Σήμερα Κυριακή 23 Φεβρουαρίου οι Γερμανοί προσέρχονται στις κάλπες για να εκλέξουν τους 630 βουλευτές που θα κάτσουν στη Bundestag. Τι θα πρέπει να γνωρίζουμε για αυτές τις γερμανικές εκλογές, που θα καθορίσουν τον επόμενο καγκελάριο.

Περισσότεροι από 59 εκατομμύρια Γερμανοί ηλικίας 18 ετών και άνω έχουν δικαίωμα να συμμετάσχουν σε αυτή την ψηφοφορία για το επόμενο κοινοβούλιο τους. Ένας στους πέντε από τα 60 σχεδόν εκατομμύρια ψηφοφόρων θα αποφασίσουν την τελευταία στιγμή, ακόμα και πίσω από το παραβάν ποιο κόμμα θα επιλέξουν.

Τα exit poll αναμένονται στις 19:00 (ώρα Ελλάδος), αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας.

Γιατί γίνονται τώρα οι πρόωρες εκλογές;

Οι εθνικές εκλογές διεξάγονται μετά από δύο περιφερειακές αναμετρήσεις που δεν έδωσαν ευνοϊκά αποτελέσματα για τα κόμματα του πρώην συνασπισμού του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς, ο οποίος αποτελούταν από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), τους Πράσινους και τους φιλελεύθερους του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP).

Τον Νοέμβριο του 2024, σε ένα πλαίσιο εντάσεων σχετικά με την προγραμματισμένη οικονομική πολιτική και το ζήτημα του χρέους, ο σοσιαλδημοκρατικός καγκελάριος απέλυσε τον φιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ. Αυτή η απόφαση διέλυσε τον συνασπισμό που ηγείτο και τον οδήγησε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στη Bundestag, την οποία έχασε στις 15 Ιανουαρίου 2025 (με 207 ψήφους υπέρ, 394 κατά και 116 αποχή).

Λίγο αργότερα, ο Πρόεδρος Στανμάιερ διέλυσε το νομοθετικό σώμα και προκήρυξε εκλογές για τις 23 Φεβρουαρίου, έξι μήνες πριν από την προκαθορισμένη ημερομηνία στις 28 Σεπτεμβρίου.

Πώς διεξάγονται οι εκλογές;

Το γερμανικό εκλογικό σύστημα ακολουθεί την αρχή της αναλογικής εκπροσώπησης. Αυτή η φιλοσοφία ενισχύθηκε περαιτέρω μετά από μία μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος που εγκρίθηκε το 2023.

Αυτό το σύστημα ψηφοφορίας μπορεί να φαίνεται παράξενο στους εξωτερικούς παρατηρητές, επειδή η εκλογή ενός υποψηφίου δεν εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τις ψήφους στην εκλογική του περιφέρεια. «Πρέπει να ξεκινήσουμε από τη βάση του ότι αυτό το σύστημα αφορά πρωτίστως τα πολιτικά κόμματα, και όχι τις προσωπικότητες», εξηγεί στην εφημερίδα «Le Monde» η Aurore Gaillet, καθηγήτρια νομική στο Πανεπιστήμιο Capitole της Τουλούζης.

Τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις;

Η Δεξιά, η οποία εκπροσωπείται από τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU, μαζί με τον βαυαρικό εταίρο της, το CSU), προηγείται σημαντικά, με ποσοστό περίπου 30% των προθέσεων ψήφου, σύμφωνα με τον μέσο όρο των συγκεντρωτικών δημοσκοπήσεων.

Από το καλοκαίρι του 2024, το ακροδεξιό AfD κατέλαβε τη δεύτερη θέση, έναντι του SPD, το οποίο υποχώρησε στην τρίτη θέση. Οι Πράσινοι, οι οποίοι κατείχαν για λίγο τη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις το καλοκαίρι του 2022, κατέλαβαν πρόσφατα την τέταρτη θέση στα δημοσκοπικά δεδομένα.

Οι αναποφάσιστοι ανέρχονται στο 27%.

Ποια τα κύρια θέματα της προεκλογικής περιόδου;

Η αναζωογόνηση της οικονομίας ήταν ένα από τα δύο μεγάλα ζητήματα της εκστρατείας των κομμάτων, το άλλο ήταν η μετανάστευση και η ασφάλεια, που τέθηκαν στο προσκήνιο από μια σειρά φονικών επιθέσεων από τον Μάιο του 2024.

Οι πόλεις Μανχάιμ, Ζόλινγκεν, Μαγδεβούργο, Άσχαφενμπουργκ και Μόναχο έχουν πληγεί από σοβαρές επιθέσεις. Ένας Ισπανός τουρίστας μαχαιρώθηκε στο μνημείο του Ολοκαυτώματος στο κέντρο του Βερολίνου το βράδυ της Παρασκευής.

Όσον αφορά την οικονομία, στη Γερμανία επικρατεί η αντίληψη ότι απαιτούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Τον Ιανουάριο, η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας ανακοίνωσε ότι το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά, κατά 0,2%, μετά από ύφεση 0,3% το 2023.

Οι ψηφοφόροι καταλογίζουν στον Σολτς ότι η κυβέρνησή του έκανε ελάχιστα για να διορθώσει την κατάσταση.

Ένας από τους κύριους λόγους της οικονομικής δυσπραγίας είναι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Γερμανία τερμάτισε τη βαριά εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, μια απόφαση που, σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από την Κίνα στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας – έναν από τους μεγαλύτερους κλάδους της γερμανικής οικονομίας – καθώς και μια επικείμενη εμπορική κρίση λόγω της επιθετικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ, προκαλούν ανησυχία.

Στο επίκεντρο της συζήτησης για την οικονομία βρίσκεται και η αναζωογόνηση της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας έχει επισημάνει ότι τα προβλήματα του κλάδου είναι «δομικά», γεγονός που επιδεινώνει την οικονομική ύφεση.

Μεγάλες εταιρείες, όπως η Volkswagen – μία από τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες στον κόσμο – βρίσκονται αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο μαζικών απολύσεων και κλεισίματος εργοστασίων.

Πώς σχηματίζονται οι γερμανικοί συνασπισμοί;

Λόγω του εκλογικού συστήματος της χώρας, είναι εξαιρετικά σπάνιο ένα κόμμα να κερδίσει την πλειοψηφία των ψήφων στη Bundestag. Αυτό έχει συμβεί μόνο μία φορά στο παρελθόν, το 1957 με τους Χριστιανοδημοκράτες του CDU/CSU.

Η πολιτική ζωή της Γερμανίας χαρακτηρίζεται, επομένως, από συνασπισμούς που σχηματίζονται μεταξύ κομμάτων, τα οποία συγκυβερνούν, αφού αναμετρήθηκαν κατά την εκλογική διαδικασία.

Καθώς τα προγράμματά τους είναι δύσκολο να εναρμονιστούν, μπορεί να περάσουν αρκετοί μήνες για να δημιουργηθεί μία συμφωνία συνασπισμού με βάση την οποία τα κόμματα θα μπορέσουν να κυβερνήσουν από κοινού.

Η πιο πρόσφατη συμφωνία επιτεύχθηκε τον Νοέμβριο του 2021, μεταξύ του SPD, των Πρασίνων και του FDP, οι οποίοι ενώθηκαν υπό τον Σολτς μετά από δύο μήνες διαπραγματεύσεων.

Ο μεγάλος συνασπισμός υπό την Άνγκελα Μέρκελ, από το 2013 και μετά, μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών, χρειάστηκε δύο μήνες συνομιλιών, ώστε να επέλθει συμφωνία. Το 2025, πολλά πιθανά σενάρια συνασπισμού φαίνονται πιθανά υπό το πρίσμα των μέχρι τώρα δημοσκοπήσεων.

Το AfD όντας μέχρι πρότινος απομονωμένο από μία πολιτική αποκλεισμού γνωστή ως «τείχος προστασίας» – η οποία διαλύθηκε-, φαίνεται να αποκλείεται από οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση. Δεδομένης της θέσης τους στις δημοσκοπήσεις, οι συντηρητικοί της CDU/CSU θα ηγηθούν πιθανότατα ενός μελλοντικού συνασπισμού.

Επομένως, θα κυβερνούσαν είτε σε συνεργασία με τους Σοσιαλδημοκράτες, είτε (και) με το φιλελεύθερο FDP, όπως έκαναν μεταξύ του 2005 και 2021, είτε σε μία τριμερή συμμαχία με τους Πράσινους και το FDP. Την τελευταία αυτή συνεργασία, σύμφωνα με τη εφημερίδα «Le Monde», οι Γερμανοί τείνουν να την αποκαλούν «συνασπισμό Τζαμάικα», από τα χρώματα των τριών κομμάτων.