Οι μεγαλύτεροι και οι μεγαλύτερες πιθανόν θα χαμογελάσετε, οι νέοι και οι νέες πιθανόν δεν θα το έχετε καν ακούσει, αλλά εκεί τη δεκαετία του 1970, στα ηρωικά χρόνια της Μεταπολίτευσης, δεν υπήρχε χειρότερη βρισιά από το να σε πει κάποιος «ρεβιζιονιστή». Ο ρεβιζιονιστής ήταν αυτός που νέρωνε την ορθοδοξία (είτε κομμουνιστική είτε οτιδήποτε άλλο) με σκοπό την προσαρμογή του στην υπάρχουσα κοινωνία και την αποκόμιση οφέλους – ή έτσι τουλάχιστον υπονοούταν -, ενώ στην πραγματικότητα ο έρμος ή η έρμη πρότεινε απλώς μια αναθεώρηση που θα έκανε το (όποιο) δόγμα περισσότερο εύκαμπτο.

Σήμερα που οι καιροί είναι λιγότερο επαναστατικοί, την ορθοδοξία των θεωρητικών γραφών, έχει αντικαταστήσει μια αγάπη για την παράδοση. Ηθη και έθιμα καλούν προς επιτέλεση για τη διατήρηση μιας ταυτότητας και τη μείωση της αίσθησης αβεβαιότητας σε μια εποχή όπου οι βεβαιότητες περί εαυτού και άλλων γίνονται λιγότερο πρόδηλες.

Μοιάζει όλο αυτό μακρά εισαγωγή, αλλά θα με δικαιολογήσετε: κάνω ό,τι μπορώ να αποφύγω να φτάσω στην Τσικνοπέμπτη, ένα από τα πιο ισχυρά ήθη και έθιμα στη χώρα – και ένα από τα πλέον περιττά, θα προσέθετα. Για άλλη μια χρονιά οι δρόμοι θα γεμίσουν τσίκνα από αυτοσχέδιες ψησταριές επί των οποίων θα αποτεθεί ακόμη μια εκατόμβη σφραγισθέντων ζώων προς δόξα και τιμή της παραδόσεώς μας – που είναι τόσο ισχυρή που με κάνει να γράφω στην καθαρεύουσα.

Το «καλό» με τα ήθη και τα έθιμα είναι ότι αποκρύβουν τις συνθήκες της καταγωγής τους. Στην ιστορική της πραγματικότητα, η κατανάλωση κρέατος την Τσικνοπέμπτη αποτελούσε μια εξαίρεση των διαιτητικών συνηθειών του πληθυσμού, ο οποίος ζούσε σε μια σχετική σπάνη που έκανε τη χορτοφαγία αναγκαιότητα (σε αντίθεση με σήμερα που η χορτοφαγία τιμωρείται ως χόμπι με τιμές πολυτελείας). Για να μην πούμε το προφανές: ότι αυτόν τον κρεατοφαγικό οργασμό ακολουθούσε μια εκτεταμένη περίοδος αυστηρής νηστείας.

Σήμερα που το κρέας αφθονεί σε βαθμό μεγαλύτερο από τα λαχανικά – με την παραγωγή του να είναι βάρβαρα βιομηχανική – η επιβίωση της Τσικνοπέμπτης τηρεί μεν το γράμμα της παράδοσης αλλά αντίκειται πλήρως στο πνεύμα της. Ποια εξαιρετική κατάσταση υπάρχει στο να τρώει κανείς κρέας όταν σύμφωνα με την ΕΛΑΣΤΑΤ το 2022 το μέσο νοικοκυριό δαπάνησε 74 ευρώ μηνιαίως για την αγορά κρέατος;

Θα έμπαινα στον πειρασμό να προτείνω μια ρεβεζιονιστική βερσιόν της Τσικνοπέμπτης με την ψησταριά να φιλοξενεί μανιτάρια ή και γιατί όχι λαχανικά. Το κουνουπίδι, που τόσο μυρίζει σε πολλούς κρεατοφάγους, ψημένο έχει μια υπέροχη τραγανή γεύση. Πώς όμως να ελπίζει κανείς σε τέτοιους ρεβιζιονισμούς όταν ο μόνος που τυγχάνει κάποιας δημοσιότητας είναι αυτός που προτείνουν οι άθεοι τη Μεγάλη Παρασκευή: να τρώει κανείς και τότε κρέας δηλαδή.

Πρέπει να ήταν ο Ιερός Αυγουστίνος – αν θυμάμαι καλά – αυτός που απορούσε με τον εαυτό του για το πώς γίνεται ενώ βλέπει ποιο είναι το κακό να συνεχίζει όχι μόνο να το κάνει αλλά να το επιθυμεί κιόλας. Παρόμοια και ο σύγχρονος άνθρωπος ενώ ξέρει το βαρύ τίμημα της κρεατοφαγίας, και όχι μόνο για τα ζώα αλλά και για τον εαυτό του τον ίδιο, συνεχίζει ακάθεκτος να καταναλώνει κρέας. Εδώ μάλλον δεν αρκεί ο ρεβιζιονισμός, πρέπει να σκεφτεί κανείς την επανάσταση…