμενοι και κυρίως οι πολιτικοί με την ελάχιστη ενσυνείδηση του τι είναι οι ίδιοι -Κράτος και συγχρόνως βαθύ Κράτος- βυθίζουν στα μπάζα την κοινωνία και σκοτώνουν τα μυαλά;

Η τραγωδία στα Τέμπη έδειξε τις παραλλαγές αυτής της δράσης: για τους υπεύθυνους, τη συγκάλυψη. Για τους συγγενείς και όλη την άλλη Ελλάδα, την αποκάλυψη τώρα.

Για τον Πρωθυπουργό, όμως, και μια δήλωση που θα μείνει: ότι «η χώρα έδειξε το πιο άσχημό της πρόσωπο στον καθρέφτη». Ποιον άλλον όμως, αντανακλά ο καθρέφτης στις «Ακόλουθες» του Βελάσκεθ από τον ηγεμόνα;

Αλλά όλα αυτά τα έλεγε έως την Παρασκευή.

Διότι ό,τι συνέβη την ημέρα εκείνη, ήταν για όλους ένα τεστ κοπώσεως που έδειξε φανερά το αδιέξοδο για τους ιθύνοντες, αλλά και τη δύναμη για το ένα εκατομμύριο συμπολιτών στο δρόμο.

Ο κόσμος στους δρόμους ανασυστήθηκε πολιτικά ως προϊστάμενος και υπαρξιακά ως εαυτός. Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν θέση, ώστε να μην επιστρέψουν στη θέση τους; Γίνεται;

Άνθρωποι σαν τον Γιώργο Χειμωνά, που κηδέψαμε τέτοια μέρα πριν εικοσιπέντε χρόνια, μας έδειξε τα «μονοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά»: τη μουσική, τη λογοτεχνία, τον αγώνα με τον εαυτό και τους άλλους, «τη βοή της ρητορείας της θάλασσας».

Ο Χειμωνάς εξοστρακίσθηκε γιατί ήταν σαν τον ξυλοκόπο του Χάιντεγκερ που γνώριζε αυτά τα μονοπάτια. Αν εξαιρέσεις λίγους αναγνώστες, δεν διαβάστηκε όπως θα έπρεπε.

Ο Χειμωνάς ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που τον έκανε η καλλιέργειά του και η ομορφιά του. Ήταν αυτός που ανέδειξε το κενό μέσα στο οποίο μπορεί κανείς πλέον να σκεφτεί. Κενό από την αλληλοαναίρεση δύο εαυτών και δύο νοοτροπιών: του νευρολόγου και του συγγραφέα, του νάρκισσου και του ταπεινωμένου, του λαϊκού και του αριστοκράτη.

Αυτό το κενό γέμισε, τόσο με τον επιστημονικό του λόγο, όσο και με την πεζογραφία του δημιουργώντας εκεί ένα «τρίτο είδος» ανθρώπου, όπως η «Χώρα» στον πλατωνικό «Τίμαιο». Δείχνοντας έτσι, το τέλος του ανθρώπου, όπως τον ξέρουμε, αλλά και την εμφάνιση ενός άλλου.

Κάποιου, που δεν μπορούμε να τον διανοηθούμε, γιατί η συνθήκη της επιβίωσής μας δεν το επιτρέπει. Ο Χειμωνάς πέθανε, διότι το
«πείραμά» του απέτυχε. Ο Άλλος άνθρωπος υπήρξε άπαξ: ήταν ο ίδιος. Ένας Έλληνας Ρεμπώ.

Πηγή: Υπουργείο Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.

«Ο συγγραφέας», έγραφε, «δεν είναι δημιουργός, δημιουργείται ακατάπαυστα από τους άλλους. Όταν χρειαστεί να τους ικετεύσει για να έρθουν, για να μη φύγουν, επειδή ξέρει πως δεν θα τους πείσει, τους καρατομεί και τους πενθεί σε όλη του την ζωή».

Αυτή τη φράση του ποιος και πώς την καταλαβαίνουμε;

Την τελευταία φορά που τον αντάμωσα, πριν φύγει από την Ελλάδα για να πάει να πεθάνει σαν το θυμωμένο ζώο στο Παρίσι, μου χάρισε μια ακατάληπτη μαύρη ζωγραφιά του με μολύβι. Κάτι σαν ένας πλανήτης σε φόντο λευκό. «Αυτός είμαι εγώ Γιώργο», μου είπε.