Ετοιμος να στείλει Βρετανούς στρατιώτες στην Ουκρανία εάν υπάρξει συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου με τη Ρωσία – αναγνωρίζοντας ότι αυτό θα μπορούσε να θέσει τις βρετανικές δυνάμεις «σε κίνδυνο» εάν ο Βλαντιμίρ Πούτιν εξαπολύσει νέα επίθεση, δήλωσε ο Κιρ Στάρμερ.
Φαίνεται πως είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός δηλώνει ρητά ότι εξετάζει το ενδεχόμενο ανάπτυξης Βρετανικών ειρηνευτικών δυνάμεων στην Ουκρανία. Οι δηλώσεις του έγιναν λίγο πριν τη σημερινή έκτακτη Σύνοδο Κορυφής στο Παρίσι.
Οι ηγέτες σκοπεύουν να χαράξουν μια στρατηγική ως απάντηση στις πιέσεις του Ντόναλντ Τραμπ για συμφωνία με τον Ρώσο πρόεδρο και στις ανησυχίες ότι οι ΗΠΑ θα μειώσουν τις αμυντικές τους δεσμεύσεις στην Ευρώπη.
Ειδικότερα, ο Στάρμερ σε άρθρο του στην Daily Telegraph χαρακτήρισε την κρίση «μια μοναδική στιγμή στη γενιά μας» και ένα «υπαρξιακό» ζήτημα για την Ευρώπη.
Παράλληλα, δήλωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι «έτοιμο να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο» στην άμυνα και την ασφάλεια της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης για ετήσια χρηματοδότηση 3 δισ. λιρών έως το 2030. Ο Στάρμερ τόνισε ότι πέρα από τη στρατιωτική βοήθεια, «αυτό σημαίνει επίσης ότι είμαστε έτοιμοι και πρόθυμοι να συμβάλουμε στις εγγυήσεις ασφαλείας της Ουκρανίας, αναπτύσσοντας δικές μας δυνάμεις στο έδαφος αν χρειαστεί».
«Δεν το λέω ελαφρά τη καρδία. Νιώθω βαθιά την ευθύνη λόγω της πιθανότητας να θέσουμε Βρετανούς στρατιώτες σε κίνδυνο», δήλωσε ο Στάρμερ.
«Αλλά οποιοσδήποτε ρόλος στην εγγύηση της ασφάλειας της Ουκρανίας συμβάλλει επίσης στην εγγύηση της ασφάλειας της ηπείρου μας και της χώρας μας».
«Η λήξη αυτού του πολέμου, όταν έρθει, δεν μπορεί απλώς να είναι μια προσωρινή παύση πριν ο Πούτιν επιτεθεί ξανά».
Στρατεύματα σε μια πολυεθνική ειρηνευτική δύναμη
Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, οι πρωθυπουργοί του Ηνωμένου Βασιλείου είχαν αρνηθεί να εξετάσουν δημόσια το ενδεχόμενο αποστολής Βρετανών στρατιωτών.
Στρατιωτικοί αξιωματούχοι πιστεύουν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υπάρχουσες στρατιωτικές του δεσμεύσεις – πόσο μάλλον να συμμετάσχει σε μια ειρηνευτική αποστολή στην Ουκρανία – με τον τρέχοντα αμυντικό προϋπολογισμό των 64 δισ. λιρών, που αντιστοιχεί στο 2,33% του ΑΕΠ. Ωστόσο, πηγές αναφέρουν ότι η Βρετανία είναι διατεθειμένη να παρέχει στρατεύματα σε μια πολυεθνική ειρηνευτική δύναμη, εάν προκύψει κάτι τέτοιο από τις διπλωματικές προσπάθειες.
Το Εργατικό Κόμμα έχει δεσμευτεί να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 2,5% του ΑΕΠ, αλλά δεν έχει ορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία, ενώ ο Τραμπ πιέζει όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να τις αυξήσουν στο 5%. Σύμφωνα με αναφορές, οι Βρετανοί στρατιωτικοί ηγέτες ζητούν σταδιακή αύξηση στο 2,65%.
Ο Στάρμερ είχε προηγουμένως δηλώσει ότι οι Βρετανοί στρατιώτες θα μπορούσαν να εμπλακούν στην προστασία της Ουκρανίας μετά από μια εκεχειρία. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, ο οποίος πρόκειται να επισκεφθεί τον Τραμπ στην Ουάσινγκτον αργότερα αυτόν τον μήνα, δήλωσε: «Ενώ τα ευρωπαϊκά έθνη πρέπει να αναλάβουν δράση αυτή τη στιγμή – και θα το κάνουμε – η υποστήριξη των ΗΠΑ θα παραμείνει κρίσιμη, και μια αμερικανική εγγύηση ασφαλείας είναι απαραίτητη για μια διαρκή ειρήνη, επειδή μόνο οι ΗΠΑ μπορούν να αποτρέψουν τον Πούτιν από το να επιτεθεί ξανά».
Αναμένεται ότι εκπρόσωποι της αμερικανικής κυβέρνησης και Ρώσοι αξιωματούχοι θα συναντηθούν στη Σαουδική Αραβία για συνομιλίες, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία του Τραμπ με τον Πούτιν την περασμένη Τετάρτη.
Ωστόσο, Ουκρανοί αξιωματούχοι δεν αναμένεται να συμμετάσχουν σε αυτή τη φάση των διαπραγματεύσεων, ενώ άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες ενδέχεται να μην εμπλακούν καθόλου στη διαδικασία.
«Η ειρήνη δεν μπορεί να έρθει με οποιοδήποτε τίμημα»
Ο Στάρμερ πρόσθεσε: «Πρέπει να είμαστε σαφείς ότι η ειρήνη δεν μπορεί να έρθει με οποιοδήποτε τίμημα. Η Ουκρανία πρέπει να βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, γιατί οτιδήποτε λιγότερο θα σήμαινε αποδοχή της θέσης του Πούτιν ότι η Ουκρανία δεν είναι πραγματικό έθνος».
Προειδοποίησε επίσης για τον κίνδυνο επανάληψης του χάους που προκλήθηκε μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021 υπό τον Τζο Μπάιντεν, η οποία ακολούθησε συμφωνία με τους Ταλιμπάν που είχε συναφθεί υπό τον Τραμπ.
«Δεν μπορούμε να έχουμε μια επανάληψη της κατάστασης του Αφγανιστάν, όπου οι ΗΠΑ διαπραγματεύτηκαν απευθείας με τους Ταλιμπάν και απέκλεισαν την αφγανική κυβέρνηση», είπε ο Στάρμερ. «Είμαι βέβαιος ότι και ο πρόεδρος Τραμπ θα θέλει να αποφύγει κάτι τέτοιο».