Τα περίμενα και δεν με εκπλήσσουν τα πάνω -κάτω του κόσμου στη Γιάλτα του μέλλοντος, ή τα πάνω-πάνω στην Αθήνα του παρόντος.

Αφρόγαλα και κατακάθι μαζί.

Ο ιδιοσυγκρασιακός Γεωργιάδης, φερειπείν, που μου συνιστά να μην πάω την Παρασκευή στην διαδήλωση, αν δεν ψηφίζω τη Ζωή, ή η -άνευ άλλων επιθετικών προσδιορισμών- Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου που μου θυμίζει να προσέχω τα λόγια μου.

Είναι καλύτερα να προσέχω όταν εντοπίζω πού αρχίζει και πού δεν υφίσταται καν η θεσμική ιδιότητά τους σε εποχές προσομοίωσης των θεσμών από το κύρος και τα κύρια ονόματα. Τότε που υπερφαλαγγίζεται η αιτία της θεσμοθέτησης από την ίδια τη Δημοκρατία.

Δηλαδή από την παράδοξη «Αρχή της αντιπροσώπευσης», -διάβαζε: «της πλειοψηφίας» που διαμορφώνεται σε μάζα από τη μειοψηφία της κυβερνώσας ελίτ.

Όταν το κεφάλαιο π.χ. τίθεται σε τροχιά πέραν των παραγωγικών σχέσεων και αυτονομείται για να κατασκευάσει τον κόσμο σύμφωνα με την λαμπερή εικόνα-ιδεολογία-Μελάνια Τράμπ, τότε οι υπουργοί και οι δικαστές των Δημοκρατιών του ορντολιμπεραλισμού, πρέπει να αντιληφθούν τον περίπου διακοσμητικό τους ρόλο μέσα στην προσομοίωση του «θεσμικού» από τον εαυτό του, ή από το ταμπεραμέντο των φορέων του, ώστε να είναι (και) θεσμικό τη στιγμή που δεν είναι.

Αλλιώς γίνονται γραφικοί. Διότι υπάρχει ένα τυφλό σημείο στα θεσμικά πρόσωπα το οποίο παρακάμπτεται: ο ψυχισμός. Αν η διαστροφή είναι η πρωτογενής κατάσταση του υποκειμένου, τότε δεν έχει άδικο ο Παζολίνι να εμφανίζει σ’ εκείνη την άλλη εικόνα του κόσμου μας, στο

«Σαλό», τον πρόεδρο, τον δικαστή και τον ιερέα σαν τους κύριους συντελεστές της φρίκης.

Θεσμικός είναι κάποιος που παρέχει περίθαλψη στον εαυτό του, όχι με την ομιλία όπως ο νευρωτικός, αλλά με τη σιωπή.

Όταν ο θεσμικός προβάλλει τον εαυτό του ως τον λαλίστατο ενδιάμεσο για να τηρούνται οι όροι του κοινωνικού συμβολαίου, δεν διαφέρει ούτε από τον παπά ούτε και από τον παπατζή. Πρόκειται για ένα και το αυτό πρόσωπο.

Υπ’ αυτήν τη σκοτεινή σκοπιά διάβασα ένα πρόσφατο κείμενο του Σλάβοϊ Ζίζεκ: «Το νέο πρόσωπο της διαμαρτυρίας», στα «Νέα» ( 21.2.25) και σκεφτόμουν πως δεν είναι το «πρόσωπο», αλλά το «σώμα» της διαμαρτυρίας που μεταβάλλεται.

Το σώμα περιφέρεται, ρισκάρει τα δακρυγόνα στη γωνία, συκοφαντείται, υφίσταται τον Φλωρίδη, δικάζεται από μια Δικαιοσύνη που δεν δίνει εντολή στην ΕΥΠ να ενημερώσει τον Ανδρουλάκη και δεν στηρίζει τις Ανεξάρτητες Αρχές. Το σώμα επιπλέον, ξεμπροστιάζει στις πλατείες το άλλο του «μισό» –αυτό που μένει κατσιασμένο στον καναπέ.

Ένα κουρασμένο, υφιστάμενο των προϊσταμένων του σώμα. Προς αυτό απευθύνεται το «άλλο μισό» για τους λόγους που το οδήγησαν σε χαύνωση: άνευρο, ταπεινωμένο, δήθεν πολιτικοποιημένο, ενεργό μόνον στις τετραετίες των εκλογών αλλά και καθημερινά στο αβυσσαλέο διαδίκτυο.

Την Παρασκευή, το σώμα πρέπει να κινητοποιηθεί «υπαρξιακά» (αυτός νομίζω είναι ο μοναδικός όρος) πριν γίνει στάχτη και μπάζα.

Να ενεργοποιηθεί από τις αδυναμίες και τις ενοχές του αλλά κι από εκείνη την επιβραβευμένη παραγωγή θετικότητας, προθυμίας κι απλήρωτης αποδοτικότητας για την οποία το χρειάζονται. Θετικό, το ξέρουμε, είναι ό,τι παράγουν και πουλούν τα σώματα ενώ αρνητικό είναι η μία και μοναδική ερώτηση του Σπινόζα για το σώμα: «Τί μπορεί ένα σώμα;».

Να υπάρχει μπορεί.

Εάν κάποιοι θεωρούν πολιτικά υποκινούμενο τον «απολιτικισμό» των διαδηλωτών, πλανώνται.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένδειξη ενός νέου ριζοσπαστισμού ως προς την ανύπαρκτη, δηλαδή ψηφιακή, πραγματικότητα της εποχής τους.

Αρνούνται, γράφει ο Ζίζεκ για τους Σέρβους, να παίξουν πολιτικά παιχνίδια με τους υφιστάμενους κανόνες.

Ζητούν κάτι άλλο απέναντι στην ηλίθια βεβαιότητα των αριθμών και τις «εξυπνάδες» των δημοσκοπήσεων. Ζητούν την «αποσταθεροποίηση» όχι αυτού που καταγγέλλει ο Μητσοτάκης, αλλά ενός μονότονου τρόπου ζωής οργανωμένου από τη στατιστική ευταξία.

Οι μάζες περιφρουρούν κρυφά την κοινωνική αταξία και με το σκεπτικό της «αποχής» από τις εκλογές, γνωρίζοντας πως η «συμμετοχή» έχει και άλλους τρόπους να εκδηλώνεται.

Η κυρία Καρυστιανού θα δείχνει αυτούς τους τρόπους όσο δεν «κατεβαίνει» στην πολιτική, διότι αυτό που βιώνει είναι η μορφή του δραστικού, πολιτικού πένθους που απωθεί η κοινωνία.

Το να μιλάμε για «διογκούμενο ρεύμα» διαμαρτυρίας και να το ταυτίζουμε με τον Βελόπουλο ή την Λατινοπούλου, σημαίνει ότι δεν κατανοούμε τις αντιφάσεις και την ανοιχτή πληγή της εποχής: το delete της μνήμης.

Δεν καλοβλέπουμε τον «τύπο» ανθρώπου της Καρυστιανού που θυμάται.

Ξέρει πως υπάρχουν συμβάντα που έχουν τη λεπτότητα να μην παράγονται και είναι ωστόσο, η ανάποδη κίνηση όσων εμφανίζονται νομοτελειακά.

Σ’ αυτού του είδους τα συμβάντα πρέπει να εντάξουμε την τροπή που πήρε και η ιστορία των Τεμπών. Ο Μπωντριγιάρ αναφέρεται σε «ανεπίστροφες φλόγες» –τυχαίες κινήσεις φλεγόμενων αερίων που εκτοξεύονται έξω από την εστία της φωτιάς.

Έτσι θα επέλθει το «συμβαντικό Witz»: ένα παγκόσμιο αστείο, ένα πρωί, που θα μας κάνει να μην ξέρουμε πού πατάμε και πού βρισκόμαστε. Συμβαίνει ήδη με τον Τραμπ; Όχι ακριβώς.

Παρά τις αναταράξεις που προκαλεί αυτός ο Τζόκερ της Ιστορίας, το «αστείο» του είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να υπηρετεί το σύστημα, τη λήθη και το χρήμα. Και προφανώς δεν παράγεται ως «δυνητικό τεχνούργημα» αλλά ως λίθιο, σταθεροποιητικό κάθε διπολικής διαταραχής.

Κάποτε λέγαμε ότι ένα σύστημα όταν ακτινοβολεί, προμηνύει συγχρόνως και τον όλεθρό του. Πιστεύαμε ότι το μοιραίο βρίσκεται στο κέντρο του συστήματος, ενώ το ατύχημα (όπως τα Τέμπη) στην περιφέρειά του.

Αυτά ήταν τα δεδομένα ενός πραγματικού κόσμου που δεν έχει καμία σχέση με το άυλο χρήμα, τις αγορές της Ασίας ή την άφιξη της Κίνας στο προσκήνιο με MG και DeepSeek.

Μέχρι τώρα ελπίζαμε, μέσω των θεσμών, ότι ελέγχουμε την αβεβαιότητα του κόσμου.

Δεν γνωρίζουμε όμως, ότι αυτός ο έλεγχος πατάει πάνω στις δύο όψεις της ζώνης ή της ταινίας του Μέμπιους που τελικά είναι μία όψη: λεύκανση.

Πηγή: wikipedia

Δηλαδή ξέπλυμα για να μην πέσουμε από την «ανάποδη» της ταινίας που δεν υπάρχει. Λεύκανση. Λευκά κολάρα, λευκά μητρώα, λευκοί κοπτήρες, λευκά ψηφοδέλτια, λευκά μεταξωτά σεντόνια στις σουίτες της αθηναϊκής Ριβιέρας.

Προσομοιώσεις της θετικότητας και για τα πιο μαύρα.

Κερδοσκόποι λοιπόν, νταβατζήδες -χαμένοι όμως εξ αρχής- όχι από την αξία αλλά από την περιστροφή της αξίας στη ζώνη του Μέμπιους με εκείνη την μαθηματική ιδιότητά της να μην είναι προσανατολισμένη πουθενά.

Αυτή η επιφάνεια με τη μία, μοναδική πλευρά, είναι η ανθρώπινη ζωή.

Η μόνη ζώνη που μπορεί να τη σώσει από την μετωπική της με το πραγματικό είναι του Μέμπιους.

«Φορέστε τη ζώνη σας».

Το δυστύχημα έχει γίνει.