Για ένα διάστημα ήταν κάπως της μόδας στους διανοούμενους κύκλους η επίκληση του ρουμανο-γάλλου πεσιμιστή φιλοσόφου Εμίλ Σιοράν – μη με ρωτήσετε τι και πώς, από μόδες προτιμώ μάλλον τις γαστρονομικές. Ένας φίλος μου συχνά επαναλαμβάνει ένα απόφθεγμα του Σιοράν που λέει, πάνω κάτω, ότι δεν είναι οι μεγάλοι πόνοι αυτοί που μας σημαδεύουν στη ζωή, αλλά οι μικροί, καθημερινοί και φαινομενικά υποφερτοί. Γιατί έτσι, ύπουλα, μας υπονομεύουν και μας υποσκάπτουν συστηματικά.
Έχοντας πιο αισιόδοξη ιδιοσυγκρασία από τον φιλόσοφο, θα πρόσθετα πως το ίδιο δεν ισχύει μόνο για τον πόνο, αλλά και για την ευχαρίστηση – αρκεί να σκεφτεί κανείς την επανάληψη του πρωινού καφέ. Και το ίδιο ισχύει και για τη ρύθμιση γενικώς της «απλής» ζωής στην καθημερινότητα. Δεν είναι οι μεγάλες ανακαλύψεις που μας σημαδεύουν -όχι άμεσα τουλάχιστον- αλλά εκείνες οι τεχνολογικές μικροεπεμβάσεις που περνάνε καταρχάς απαρατήρητες, αλλά χωρίς τις οποίες δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε την κανονικότητά μας.
Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, το φανάρι. Ο φωτεινός σηματοδότης που ρυθμίζει την κυκλοφορία οχημάτων και πεζών στους δρόμους χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το 1930, δεν μετρά δηλαδή ούτε έναν γεμάτο αιώνα χρήσης – και λογικό αν σκεφτεί κανείς πόσο περιορισμένη ήταν η χρήση μηχανοκίνητων οχημάτων τότε. Και όμως, σήμερα κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφτεί την οδήγηση στην πόλη χωρίς τη διαρκή και ρυθμισμένη εναλλαγή του «Σταμάτη», του «Γρηγόρη» και του «γκαζώνω για να προλάβω», όπως αντιμετωπίζουν το πορτοκαλί οι περισσότεροι συμπολίτες μας.
Το πόσο αδιανόητη θα ήταν η ζωή χωρίς φωτεινό σηματοδότη φαίνεται τις μέρες εκείνες που λόγω κάποιου τεχνικού προβλήματος παύει να λειτουργεί. Τότε, αν δεν βρεθεί κάποιος ανθρώπινος παράγοντας ελέγχου της κίνησης -ένας τροχονόμος δηλαδή- και το σύστημα αφεθεί να αυτορυθμιστεί, προκύπτει χάος: η συνεννόηση μεταξύ ενήλικων θηλαστικών που φέρουν ορθό λόγο είναι απλά αδύνατη όταν είναι οπλισμένοι με ένα μεταλλικό άρμα που διαθέτει κόρνα.
Μοιάζει πραγματικά φοβερό, αλλά ένας από τους βασικούς πυλώνες της μεταπολεμικής συναίνεσης στη Δύση, υπό την ανάπτυξη και λειτουργία του κράτους δικαίου, είναι η ύπαρξη τέτοιων νησίδων τεχνολογικής ορθολογικότητας στη ζωή μας. Η σωστή λειτουργία αυτού του δικτύου νησίδων παράγει την εμπιστοσύνη στον τρόπο ζωής μας. Φανταστείτε, π.χ., να υπήρχαν φανάρια αλλά ξαφνικά να άλλαζαν σήμανση χωρίς συγχρονισμό μεταξύ τους, να γίνονταν πράσινα και για πεζούς και για οχήματα ή, ακόμα χειρότερα, πράσινα για τα οχήματα σε όλες τις διαφορετικές κατευθύνσεις σε μια διασταύρωση. Η εμπιστοσύνη θα χανόταν και θα κινούμασταν πάλι σαν να μην υπάρχουν σηματοδότες – διπλοτσεκάροντας και κορνάροντας.
Σήμερα, σε μια συνθήκη κατάρρευσης πολλών βεβαιοτήτων μας -από την αναμενόμενη συμπεριφορά του κλίματος μέχρι την εύρυθμη λειτουργία των μέσων μεταφοράς- μοιάζει να λησμονούμε ότι όλη αυτή η εμπιστοσύνη στο ότι δεν θα πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μας (πόσο επαληθεύονται οι αγαπημένοι Γαλάτες) οφειλόταν στην ομαλή λειτουργία των δημόσιων μηχανισμών. Κι ίσως εντέλει αυτός να είναι ο μεγάλος ελέφαντας στο δωμάτιο. Όπως όταν χαϊδεύεις έναν κύκλο γίνεται φαύλος, έτσι και όταν αφήνεις τον ιδιωτικό τομέα να εισχωρήσει στα μύχια της ρύθμισης της καθημερινότητας των πολιτών προκύπτει μια ασυδοσία που απολήγει ακόμη και στον θάνατο.
Το χαλασμένο φανάρι, η σύγκρουση δύο τρένων, το μετρό που μια στις δύο δεν λειτουργεί, οι φονικές πλημμύρες αποτελούν ένα φάσμα συνεχούς υποβάθμισης ενός συστήματος διαχείρισης που βολικά ξεχνά ότι στο τέλος της ημέρας πρέπει να λογοδοτεί στους πολίτες.
Και μιλώντας για ημέρες, λογοδοσία και πολίτες, το ημερολόγιο μεθαύριο θα δείχνει 28 Φεβρουαρίου 2025…