Τα τελευταία αρκετά χρόνια, εδραιώνεται αναμφισβήτητα μια προϊούσα συνθήκη κοινωνικής απάθειας απέναντι στα δημόσια ζητήματα, στην πολιτική λειτουργία και φυσικά στο κομματικό φαινόμενο.
Τα μεγέθη αποχής που παρατηρούνται στις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά και η ορατή – δια γυμνού οφθαλμού – αδιαφορία για οτιδήποτε συλλογικό, διαμορφώνουν ένα πρωτόγνωρο έλλειμμα ενεργής πολιτικής κοινωνίας στις μέρες μας. Οι αιτίες πολλές και απαιτούν πραγματεία εκτενή για ν’ αναλυθούν. Πολύ συνοπτικά, θα μπορούσαμε να σταθούμε στην απώλεια κάθε αποθέματος εμπιστοσύνης από την πλευρά των πολιτών προς τους πολιτικούς, τα κόμματα, αλλά και τους θεσμούς εν γένει, της δικαιοσύνης συμπεριλαμβανομένης.
Ο μέσος πολίτης, βρισκόμενος μέσα και στην απόλυτη κυριαρχία και θεοποίηση του ατομικού μικρόκοσμου στον οποίο βυθίζεται, δεν εκτιμά το κομματικό σύστημα, δεν υπολήπτεται ούτε στοιχειωδώς τα πολιτικά πρόσωπα και κυρίως δεν περιμένει πλέον αλλαγές στη ζωή του από την πολιτική και τη συλλογική λειτουργία. Δυστυχώς, όχι αδίκως. Πολλάκις, τα τελευταία χρόνια έχει δικαιωθεί αυτή η απαισιοδοξία, που αγγίζει τα όρια της απόγνωσης. Κι έτσι ζούμε σε εποχή πλήρους εξατομίκευσης και εγκαθιδρυμένης απάθειας για το πολιτικό γίγνεσθαι, συχνά και για το κοινωνικό.
Και τα Τέμπη; Τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια; Τι συμβαίνει και ο κόσμος πλημμυρίζει αγνά τις πλατείες σε κάθε σχετικό κάλεσμα; Πώς εξηγείται η αυθόρμητη, ακομμάτιστη και τεράστια συμμετοχή των πολιτών στα συλλαλητήρια της τελευταίας Κυριακής του Ιανουαρίου και πώς άραγε θα ερμηνευθούν οι μαζικές αντιδράσεις και εκδηλώσεις που θα λάβουν χώρα τις επόμενες μέρες και βδομάδες;
Όσο κι αν φαντάζει παράδοξο, οι αιτίες είναι κοινές με αυτές που σε άλλα πεδία ζωής, προκαλούν απάθεια και αποστασιοποίηση. Οι άνθρωποι, οι πολίτες, αντιλαμβάνονται συνήθως την πραγματικότητα με σχετική επάρκεια. Ειδικά όταν θέλουν, γνωρίζουν πολύ καλά τον κρίσιμο πυρήνα των θεμάτων και του περιβάλλοντος. Ακόμα και με ελλιπή ενημέρωση από ΜΜΕ, που αντί να βρίσκονται αμερόληπτα απέναντι στην εξουσία, την υπηρετούν με εντυπωσιακά εξόφθαλμο τρόπο, ακόμα και μέσα στη μηδενιστική απέχθεια για την πολιτική και τους πολιτικούς, έστω και ενστικτωδώς, οι άνθρωποι και οι λαοί συνολικά, πάντα ξέρουν.
Στην αλήθεια, οι πολίτες φτανουν με πολλούς τρόπους και όχι μόνο με εκείνους που θα ήθελαν ελεγχόμενα να επιβάλουν οι κάθε κατηγορίας εξουσίες. Κι ας σιωπούν, ενίοτε, στην καθημερινότητά τους. Έρχεται πάντα και η ώρα της φωνής. Την ίδια στιγμή, πολίτες έχουν ζωές ολοένα πιο πιεσμένες και αγχωτικές. Ζούνε ολοένα πιο φοβισμένοι και ανασφαλείς. Η φοβική ατομικότητα που κυριαρχεί στις μέρες μας, πηγαίνει χέρι χέρι και με το δυσβάσταχτο βάρος της ατομικής ευθύνης, που τείνει να καταστεί η μοναδική που υφίσταται πλέον. Κυρίως, οι άνθρωποι, ζουν ολοένα και περισσότερο χωρίς ελπίδα. Οι προσδοκίες τους για το μέλλον είναι σαφείς και δυσοίωνες. Σχεδόν νεκρές οριστικά. Όλες οι έρευνες, αλλά και μια απλή κοινωνική παρατήρηση, που καθένας εύκολα κάνει, οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα πως οι πολίτες αναμένουν να ζήσουν χειρότερα από τις προηγούμενες γενιές, αλλά και χειρότερα απ’ ότι οι ίδιοι έχουν ζήσει σε προηγούμενα χρόνια. Η απόλυτη πλειονότητα των ανθρώπων, περιμένουν κάθε επόμενη μέρα να είναι χειρότερη από την προηγούμενη, κάθε αλλαγή να είναι για κακό και όχι για καλό.
Το έγκλημα των Τεμπών, αλλά και όλες οι αντιδράσεις που ακολούθησαν, συνεχίζονται και θα συνεχιστούν, συμπυκνώνουν με ακρίβεια όλα τα προαναφερθέντα. Οι πολίτες, για όσα ζουν καθημερινά και καθόλου δεν τους αρέσουν, έχουν καταλήξει ν’ αντιδρούν, κατά κανόνα πλέον, με απάθεια, με απόσυρση και κοινωνική παραίτηση. Ίσως ασυνείδητα, ίσως ημιμαθώς και τελικά, ίσως λανθασμένα και αναποτελεσματικά για τους ίδιους τους εαυτούς τους. Όμως, όταν έρχεται ένα αμείλικτο γεγονός – τομή που σκοτώνει τόσο άμεσα και βίαια την ίδια τη ζωή και τα όνειρα των νέων ανθρώπων, δηλαδή την ελπίδα και τις προσδοκίες, που παγώνει τον χρόνο και τις καρδιές, τότε η σύνδεση με όσα ζούμε όλοι, γίνεται αυτόματα και τούτος ο γενικευμένος θάνατος δεν αντέχεται. Τότε οι άνθρωποι βγαίνουν, ίσως πρόσκαιρα και στοχευμένα, από την απάθεια και ξαναγίνονται ενεργοί και ωραίοι πολίτες. Αξίζει μάλιστα να σκεφτούμε όλοι οι πολίτες, πόση δύναμη έχει η αποφασιστική συλλογική συμμετοχή στον δημόσιο χώρο και στα σημαντικά της ζωής μας. Και οτιδήποτε έχει τόση δύναμη, φέρει την ίδια ώρα και την ευθύνη αυτής της δύναμης. Την ευθύνη του αν και πώς αξιοποιείται τούτη η ισχύς.
Στην πραγματικότητα, αυτό που νιώθουν οι άνθρωποι να πεθαίνει λίγο λίγο στην καθημερινότητά τους, στα Τέμπη εκτελέστηκε εν ψυχρώ, ακαριαία και με πρωτόγνωρη αγριότητα. Η ελπίδα για ομορφιά, η προσδοκία για ένα καλύτερο μέλλον, όταν σβήνουν σιγά σιγά στη ρουτίνα της περίκλειστης ατομικής ζωής, οδηγούν σταδιακά σε απάθεια και αδιαφορία. Όταν όμως σκοτώνονται βίαια σε μια στιγμή και στο πρόσωπο αθώων παιδιών, τότε η αντίδραση γίνεται ζωντανή, παρούσα και δε θα πάψει. Μέχρι τη δικαίωση. Κι η δικαίωση σε τούτη την περίπτωση, θα είναι να υπάρξει εκ νέου, έστω και στοιχειωδώς, η ελπίδα μιας καλύτερης ζωής των τυχερών που βρίσκονται ακόμα εν ζωή.
Με άλλα λόγια, η απάθεια της κοινωνίας απέναντι σε σειρά θεμάτων από τη μία πλευρά, αλλά και η μαζική και ενεργή συμμετοχή στο ζήτημα των Τεμπών από την άλλη, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι ίδιοι ακριβώς πολίτες πραγματώνουν αμφότερες τις συμπεριφορές. Η πολιτική εξουσία είναι προφανές πως αυτό ποτέ δεν το αντιλήφθηκε και πιθανώς ούτε τώρα, καθώς συνεχίζει τη ρηχή και ευκαιριακή διαχείριση του θέματος, τίποτα περισσότερο. Ζούμε σε καιρούς με πολύ «λίγους» πολιτικούς που δεν έχουν τη δυνατότητα, ούτε καν να καταλάβουν στοιχειωδώς την κοινωνία, πόσο μάλλον να την κυβερνήσουν με όραμα και αποτελεσματικότητα. Τέτοιες συνθήκες ευνοούν την κοινωνική διάλυση, αλλά και την πολιτική ανέλιξη τυχοδιωκτών, που φαντάζουν για πολλούς, πιο ενδιαφέροντες, τουλάχιστον από τους ιδιοτελείς μέτριους που υποδύονται τους σοβαρούς.
Τα Τέμπη θα είναι πάντα ο σκληρός καθρέφτης για πολίτες και πολιτικούς. Κι όπως κάθε καθρέφτης, που κάποτε μας έδειξε την αλήθεια, θα είναι παρών. Ακόμα κι αν κυνικά, ενίοτε τον ξεχνάμε ή υποκρινόμαστε πως δεν τον κοιτάμε.
Ο Βασίλης Παυλίδης είναι Οικονομολόγος