«Μονοπώλιο στη συναίνεση, δεν έχετε. Όσο τώρα για τη στήριξη στον Τάσο Γιαννίτση, θα ήταν πολύ καλύτερο να του την είχατε δώσει 25 χρόνια πριν. Αργήσατε 25 χρόνια», κατήγγειλε ο Πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής στη συζήτηση για το αγροτικό (24.01.2025) απευθυνόμενος στον κ. Ανδρουλάκη. Αναρωτήθηκε μάλιστα τι έλεγε η νεολαία ΠαΣοΚ τότε γα την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Επικαλούμενος όμως την ανεπάρκεια των αρχείων, υπέθεσε ότι «δεν θα ήταν πολύ υποστηρικτική».
Ωστόσο, αν ο κ. Μητσοτάκης είχε προσφύγει στα αρχεία, θα έβλεπε πως τον Απρίλιο του 2001, ήταν ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος της ΝΔ Κώστας Καραμανλής που υποσχέθηκε στον Πρόεδρο της ΓΣΕΕ Χρήστο Πολυζωγόπουλο, ότι δεν θα περάσει το ασφαλιστικό. (https://www.in.gr/2001/04/24/greece/den-tha-perasei-to-asfalistiko-tonise-ston-polyzwgopoylo-o-karamanlis/). Ο κ. Μητσοτάκης θα είχε εντοπίσει και μια άλλη δήλωση του κ. Καραμανλή για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού: «η ΝΔ απορρίπτει οποιαδήποτε αύξηση ορίων ηλικίας και εισφορών, καθώς και την επιβολή βαρών στους οικονομικά ασθενέστερους». (Το Βήμα Παρασκευή 20 Απριλίου 2001, Α10). Μάλιστα, στο σχετικό δημοσίευμα σημειώνεται ότι ο κ. Καραμανλής δεν αντέτεινε συγκεκριμένα μέτρα και προτάσεις για την επίλυση του ασφαλιστικού προβλήματος.
Προφανώς, και η ΔΑΚΕ την εποχή εκείνη ήταν απέναντι στις προτεινόμενες αλλαγές. Σε ανακοίνωσή της υπογράμμιζε ότι «η κατεδάφιση του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης που αποφάσισε η κυβέρνηση Σημίτη με συνοπτικές διαδικασίες μέσα στο κομματικό της παρασκήνιο, μακριά από τους προβληματισμούς και τις αγωνίες της κοινωνίας, θα μας βρει αντιμέτωπους». (Το Βήμα Παρασκευή 20 Απριλίου 2001, Α5).
Το ΠαΣοΚ δεν στήριξε, τη μεταρρύθμιση του κ. Γιαννίτση. Πράγματι. Ούτε βέβαια κάποιο άλλο κόμμα ή οι συνδικαλιστικές ομάδες ή κάποια κοινωνική δύναμη. Και ασφαλώς, εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς τι έκαναν οι επόμενες κυβερνήσεις της ΝΔ για την ουσιαστική και μακροχρόνια αντιμετώπιση του ασφαλιστικού προβλήματος.
Όσον αφορά τους συνδικαλιστές και συγκεκριμένα τη ΓΣΕΕ, στο ερώτημα εάν με δεδομένη τη διαπίστωση ελλειμμάτων υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης του ελληνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης η απάντησή τους ήταν ότι «το ερώτημα ενέχει κινδυνολογικό και μόνο χαρακτήρα και τίθεται σκόπιμα για να μεγιστοποιήσει τις υφιστάμενες αδυναμίες και να υποβάλει την «ψυχολογική» παραδοχή από την κοινή γνώμη της ανάγκης περικοπών των παρεχομένων ασφαλιστικών δικαιωμάτων».
Βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι «στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος κατάρρευσης ενός Σ.Κ.Α., αφού, τελικός εγγυητής των πληρωμών των παροχών του Συστήματος είναι ο κρατικός προϋπολογισμός και συνεπώς, μόνον εάν πτωχεύσει το ίδιο το κράτος ανακύπτει το θεωρητικό, πάντως, ενδεχόμενο να καταρρεύσει και το Σ.Κ.Α.».
Μετά από την ανάπτυξη των επιχειρημάτων, το συμπέρασμα ήταν χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής εκείνης: «Με βάση τα πιο πάνω, θεωρούμε ως στερούμενο σοβαρότητας οποιονδήποτε ισχυρισμό περί πιθανότητας κατάρρευσης του κοινωνικοασφαλιστικού Συστήματος της χώρας, ασχέτως αν ο ισχυρισμός αυτός επικαλείται, προς επίρρωση ή προς στήριξή του, το μακροχρόνιο αναλογιστικό ή το βραχυπρόθεσμο ετήσιο διαχειριστικό έλλειμμα του Σ.Κ.Α.» (Ενημέρωση, Μηνιαία έκδοση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, τ. 69, Μάρτιος 2001).
Όμως ακόμη και σήμερα, από την πλευρά τού ΣΥΡΙΖΑ, ο κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος Νίκος Παππάς, σημείωνε σε συνέντευξή του στον Real FM (27.01.2025): «το ΠαΣοΚ προτείνει [για την Προεδρία της Δημοκρατίας] έναν άνθρωπο ο οποίος συνδέεται με μια αλλαγή στο ασφαλιστικό η οποία είναι κατά τη γνώμη μου όχι αδόκιμη, είναι και καταστροφική όπου έχει εφαρμοστεί. Και μάλιστα μου έκανε εντύπωση, πρέπει να σας πω και έτσι με μια λίγο ειλικρίνεια παραπάνω από την τυπική, δεν περίμενα να το προτάξει ο κ. Γιαννίτσης ως το μείζον χαρακτηριστικό της υποψηφιότητάς του και ως σήμα δικαίωσης μιας αλλαγής στο ασφαλιστικό που πρότεινε την ολική απόσυρση του κράτους από τη χρηματοδότηση. Είναι συνταγές οι οποίες δοκιμάστηκαν σε άλλου τύπου καθεστώτα αυτές».
Η ειλικρίνεια του κ. Παππά διαψεύδεται από την πραγματικότητα. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2001, δεν προέβλεπε την ολική απόσυρση του κράτους από τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού. Και πάντως, εγείρει το ερώτημα εάν ο κ. Παππάς έχει συνειδητοποιήσει ότι το ασφαλιστικό που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2016 προέβλεπε κατά πολύ επαχθέστερα μέτρα της μεταρρύθμισης Γιαννίτση.
Ο ίδιος ο κ. Γιαννίτσης στο βιβλίο του «Το ασφαλιστικό και η κρίση», δίνει τα στοιχεία που συνηγορούν στο ότι «χωρίς την επίδραση του ασφαλιστικού, το 2009 η χώρα θα βρισκόταν με ένα δημόσιο χρέος που δεν θα της προκαλούσε τόσο σοβαρό πρόβλημα, ίσως να μη χρειαζόταν το 2ο και το 3ο Μνημόνιο και, πιθανότατα, η επίδραση της κρίσης θα είχε χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα άλλων χωρών κατά την ίδια περίοδο».
«Πρώτον, τα αθροιστικά ελλείμματα και οι συνολικές δημόσιες δαπάνες (71,3 δισ. ευρώ) για το ασφαλιστικό αντιπροσώπευαν το 83% των αθροιστικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης της περιόδου 2006-2009, που οδήγησαν στη μεγάλη κρίση της χώρας. Η αύξηση των κρατικών δαπανών για το ασφαλιστικό, μεταξύ 2006 και 2009, αντιστοιχεί, επίσης, στο 36% περίπου τις εκτίναξης του δημοσιονομικού ελλείμματος που οδήγησε στη δημοσιονομική κατάρρευση (+ 8,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ).
Δεύτερον, πέρα από την επίδραση στα δημοσιονομικά ελλείμματα, οι ετήσιες δημόσιες δαπάνες για το ασφαλιστικό αντιπροσώπευαν αθροιστικά το 83,6% της αύξησης του δημόσιου χρέους την περίοδο 2000-2009 και το 405,2% την περίοδο 2010-2014».
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά την προσπάθεια εκείνης της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και ειδικότερα μετά την κρίση χρεωκοπίας της χώρας, οι πολιτικοί παράγοντες θα έπρεπε να είναι περισσότερο προσεκτικοί στις δηλώσεις τους και να μην αναζητούν ευθύνες στους άλλους. Ας αναλογιστούν και οι ίδιοι τι θα έπρεπε να έχουν κάνει. Κυρίως ας καταλάβουν τι πραγματικά σημαίνει η μεταρρυθμιστική αδράνεια για τη χώρα.
Αν γίνεται λόγος για ατολμία, το ερώτημα είναι μέχρι πού μπορεί να προχωρήσει η πολιτική όταν η κοινή γνώμη είναι απέναντι. «Η πολιτική είναι σαν το έρωτα. To timing έχει σημασία», έλεγε ο Fareed Zacharia. Πράγματι, αλλά και η σωστή και έγκαιρη ενημέρωση.
Υπό άλλο πρίσμα, αυτό του Otto von Bismarck, «η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού» κι εκείνη την περίοδο ήταν ανέφικτο να περάσει η μεταρρύθμιση Γιαννίτση. Η υποχώρηση της κυβέρνησης Σημίτη μπροστά στο ενιαίο μέτωπο των πάντων, επέτρεψε να γίνει εφικτό ένα πολιτικό πρόγραμμα που οδήγησε τη χώρα στον πυρήνα της ΕΕ, έκανε το ανέφικτο εφικτό, εντάσσοντας την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να έχει επιλυθεί το κυπριακό και προχώρησε τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Προφανώς, όταν ο κύριος Μητσοτάκης καταγγέλλει ότι το ΠαΣοΚ άργησε να στηρίξει τον κ. Γιαννίτση, έμμεσα παραδέχεται ότι η μεταρρύθμιση έπρεπε τότε να είχε προχωρήσει. Για μια πολιτική ειλικρίνειας, συνέπειας και υπευθυνότητας που θέλει να τον χαρακτηρίζει, ίσως θα ήταν καλύτερα να είχε ευθέως τοποθετηθεί στο ζήτημα. Το ΠαΣοΚ άργησε 25 χρόνια, είπε ο πρωθυπουργός. Αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Οι υπόλοιποι;
Η Μαρίνα Ρήγου είναι Επ. Καθηγήτρια ΕΜΜΕ, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δημοσιογράφος