Το Playboy επέστρεψε… αλλά μήπως είναι πολύ αργά;

Η ιστορία του Playboy είναι γεμάτη αντιφάσεις, από τη σεξουαλική επανάσταση έως τη φεμινιστική κριτική. Με τη νέα του έκδοση, το περιοδικό προσπαθεί να προσαρμοστεί στις αλλαγές της εποχής, ανταγωνιζόμενο το OnlyFans. Μπορεί όμως να ξεπεράσει το παρελθόν του;

Μετά από πέντε χρόνια απουσίας από την έντυπη αγορά, το Playboy επέστρεψε στις 10 Φεβρουαρίου 2025 με το νέο τεύχος του, το οποίο φιλοξενεί τη Lori Harvey στο εξώφυλλο. Η Harvey, γνωστή για την παρουσία της στον κόσμο της μόδας και της ψυχαγωγίας, εμφανίζεται σε μια σειρά φωτογραφιών που συνδυάζουν το κλασικό στυλ του Playboy με σύγχρονα στοιχεία.

Αυτή είναι άλλη μια προσπάθεια του Playboy να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του στη σύγχρονη εποχή, κάτι που έχει ξανακάνει αρκετές φορές στο παρελθόν. Το περιοδικό κάνει comeback με ένα νέο μοντέλο κυκλοφορίας, καθιστώντας την έκδοσή του ετήσια και συλλεκτική. Αυτή η νέα μορφή δεσμεύεται να επικεντρωθεί σε θεματικές εκδόσεις που αναδεικνύουν τη διαφορετικότητα, τον ερωτισμό και τη σύγχρονη κουλτούρα, διατηρώντας παράλληλα την υψηλή αισθητική και τη δημοσιογραφική ταυτότητα του εντύπου, που τον προηγούμενο αιώνα καθόρισε την αγορά των ανδρικών περιοδικών. 

Playboy: Βίβλος του σωβινισμού ή φωνή της απελευθέρωσης;

Πολλοί ιστορικοί μελετητές έχουν χαρακτηρίσει το περιοδικό Playboy αντιφεμινιστικό, ενώ άλλοι παρουσίαζαν τον ιδρυτή και εκδότη του, Hugh Hefner, ως φιλελεύθερο στις πολιτικές του θέσεις, κάτι που φαίνεται από τα άρθρα του περιοδικού και τις συνεντεύξεις του. Στην πραγματικότητα, η κληρονομιά του Playboy είναι πιο περίπλοκη. Το βιβλίο της Carrie Pitzulo, «Bachelors and Bunnies: The Sexual Politics of Playboy», αναδεικνύει τον ρόλο του στην αναδιαμόρφωση των έμφυλων ρόλων. Αν και προωθούσε τη σεξουαλική απελευθέρωση, συνέχιζε να αντικειμενοποιεί τις γυναίκες μέσω στερεοτυπικών, πορνογραφικών απεικονίσεων.

Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος το 1953, τα πορνογραφικά περιοδικά δεν ήταν νέα. Ωστόσο, το Playboy ξεχώρισε για την αισθητική του και τον αέρα πολυτέλειας. Το περιοδικό έφερε το σεξ στον δημόσιο διάλογο στη μεταπολεμική Αμερική, συνδυάζοντάς το με τη λογοτεχνία, το φαγητό και τη μόδα. Πολλοί υποστήριζαν ότι το διάβαζαν για τα άρθρα του. Σύμφωνα με την Pitzulo, το περιοδικό έκανε το σεξ «κατάλληλο θέμα συζήτησης την ώρα του καφέ».

Μέχρι το 1973, η δημοτικότητα των Playmates είχε εκτοξευθεί, σε τέτοιο βαθμό που η φωτογράφος του περιοδικού, Holly Wayne, λάμβανε κάθε μήνα εκατοντάδες ερασιτεχνικές γυμνές φωτογραφίες από γυναίκες που ήθελαν να εμφανιστούν στο Playboy. Παρά τις αντιδράσεις του φεμινιστικού κινήματος, που έβλεπε τις γυμνές φωτογραφίσεις ως μέσο αντικειμενοποίησης, ο ρόλος της Playmate είχε μια ιδιαίτερη γοητεία για έναν πρωτοφανή αριθμό γυναικών.

Σε μια εποχή όπου οι γυναίκες εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν εμπόδια στην επαγγελματική τους εξέλιξη, η προοπτική να συνεργαστούν με ένα μεγάλο περιοδικό φάνταζε δελεαστική. Το χρηματικό κίνητρο ήταν εξίσου σημαντικό—μία ή δύο ημέρες φωτογράφισης για το Playboy μπορούσαν να αποφέρουν περισσότερα χρήματα από όσα έβγαζαν πολλές γυναίκες μέσα σε έναν ολόκληρο χρόνο. Έτσι, οι σελίδες του περιοδικού δεν αποτελούσαν μόνο έναν συμβολικό χώρο έκφρασης της γυναικείας σεξουαλικότητας, αλλά προσέφεραν και μια πραγματική οικονομική ανεξαρτησία στις γυναίκες που πόζαραν για αυτό.

Το Playboy προέβαλε τη σύνδεσή του με την απελευθέρωση των γυναικών, τόσο μέσω του οικονομικού οφέλους για τις Playmates όσο και μέσω του Playboy Foundation. Ο Hefner υποστήριζε φιλελεύθερες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως τα δικαιώματα στην άμβλωση, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και το αντιπολεμικό κίνημα, πριν τα παραπάνω θέματα γίνουν δημοφιλή. Ναι, το Playboy ήταν, τρόπον τινά, “woke” για τα 60s. Παρά την προχωρημένη εικόνα του, ωστόσο, το περιοδικό δεν έμεινε στο απυρόβλητο. Δέχτηκε σφοδρές επικρίσεις από το φεμινιστικό κίνημα, το οποίο το κατηγορούσε για γυναικεία εκμετάλλευση, σεξιστικά μηνύματα και για την προβολή του Hefner ως ενσάρκωση του ανδρικού σωβινισμού.

Μία από τις πιο επικριτικές φωνές ήταν η Gloria Steinem, που το 1963 εργάστηκε μυστικά σε Playboy Club. Το άρθρο της «A Bunny’s Tale» αποκάλυψε τις σκληρές συνθήκες εργασίας, τους αυστηρούς κανόνες εμφάνισης και τις χαμηλές αμοιβές. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι γυναίκες που δούλευαν ως Bunnies δεν είχαν απλώς να ακολουθήσουν αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς και εμφάνισης, αλλά συχνά έπρεπε να πληρώσουν από την τσέπη τους για τις στολές τους. Ο έλεγχος στο σώμα τους ήταν ασφυκτικός, με τους προϊστάμενους να τις ενθαρρύνουν να υποβάλλονται σε πλαστικές επεμβάσεις για να ταιριάζουν περισσότερο στα αισθητικά πρότυπα του Playboy. Τα κορίτσια έπρεπε να ακολουθούν αυστηρά προτόκολλα και το glamour που διαφήμιζε το περιοδικό δεν ανταποκρινόταν στις εξαντλητικές συνθήκες εργασίας και τις χαμηλές αμοιβές τους. Το συγκεκριμένο άρθρο θεωρείται μέχρι και σήμερα ένα από τα πιο λαμπρά δείγματα ερευνητικής δημοσιογραφίας. 

Ο ιδρυτής και εκδότης του Playboy. Hugh Hefner, με τη χαρακτηριστική κόκκινη ρόμπα του. Φωτό: REUTERS/Lucy Nicholson/

Ο Hefner αντέδρασε με ειρωνεία, ισχυριζόμενος ότι τα κλαμπ του ήταν απλώς χώροι διασκέδασης και πως η Steinem ήθελε να δυσφημήσει το όραμά του. Ωστόσο, η εμπειρία αυτή αποτέλεσε καθοριστικό σημείο στην πορεία της Steinem προς τη φεμινιστική ακτιβιστική δράση. Χρόνια αργότερα, θα γινόταν μία από τις πιο σφοδρές επικρίτριες του Playboy, μέσα από το περιοδικό Ms., του οποίου η Steinem ήταν αρχισυντάκτρια. Ακολούθησαν κριτικές από πολλά άλλα περιοδικά. Ένα άρθρο του «Off Our Backs» παρουσίασε τις πρακτικές πρόσληψης των Playboy Bunnies ως παραπλανητικές, με τη συγγραφέα να δηλώνει ότι «έπεσε θύμα της πειστικής προπαγάνδας» του περιοδικού.

Σε συνέντευξή του στο Playboy, ο Hefner ρωτήθηκε σχετικά με την επιλογή των μοντέλων και των σερβιτόρων βάσει της εξωτερικής τους εμφάνισης. Η απάντησή του ήταν ξεκάθαρη: δεν έβλεπε κάτι αφύσικο στην προτίμησή του για νεότερα σώματα με έντονες καμπύλες. «Ένα σφριγηλό, νεανικό πρόσωπο και σώμα είναι πιο ελκυστικό σεξουαλικά και αισθητικά από το πρησμένο, το κρεμασμένο και το ρυτιδιασμένο σώμα», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, η εκμετάλλευση στη βιομηχανία του Playboy δεν περιοριζόταν μόνο στις συνθήκες εργασίας των Bunnies. Ένα ακόμη σημείο έντονης κριτικής ήταν η επιλογή υπερβολικά νεαρών μοντέλων για τις γυμνές φωτογραφίσεις. Η φεμινίστρια Germaine Greer, σε συνέντευξή της στο Playboy, μίλησε εκτενώς για την προβληματική φύση της γυμνής απεικόνισης γυναικών στο περιοδικό και το «entitlement» που παρείχε στους άνδρες. Επιπλέον, κατήγγειλε τα διπλά standards όσον αφορά την προβολή της ανδρικής και της γυναικείας σεξουαλικότητας: «Δίνεται η ψευδαίσθηση ότι οι 50χρονοι άνδρες έχουν το δικαίωμα να κάνουν σεξ με 15χρονες—ειδικά αν τους προσφέρουν διαμαντένια βραχιόλια—ενώ τις 50χρονες γυναίκες δεν αξίζει ούτε να τις κοιτάξεις». Το Playboy, παρά τη φιλελεύθερη ρητορική του, δεν κατάφερε ποτέ να απεμπλακεί από αυτές τις αντιφάσεις—κάτι που τελικά συνέβαλε στη σταδιακή πτώση του.

Μια πλατφόρμα υπέρ της ελευθερίας του λόγου

Ωστόσο, παρά την έντονη κριτική που δέχτηκε από το φεμινιστικό κίνημα, το Playboy συνέχισε να επαινείται ως σύμβολο ελευθερίας του λόγου, ιδιαίτερα σε μια εποχή όπου ο Μακαρθισμός, οι «μαύρες λίστες» του Χόλιγουντ και η λογοκρισία κυριαρχούσαν. Η στήλη των συνεντεύξεων του περιοδικού φιλοξένησε μερικές από τις πιο δυνατές φιλελεύθερες φωνές της εποχής, δίνοντας βήμα σε προσωπικότητες όπως ο Dr. Martin Luther King Jr., ο Malcolm X, η Ayn Rand και ο Fidel Castro. Για πολλούς από αυτούς, η συνέντευξη στο Playboy αποτελούσε έναν από τους ελάχιστους τρόπους να εκφράσουν τις απόψεις τους στο ευρύ κοινό. Η πλειοψηφία των καλεσμένων εκπροσωπούσε δημοκρατικές και αντιρατσιστικές απόψεις. Είναι, λοιπόν, αξιοσημείωτο πως ένα περιοδικό που συνδέθηκε τόσο έντονα με τον σωβινισμό και την καταπίεση των γυναικών, έπαιξε παράλληλα ρόλο στην ενίσχυση των καταπιεσμένων φωνών. 

Φώτο: EPA/JASON SZENES

Μία από τις πιο προοδευτικές στάσεις του περιοδικού ήταν η υποστήριξη του δικαιώματος αντίρρησης συνείδησης για τους στρατευμένους, καταδικάζοντας την πολεμική σύγκρουση στο Βιετνάμ και προτρέποντας τη νεολαία να αμφισβητήσει τις εξουσίες που θέλουν να τους στείλουν στον πόλεμο. Παράλληλα, αφιερώματα σε μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Salvador Dalí, ο Jean-Paul Sartre και ο Norman Mailer, έκαναν το περιοδικό ένα μέσο προβληματισμού και δημιουργικότητας.

Ένα άλλο παράδειγμα της προοδευτικότητας του, είναι η δημοσίευση της ιστορίας «The Crooked Man» το 1968, που παρουσίαζε έναν δυστοπικό κόσμο όπου η ομοφυλοφιλία ήταν ο κανόνας, ενώ η ετεροφυλοφιλία ήταν παράνομη. Στην ιστορία, μάλιστα, δημιουργούνταν έντονες κοινωνικές εντάσεις, με τους ετεροφυλόφιλους να καταδιώκονται από μάζες ομοφυλόφιλων, με το σύνθημα «κάντε την πόλη μας καθαρή ξανά». Η ιστορία αυτή ήταν αρκετά προοδευτική για την εποχή της και μάλιστα, το περιοδικό Esquire την είχε απορρίψει. Μετά την κυκλοφορία του τεύχους, πολλοί αναγνώστες έστειλαν γράμματα στα κεντρικά του Playboy, εκφράζοντας τον αποτροπιασμό τους. Ο Hefner απάντησε: «Αν θα ήταν λάθος να διώκονται οι ετεροφυλόφιλοι σε μια ομοφυλοφιλική κοινωνία, τότε το αντίστροφο είναι επίσης λάθος».

Φτιαγμένο από γυναίκες, για να το απολαμμβάνουν οι άνδρες

Το Playboy προσπάθησε να προσαρμοστεί στις κοινωνικές αλλαγές, ωστόσο, καθώς το περιοδικό συμπλήρωνε δύο δεκαετίες κυκλοφορίας, άρχισε να το βαραίνει η αίσθηση του «παλιακού». Οι ιστορίες μεσήλικων γυναικάδων που κυνηγούσαν νεαρές κοπέλες, δεν προκαλούσαν πλέον το ίδιο σκανδαλιστικό ενδιαφέρον. Αυτό που κάποτε έκανε το εγχείρημα του Hefner να μοιάζει τολμηρό και καινοτόμο, τώρα το έκανε να φαίνεται ξεπερασμένο. Ακόμη και ο Bob Guccione, δημιουργός του Penthouse, εξέφρασε την απογοήτευσή του για την παλιομοδίτικη προσέγγιση του Hefner απέναντι στις γυναίκες. «Το Playboy αντιμετωπίζει τις γυναίκες όπως ένα παιδί αντιμετωπίζει μια κούκλα», δήλωσε στο Time Magazine. «Η βασική διαφορά μεταξύ εμένα και του Hefner είναι ότι εμένα όντως μου αρέσουν οι γυναίκες». Μετά από δύο δεκαετίες κυριαρχίας, το Playboy δεν δεχόταν πλέον κριτική μόνο από τις φεμινίστριες – πολλοί δημοσιογράφοι άρχισαν επίσης να αναρωτιούνται αν το περιοδικό είχε ξεπεράσει τη διάρκεια ζωής του.

Παρά τη ρητορική του Hefner περί φιλελευθερισμού και ελευθερίας του λόγου, αυτή η ελευθερία φαινόταν να αφορά κυρίως μια συγκεκριμένη τάξη ανθρώπων—τους άνδρες. Η περίπλοκη κληρονομιά του περιοδικού δημιουργεί ένα ερώτημα που παραμένει επίκαιρο: παύει η πρόθεση να έχει σημασία, όταν η ζημιά είναι δεδομένη; Για τον δευτεροκυματικό φεμινισμό, το Playboy δεν ήταν παρά ένα ανδρικό δημιούργημα, στηριγμένο στη δουλειά των γυναικών αλλά φτιαγμένο αποκλειστικά για την ευχαρίστηση των ανδρών. Και για αυτές, οι αληθινοί ήρωες δεν ήταν εκείνοι που έδιναν βήμα σε φιλελεύθερες φωνές, αλλά γυναίκες όπως η Susan Brownmiller—που είχαν το θάρρος να αποκαλέσουν τον Hefner ακριβώς όπως τον έβλεπαν: έναν εχθρό των γυναικών.

Playboy χωρίς γυμνό, γίνεται;

Το Playboy πέρασε από σημαντικές μεταμορφώσεις τα τελευταία χρόνια, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στις νέες κοινωνικές συνθήκες και να επανασχεδιάσει την εικόνα του. Από τη μία πλευρά, η εταιρεία ήταν αντιμέτωπη με την αυξανόμενη δημοτικότητα του διαδικτύου και των online πλατφορμών, οι οποίες προσέφεραν γυμνές εικόνες και πορνογραφικό περιεχόμενο δωρεάν και άμεσα. Από την άλλη πλευρά, η αλλαγή στις αντιλήψεις γύρω από τη σεξουαλικότητα, την αντικειμενικοποίηση των γυναικών και την ηθική των μέσων ενημέρωσης, είχε κάνει το Playboy να φαίνεται ξεπερασμένο. Στα μάτια πολλών, το περιοδικό δεν αντιπροσώπευε πλέον την προοδευτική και απελευθερωτική στάση που είχε κάποτε, αλλά μάλλον μια ξεπερασμένη και υποτιμητική εικόνα του γυναικείου σώματος.

Το Playboy επιχείρησε στο παρελθόν να αλλάξει τη στρατηγική του ως προς το γυμνό. Το 2016 σταμάτησε να δημοσιεύει γυμνές φωτογραφίες. Ένα χρόνο αργότερα το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να τις επαναφέρει. Φωτό: EPA/SANTI CARNERI

Αυτό οδήγησε την εταιρεία σε μια σειρά από στρατηγικές αλλαγές. Το 2016, ο τότε διευθύνων σύμβουλος Ben Kohn και η νέα ομάδα διοίκησης αποφάσισαν να σταματήσουν τη δημοσίευση γυμνών εικόνων και να εστιάσουν περισσότερο στην «υψηλή» κουλτούρα, προσφέροντας περιεχόμενο που αφορούσε την τέχνη, την πολιτική και τον κοινωνικό προβληματισμό. Ακολούθησε ένας γενικότερος επανασχεδιασμός της αισθητικής του brand: οι φωτογραφίσεις έγιναν πιο καλλιτεχνικές και λιγότερο σεξουαλικές. Παράλληλα, το περιοδικό άρχισε να προβάλλει θέματα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη διαφορετικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, ενώ προσπαθούσε να αναδείξει πιο προοδευτικές αξίες. Το 2017, η Ines Rau έγινε η πρώτη ανοιχτά trans Playmate στην ιστορία του περιοδικού, ενώ το 2020 το εξώφυλλο του Playboy Brazil φιλοξένησε την επίσης τρανς influencer και ακτιβίστρια Giovanna Heliodoro. Παράλληλα, το 2018, η Ashley Graham, plus-size μοντέλο, φωτογραφήθηκε για το περιοδικό, προωθώντας το κίνημα του body positivity. Την ίδια χρονιά, το Playboy συνεργάστηκε με την queer καλλιτέχνιδα King Princess, ενώ το 2020 το εξώφυλλο του περιοδικού παρουσίασε τον Bretman Rock, έναν gender-nonconforming influencer. Επιπλέον, το 2018, το Playboy δημοσίευσε συνεντεύξεις με άτομα με αναπηρίες, όπως η ακτιβίστρια Emily Ladau, φέρνοντας στο προσκήνιο τη συζήτηση γύρω από τη σεξουαλική ζωή των ατόμων με αναπηρία. Όλες αυτές οι κινήσεις έδειξαν μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η παραδοσιακή, περιοριστική εικόνα του περιοδικού και να ευθυγραμμιστεί με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί ένταξης και διαφορετικότητας.

Ωστόσο, παρά την ανανεωμένη του κατεύθυνση, το νέο Playboy δεν κατάφερε να κερδίσει το κοινό που περίμενε. Πολλοί από τους παλιούς αναγνώστες δεν μπορούσαν να αποδεχτούν αυτήν την ριζική αλλαγή και το περιοδικό έμοιαζε να έχει χάσει την ταυτότητά του. Οι πωλήσεις μειώθηκαν δραματικά και το περιοδικό έχασε τη δύναμη που είχε παλαιότερα στον κόσμο των ανδρικών περιοδικών και της ποπ κουλτούρας. Η αλλαγή στην εικόνα του περιοδικού δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα και το Playboy βρέθηκε να αντιμετωπίζει τη δυσκολία της ταυτότητας του, ενώ ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός από online περιεχόμενο συνεχώς αυξανόταν. Το 2017, η εταιρεία αποφάσισε να επαναφέρει τις γυμνές φωτογραφίες, αν και με μια νέα προσέγγιση που εστίαζε σε πιο καλλιτεχνικές και λιγότερο ρηχές εικόνες. Παρά την επιστροφή στο παλιό του στυλ, το περιοδικό ποτέ δεν κατάφερε να ανακτήσει την πρώιμη αίγλη του. Το 2020, η πανδημία επηρέασε σοβαρά τη λειτουργία του περιοδικού. Στα τέλη Μαρτίου 2020, η εταιρεία ανακοίνωσε τη διακοπή της έντυπης έκδοσης του Playboy στις ΗΠΑ, με το τελευταίο τεύχος να είναι αυτό της άνοιξης του 2020. Η απόφαση αυτή ελήφθη λόγω των προκλήσεων που προκάλεσε η πανδημία στην παραγωγή και διανομή του περιοδικού.

Το μέλλον των ανδρικών περιοδικών στα χέρια των millennials και των Gen Z

Η επιβίωση των ανδρικών περιοδικών στην εποχή των millennials και των Gen Z είναι αμφίβολη, καθώς οι παραδοσιακοί τρόποι κατανάλωσης περιεχομένου έχουν αλλάξει ριζικά. Στην εποχή των social media, του OnlyFans και των πλατφορμών που επιτρέπουν στους δημιουργούς να μοιράζονται το έργο τους απευθείας με το κοινό τους, η ανάγκη για έντυπα ανδρικά περιοδικά, όπως το Playboy, τίθεται υπό αμφισβήτηση. Αν και το Playboy έχει προσπαθήσει να απομακρυνθεί από τον σεξισμό και να εστιάσει στη διαφορετικότητα και τη σεξουαλική θετικότητα από το 2016 έως το 2020, οι προσπάθειες αυτές δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία. Τώρα, το Playboy επαναλανσάρει τη στρατηγική του με μια νέα ψηφιακή πλατφόρμα που μοιάζει με το OnlyFans, επιτρέποντας στους δημιουργούς να δημοσιεύουν περιεχόμενο και να αλληλεπιδρούν με το κοινό τους. Ωστόσο, ακόμα κι αν αυτή η κίνηση προσφέρει μια νέα διάσταση, δεν είναι βέβαιο ότι το Playboy θα καταφέρει να αντεπεξέλθει στις σύγχρονες απαιτήσεις των millennials και των Gen Z.

Η νέα γενιά είναι πιο απαιτητική και επικριτική από ποτέ και δεν διστάζει να απορρίψει περιεχόμενο που θεωρεί παρωχημένο ή προβληματικό. Η ιδέα ενός ανδρικού περιοδικού, ακόμη κι αν έχει προσαρμοστεί σε ψηφιακή πλατφόρμα, φαίνεται να είναι εκτός τόπου και χρόνου. Οι νέες γενιές αναζητούν πιο άμεση και αυθεντική αλληλεπίδραση, η οποία δύσκολα μπορεί να καλυφθεί από ένα brand που έχει συνδεθεί τόσο έντονα με το παρελθόν του. Επιπλέον, η ποπ κουλτούρα έχει αλλάξει: οι νέοι άντρες δεν αναζητούν πια την εικόνα του «αναγκαίου» ανδρικού περιοδικού για να επηρεαστούν. Τα social media και οι πλατφόρμες όπως το TikTok και τα podcasts έχουν διαμορφώσει μια διαφορετική αντίληψη για την αρρενωπότητα, τον ερωτισμό και τη σεξουαλικότητα και το Playboy δεν φαίνεται να μπορεί να παρακολουθήσει αυτή την εξέλιξη. Με άλλα λόγια, η νέα γενιά δεν περιμένει από ένα έντυπο – ή ακόμα και από μια μετεξέλιξή του σε ψηφιακή πλατφόρμα – να της πει τι είναι σέξι, τι είναι ανδρισμός ή ποια είναι τα trends. Τα διαμορφώνει η ίδια, σε πραγματικό χρόνο, στα social media. Παρά την αναγνωρισιμότητα του brand, η υπερβολική σύνδεσή του με το παρελθόν, το καθιστούν δύσκολο να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την προσοχή του ηλικακά νέου κοινού.

Φωτό: EPA/JASON SZENES

Από την άλλη, η μετάβση που επιχειρεί ο τίτλος σε σε ένα creator-driven μοντέλο, όπου η ελευθερία και η αυθεντικότητα αντικαθιστούν τη «φωνή αυθεντίας» είναι ίσως το μόνο ρεαλιστικό (αλλά όχι εγγυημένα επιτυχημένο) σενάριο επιβίωσης. Ένα στοιχείο που θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ του Playboy είναι το nostalgia mode των νέων γενεών. Οι Millennials και οι Gen Z έχουν δείξει μια έντονη προτίμηση για ρετρό brands και την αναβίωση στοιχείων του παρελθόντος μέσα από μια σύγχρονη ματιά. Το φαινόμενο αυτό το βλέπουμε σε πολλούς τομείς: από τη μόδα και τη μουσική έως την αναβίωση παλιών τεχνολογιών (π.χ. βινύλια, φιλμ φωτογραφίας) και εμβληματικών brands που επιστρέφουν με εκσυγχρονισμένη αισθητική.

Η αναγνωρισιμότητα του Playboy ως σταθμού στην ποπ κουλτούρα του προηγούμενου αιώνα τού προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία, εφόσον το brand μπορέσει να μεταμορφωθεί σε κάτι που δεν εκμεταλλεύεται απλώς τη νοσταλγία, αλλά επανεφευρίσκει την ταυτότητά του με τρόπο που να ταιριάζει στις αξίες και τις ανάγκες των νέων γενεών. Σε κάθε περίπτωση, το Playboy και τα υπόλοιπα ανδρικά περιοδικά δεν μπορούν πλέον να βασίζονται σε έναν καθορισμένο τρόπο ζωής που απλώς θα επικοινωνούν στο κοινό. Πρέπει να αποδεχτούν ότι δεν είναι πια αφηγητές, αλλά συμμετέχοντες σε έναν χώρο που κυριαρχείται από δημιουργούς περιεχομένου, real-time αλληλεπίδραση και προσωπικές αφηγήσεις. Αν δεν καταφέρουν να επαναπροσδιορίσουν -όχι απλώς την αισθητική τους, αλλά- τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής τους και να ενσωματωθούν πλήρως στο νέο οικοσύστημα περιεχομένου, τότε η επιβίωσή τους θα είναι εφήμερη. Στην καλύτερη περίπτωση, θα γίνουν συλλεκτικά αντικείμενα νοσταλγίας, στη χειρότερη, θα χαθούν εντελώς.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.