Σε ιστορικά χαμηλά μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ βρίσκονται πλέον οι δείκτες καθυστερήσεων, μία ανάσα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με τις τράπεζες να βλέπουν πλέον με αισιοδοξία την περαιτέρω υποχώρησή τους κάτω από το 2%.
Οι βάσεις για την οριστική εξυγίανση των ισολογισμών τους τέθηκαν κατά τη διετία 2020 – 2021. Σε αυτό το διάστημα εξήλθε από τα βιβλία τους το μεγαλύτερο μέρος των βαρών του παρελθόντος.
Έκτοτε οι συναλλαγές του είδους συνεχίστηκαν, με πολύ χαμηλότερους όγκους ωστόσο. Σταδιακά λοιπόν το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων υποχώρησε στην περιοχή του 3%.
Δύο κρίσεις
Πρόκειται για μία πορεία που μόνο δεδομένη δεν ήταν. Κι αυτό διότι οι τράπεζες κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν δύο βαριές κρίσεις:
– Αρχικά, τις επιπτώσεις της πανδημίας, που οδήγησε σε πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω των μέτρων υγειονομικής προστασίας που εφαρμόστηκαν.
Ωστόσο, τα κρατικά μέτρα στήριξαν το εισόδημα των πολιτών και τα ταμεία των επιχειρήσεων, ενώ οι τράπεζες με διαφόρου τύπου διευκολύνσεις κατάφεραν να κρατήσουν ενήμερη την πλειονότητα των δανειακών τους χαρτοφυλακίων.
– Σε δεύτερο χρόνο ακολούθησε η ενεργειακή κρίση, που προκάλεσε κύμα ανατιμήσεων και εκτίναξη του πληθωρισμού στα υψηλότερα επίπεδα από τη δημιουργία της Ευρωζώνης.
Η εξέλιξη αυτή ανάγκασε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αναλάβει δράση, προχωρώντας σε συνεχείς αυξήσεις των παρεμβατικών της δεικτών.
Έτσι, μετά από χρόνια σε αρνητικό έδαφος, βρέθηκαν να αυξάνονται κατά 450 μονάδες βάσης, προκαλώντας μία αντίστοιχη μεγάλη αναπροσαρμογή των διατραπεζικών δεικτών euribor, με τους οποίους είναι συνδεδεμένα τα περισσότερα δάνεια στην Ελλάδα.
Αύξηση δόσεων
Οι μηνιαίες δόσεις στο 90% των χορηγήσεων αυξήθηκε, πλήττοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Παρ΄ όλα αυτά αποδείχθηκε στην πράξη ότι οι περισσότεροι δανειολήπτες είχαν τη δυνατότητα να περάσουν τον κάβο του υψηλότερου κόστους χρήματος, χωρίς να κοκκινήσουν το χρέος τους.
Έτσι, όχι μόνο δεν προέκυψαν νέες καθυστερήσεις που θα έθεταν σε κίνδυνο το σχέδιο των τραπεζών για περαιτέρω μείωση των επισφαλειών, αλλά η εξυγίανση συνεχίστηκε.
Μάλιστα, παρατηρήθηκε το φαινόμενο, ειδικά από επιχειρήσεις, της πρόωρης εξόφλησης υπολοίπων προς αποφυγή των μεγαλύτερων επιτοκιακών επιβαρύνσεων.
Από την άλλη, στη στεγαστική πίστη αναμφίβολα βοήθησε το πρόγραμμα προστασίας των συνεπών δανειοληπτών, μέσω του οποίου τέθηκε πλαφόν στους συνδεδεμένους ευρωπαϊκούς δείκτες.
Ο λόγος γίνεται για ανώτατα όρια που πλέον έχουν ξεπεραστεί, μετά τις πέντε περικοπές των δεικτών της, στις οποίες έχει προχωρήσει η ΕΚΤ από τον περασμένο Ιούνιο.
Εξάλλου, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, σημαντικό ρόλο στην πολύ καλή συμπεριφορά των οφειλετών έπαιξε και το γεγονός ότι τα ανοίγματα στην αρχή των δύο διαδοχικών κρίσεων, πανδημική και ενεργειακή, προέρχονταν στην πλειονότητά τους από πελάτες με επαρκή πιστοληπτικά κριτήρια και αυξημένες αντοχές στις πιέσεις.
«Οι συγκεκριμένοι δανειολήπτες είχαν αποδείξει σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες κατά τη διάρκεια της ύφεσης τη δεκαετία του 2010 πως είναι σε θέση να εξυπηρετούν τις υποχρεώσεις τους. Επιπλέον, όλα τα νέα δάνεια τα τελευταία 15 χρόνια έχουν δοθεί με πολύ αυστηρούς όρους», σημειώνουν οι ίδιοι κύκλοι.
Η επόμενη ημέρα
Από εδώ και στο εξής όλοι οι συστημικοί όμιλοι θα κινούνται σε ρυθμούς κανονικότητας. Οι διοικήσεις τους εκτιμούν πως μέσα στην επόμενη διετία θα επιτευχθεί η απόλυτη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με το δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να πέφτει κάτω από το 2%.
Ο στόχος αυτός θεωρείται εφικτός για τους ακόλουθους λόγους:
– Πρώτον, η πιστωτική επέκταση αναμένεται ισχυρή από εδώ και στο εξής, κινούμενη πάνω από τα 10 δισ. ευρώ ετησίως.
Αυτή η εξέλιξη από μόνη της οδηγεί σε βελτίωση του δείκτη καθυστερήσεων, καθώς αυξάνεται ο παρονομαστής του.
– Δεύτερον, ο κίνδυνος αθέτησης πληρωμών σε μία οικονομία που αναπτύσσεται και σε μία περίοδο που οι μισθοί αυξάνονται και τα κέρδη στους περσότερους κλάδους της οικονομίας ενισχύονται, περιορίζονται σημαντικά.
– Τρίτον, τα επιτόκια θα συνεχίσουν να μειώνονται, με τις τράπεζες να διαβλέπουν τη σταθεροποίησή τους στο νέο σημείο ισορροπίας για μία περίοδο τεσσάρων ετών.
– Τέταρτον, όλες οι νέες χορηγήσεις δίνονται με πολύ προσεκτικό τρόπο, ενώ και οι ίδιοι οι δανειολήπτες έχουν γίνει πιο συντηρητικοί στις επιλογές τους, για να προστατευτούν από το κίνδυνο της υπερχρέωσης.
Πηγή: ot.gr