Ένα μήνα νωρίτερα, σε μια ομολογουμένως έντονη συζήτηση που έγινε στους διαδρόμους του υπουργείου Παιδείας, ένας πανεπιστημιακός διαφώνησε με τις απόψεις ανώτατου στελέχους του υπουργείου που ισχυριζόταν ότι τα νέα «μη κρατικά μη κερδοσκοπικά ανώτατα Ιδρύματα» (το νέο νομικό μόρφωμα των «Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης») θα μπορέσουν να λειτουργήσουν τον Σεπτέμβριο του 2025.
«Μα πως γίνεται;» αναρωτήθηκε. «Τα σοβαρά πανεπιστήμια αξιολογούνται τουλάχιστον 1, συχνά 2 χρόνια πριν την λειτουργία τους από τις ανώτατες αρχές εκπαίδευσης και των δυο κρατών. Μόνο οι εγκαταστάσεις τους για να στηθούν και να αξιολογηθούν θέλουν το ίδιο χρονικό διάστημα. Και οι καθηγητές; Πόσο γρήγορα να τους διαλέξεις και να το συγκροτήσεις;»
Το στέλεχος του υπουργείου χαμογέλασε και απάντησε με νόημα: «Θα δεις…»
Φυσικά, ο καλοπροαίρετος σχολιαστής του θέματος, αναφερόταν στα παραρτήματα ξένων ΑΕΙ που είχαν διαφημιστεί ποικιλοτρόπως (αν όχι τα Χάρβαρντ και τα Γέιλ που έμοιαζαν από την πρώτη στιγμή το «αλάτι» σε μια νομική συνταγή που σε πολλούς φάνηκε άνοστη), έστω πανεπιστήμια που ήταν στις διεθνείς κατατάξεις κάπως κοντά με το επίπεδο των ελληνικών ΑΕΙ.
Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η συζήτηση αφορούσε κολέγια που ούτε νέες εγκαταστάσεις είχαν, ούτε δημοφιλείς εταίρους. Βέβαια εταίρους είχαν (ο νόμος δίνει την δυνατότητα σε όποιον βρει μια προσφορά δικαιόχρησης από ΑΕΙ της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μπορεί να φτιάξει ένα νέο πανεπιστήμιο στη χώρα μας).
Μάλιστα, ο σχετικός νόμος του υπουργείου Παιδείας που ψηφίστηκε πέρυσι, έδωσε πρόσφατα με τροπολογίες στις διατάξεις του, δυο νέα δώρα στους υποψήφιους «πρυτάνεις» μη κρατικών μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ στη χώρα μας:
Α) Να μπορούν να στεγαστούν σε ήδη υπάρχουσες εγκαταστάσεις άλλων εκπαιδευτηρίων αρκεί αυτές να πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται (ήδη οι πληροφορίες αναφέρουν ότι κολέγιο που κατ ουσίαν «ενηλικιώνεται» σύντομα σε πανεπιστήμιο θα στεγαστεί σε μέρος των εγκαταστάσεων μεγάλου ιδιωτικού σχολείου στα βόρεια προάστια) και
Β) Οι ιδιοκτήτες των νέων αυτών Ιδρυμάτων που αρχικά έπρεπε να έχουν 30 καθηγητές σε κάθε μια από τις 3 Σχολές που πρέπει να ανοίξουν, τελικά τον πρώτο χρόνο μπορούν να έχουν μόνο 10, τον δεύτερο 20 και τον τρίτο (αφού αναπτυχθούν) 30.
Όσο για τον …κερδοσκοπικό χαρακτήρα των νέων μη κερδοσκοπικών ανωτάτων Ιδρυμάτων (κάποια από αυτά που καταθέτουν σύντομα αιτήσεις συνδέονται με μεγάλα funds), αυτό θα κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) τον ερχόμενο Απρίλιο όπως και συνολικά η συνταγματικότητα του νέου νόμου.
Και βέβαια στην συνέχεια από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) που θα κληθεί να «σφραγίσει» την λειτουργία όλων αυτών Ιδρυμάτων.
Αντί για το Χάρβαρντ και το Γιέιλ έτσι, θα δούμε μάλλον μόνο κολέγια που ψάχνουν εγκαταστάσεις για να στεγαστούν ή άλλα που έχουν ήδη εγκαταστάσεις αλλά δεν έχουν καθηγητές και αξιολογημένο πρόγραμμα σπουδών.
Στο σημείο αυτό, ο διάλογος των δυο ανδρών απέκτησε νέα τροπή καθώς ο πανεπιστημιακός θυμήθηκε τρία πρωτοφανούς ποιότητας επιχειρήματα:
– Μα στο ΣτΕ έχουν ήδη προσφύγει και τα υπόλοιπα κολέγια της χώρας που δεν θέλουν να γίνουν …πανεπιστήμια, καταγγέλλοντας ότι υποβαθμίζεται έτσι η δική τους νομική υπόσταση και η ελευθερία τους στην αγορά αγαθών.
– Είναι πάρα πολύ πιθανόν οι δικαστές του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου να προσφύγουν με ερώτημα του στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για να έχουν μια έγκυρη κατεύθυνση για το πως θα λύσουν το νομικό αυτό δίλημμα.
– Και οι Νομικές Σχολές παραρτημάτων ξένων ΑΕΙ; Έχουν ανεπτυγμένα πανεπιστημιακά προγράμματα ελληνικής κατεύθυνσης νομικών σπουδών; Γιατί ως σήμερα οι απόφοιτοι των κολεγίων που προσφέρουν νομικές σπουδές άλλης χώρας δίνουν εξετάσεις σε επιπλέον μαθήματα στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών για να δικηγορήσουν στην Ελλάδα.
Ο συνομιλητής του αποσβολώθηκε. Η απάντηση δεν ήταν εύκολη. Προσπάθησε να υπηρετήσει την αρχική του -διατυπωμένη με βεβαιότητα- άποψη ότι «τα νέα Ιδρύματα θα λειτουργήσουν τον Σεπτέμβριο». Ήταν όμως τελικά πιθανό; Όποιος έχει γνώση της Νομικής (της ελληνικής), θα εκτιμούσε πως όχι.
Οι πληροφορίες όμως δεν σταματούν εδώ: Στην εικόνα που έχει δημιουργηθεί (κάποιος θα την έλεγε κωμικοτραγική για εκείνους που θέλησαν να επενδύσουν σημαντικά ποσά στην μεγάλη πίτα της ανώτατης εκπαίδευσης), θέλουν τους μεγάλοι παίκτες να κάνουν πίσω.
Έτσι, πανεπιστημιακά Ιδρύματα από το εξωτερικό που είχαν πράγματι μια υπόσταση ή άλλα στη χώρα μας που είναι γνωστά και πολλαπλώς αξιολογημένα, βλέπουν τον «χορό των κολεγίων» που εξελίσσεται στην πίσω αυλή του κτηρίου του Αμαρουσίου και κόβουν ταχύτητα. Σ αυτή την φάση δεν καταθέτουν αίτηση για να γίνουν επίσημα μη κρατικά μη πανεπιστημιακά Ιδρύματα, αλλά περιμένουν…
Όλα αυτά να θυμίσουμε, διαδραματίζονται σε μια χώρα με ένα ασφυκτικό σύστημα πανελλαδικών εξετάσεων που αφήνει κάθε χρόνο κενές θέσεις στα δημόσια ΑΕΙ και πιέζει όλο και περισσότερο τους υποψήφιους γι αυτά.
Σήμερα στα δημόσια ΑΕΙ της χώρας μπαίνεις με πανελλαδικές εξετάσεις που σε συγκεκριμένες Σχολές απαιτούν 3 διαφορετικές Ελάχιστες Βάσεις Εισαγωγής (ναι, δεν διορθώθηκε ποτέ το αρχικό σχεδιαστικό λάθος), ενώ στα «μη κρατικά μη κερδοσκοπικά» νέα πανεπιστήμια θα γράφεσαι απλά με μια αίτηση (και ίσως ένα ήπιο βαθμολογικό όριο;)
Παράλληλα, τα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ (που έχουν κι αυτά τα δικά τους προβλήματα τα οποία και θα αποτελέσουν το περιεχόμενο άλλου σημειώματος) παραμένουν πανευρωπαϊκά σε θέματα χρηματοδότησης στην τελευταία θέση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με 4.000 ευρώ ανα φοιτητή, όταν ο μέσος όρος των υπολοίπων χωρών είναι 17.000.
Όλα όσα περιγράψαμε, όλα όσα σκεφτόμαστε, όλα όσα συζητάμε τις τελευταίες εβδομάδες, για τους περιηγητές του ελληνικού εκπαιδευτικού χώρου μοιάζουν γνώριμα. Έως και -κουραστικά- επαναλαμβανόμενα.
Τι να σχολιάσεις για το τανγκό 30 ετών πολιτικών και υποψήφιων επιχειρηματιών της ανώτατης εκπαίδευσης που τόσα χρόνια βλέπουν τον τζίρο των εκατομμυρίων στο εξωτερικό και εδώ κυνηγιούνται γύρω από ένα συνταγματικό άρθρο;
(Εξηγούμαι: Είμαι κατά των απαγορεύσεων και υπέρ του ανταγωνισμού. Όμως σε μια κοινωνία που σέβεται την εκπαίδευση, βάζει αυστηρούς κανόνες και σηκώνει τον πήχη όσο ψηλά θέλει να σηκωθεί και το εθνικό της ανάστημα…)