Η ώρα ήταν 12:30. Λίγα λεπτά πριν η Μαρία Καρυστιανού, η μητέρα της αδικοχαμένης Μάρθης, είχε μόλις κατέβει από την εξέδρα, ολοκληρώνοντας τον κύκλο των συγκινημένων ομιλητών. Ο κόσμος χειροκροτούσε παρατεταμένα και απαιτούσε δικαιοσύνη – άηχα ή φωναχτά.
Ορισμένοι από τους διαδηλωτές άρχιζαν ν’ αποχωρούν από το Σύνταγμα. Έλεγαν πως ήταν εκεί από τις 10:00 το πρωί για να θρηνήσουν άλλη μια φορά τους 57 νεκρούς της τραγωδίας στα Τέμπη, για να ζητήσουν δύο χρόνια μετά την αλήθεια. Και μια άλλη Ελλάδα. Σιγοψιθύριζαν πως ήθελαν να προλάβουν να φύγουν πριν αρχίσουν τα επεισόδια. Έδειχναν βέβαιοι πως ούτε αυτή τη φορά θ’ αποτραπούν. Ανησυχούσαν.
Όσοι κι αν έφευγαν η μεγάλη εικόνα δεν άλλαζε δραματικά. Ούτε ο τεράστιος όγκος του πλήθους μειωνόταν. «Ο κόσμος αγγίζει το εκατομμύριο» είχε εκτιμήσει λίγο νωρίτερα στο ΒΗΜΑ έμπειρος πολιτικός παράγοντας με μακρά διαδρομή και εμπειρία σε συγκεντρώσεις προηγούμενων δεκαετιών, ο οποίος και βρέθηκε ακομμάτιστα στο κέντρο της Αθήνας.
Πολλοί από τους διαδηλωτές μετακινούνταν προς το πάνω μέρος της πλατείας και προς τη Βουλή. Κυρίως άτομα μικρότερων ηλικιών, έφηβοι ή λίγο μεγαλύτεροι, που φώναζαν υβριστικά συνθήματα κατά του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Πότε άρχισαν τα επεισόδια
Στις 12:45 η πρώτη εστία φωτιάς επί της λεωφόρου Αμαλίας και ο μαύρος καπνός προμήνυε το τι θ’ ακολουθήσει μέσα στα επόμενα λεπτά. Τάχιστα ξέσπασαν τα επεισόδια.
Μαυροντυμένοι κουκουλοφόροι και κρανοφόροι άνοιγαν μεγάλες σακούλες κι εφοδιάζονταν με δεκάδες μολότοφ. Είχαν μαζέψει και «πολεμοφόδια», σπάζοντας μάρμαρα από τον δρόμο. Ετοιμάζονταν, όπως φαινόταν, για τη μάχη που θ’ ακολουθούσε με τα ΜΑΤ και τις δυνάμεις καταστολής που περιφρουρούσαν το Κοινοβούλιο.
Ορισμένοι τούς ούρλιαζαν «περιμένετε, υπάρχει κόσμος ακόμα». Σε ελάχιστα λεπτά ο περιβάλλων χώρος του Κοινοβουλίου, παράλληλα με τη Βασιλίσσης Σοφίας, μετατράπηκε σε άγριο πεδίο μάχης. Οι εύζωνοι αποχώρησαν από τις σκοπιές του για παν ενδεχόμενο.
Δεκάδες μολότοφ εκτοξεύονταν κατά ριπάς προς τους αστυνομικούς, βεγγαλικά έσκαγαν στον αέρα. Πύρινες εστίες ξεπηδούσαν κάθε φορά που μια αυτοσχέδια βόμβα πετύχαινε τον στόχο της.
Οι αστυνομικοί, που ως τότε τους παρακολουθούσαν τους κουκουλοφόρους να οργανώνονται και δεν ήθελαν να τους «ενοχλήσουν», ανταπάντησαν με χημικά και δική τους επιδρομή προς τα κάτω. Τους απώθησαν αρχικά, αλλά γρήγορα οι περίφημοι άγνωστοι πλην γνωστοί επανήλθαν για να τους προκαλέσουν ξανά. Οι αστυνομικοί μαζεύτηκαν προτού επιτεθούν και πάλι.
Ο υπόλοιπος κόσμος παρακολουθούσε από κοντά, πολύ κοντά. Κατέγραφε τα όσα συνέβαιναν και διαμαρτυρόταν για την κυβέρνηση. Άλλοι πανηγύριζαν κι άλλοι χαρακτήριζαν εγκάθετους προβοκάτορες όσους έσπευσαν να επιτρέψουν τη διάσπαση των συγκεντρωμένων. Μιλούσαν και για προκλήσεις ένστολων έναντι απλών διαδηλωτών. Όταν η ατμόσφαιρα άρχισε να γίνεται αποπνικτική, οι περισσότεροι άρχισαν να φεύγουν προς την κάτω πλατεία, τη Φιλελλήνων, τη Μητροπόλεως και την Ερμού.

Τα χημικά των αστυνομικών στους διαδηλωτές
Τα επεισόδια είχαν μεταφερθεί μπροστά από τα μεγάλα ξενοδοχεία της Βασιλέως Γεωργίου. Οι διμοιρίες είχαν απομακρύνει τους ταραξίες και οι οδομαχίες συνεχίζονταν με άλλο επίκεντρο πλέον. Οι κρότου λάμψης διέκοπταν τα διαρκή συνθήματα του πλήθους που παρέμενε με σθένος στο Σύνταγμα και στους γύρω δρόμους. Οι διαδηλωτές δεν έφευγαν σε καμία περίπτωση, περίμεναν την εκτόνωση της άγριας κατάστασης.
Οι αστυνομικοί όμως δρούσαν πια ανεξέλεγκτα κι εμφανώς επεδίωκαν με κάθε τρόπο τη λήξη της συγκέντρωσης. Ξαφνικά μια διμοιρία έκανε έφοδο προς τη γεμάτη Φιλελλήνων. Αναίτια, απροκάλυπτα και σ’ ένα κομμάτι που βρίσκονταν μονάχα πολίτες κι όχι κουκουλοφόροι πέταξαν χημικά. Πολλά χημικά.
«Τι κάνετε, τι κάνετε;» ακούστηκε επαναλαμβανόμενα. Αναγκαστικά ο κόσμος υποχώρησε άτακτα. Μεταξύ του πλήθους πολλά παιδιά και ΑμεΑ. Στα πεζοδρόμια η συμφόρηση εγκυμονούσε κινδύνους για τραυματισμούς. Το κάψιμο στο λαιμό, το τσούξιμο στα μάτια κι ο πόνος στη μύτη προκάλεσαν πανικό σε αρκετούς. Δάκρυζαν και ξερόβηχαν για να διώξουν από μέσα τους ό,τι ένιωθαν να τους κατατρώει. Αναζητούσαν διαφυγή. Και οξυγόνο. Ό,τι ζητούσαν ακριβώς πριν.
Ήταν πλέον 13:30 με 13:45 και χιλιάδες είχαν μπει σε παράπλευρους δρόμους και σοκάκια. Έπαιρναν πια τον δρόμο για το σταθμό του μετρό στην Ακρόπολη και στο Φιξ. Όσοι άντεξαν, επέστρεψαν λίγο αργότερα, αλλά η διαδήλωση είχε ήδη διαλυθεί. Κατά τη δεύτερη πράξη της έντασης η Αστυνομία επιστράτευσε ακόμη και αύρες για να διώξει τους συγκεντρωμένους.
Στην ενημέρωση της εκπροσώπου Τύπου έγινε αναφορά για «συντονισμένες επιθέσεις» από άτομα με καλυμμένα χαρακτηριστικά που ξεπήδησαν από τη συγκέντρωση και πως μόνος στόχος της ΕΛ.ΑΣ «ήταν να απομακρύνει τον κόσμο και να τον καθοδηγήσει σε τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις ώστε να αποχωρήσουν από την πλατεία Συντάγματος».