Και τη φετινή σεζόν «εγένετο Μάκης Παπασημακόπουλος» στη ελληνική τηλεόραση. Σε αντίθεση ωστόσο με τη βιβλική αφήγηση, η παρουσία του δεν ήρθε από το πουθενά. Ο Μάκης ήταν για χρόνια εκεί -ok, όχι στους τηλεοπτικούς δέκτες- αλλά εκεί σε σελίδες περιοδικών, σε ραδιοφωνικές εκπομπές, στα συναυλιακά stages, στα πιο cult φεστιβάλ, στα dj booths των αθηναϊκών μπαρ, σε podcasts και vidcasts, σε μερικά από τα πιο δημοφιλή βίντεο του ελληνικού YouTube.
Ο Παπασημακόπουλος που έχει δημιουργήσει δεκάδες χαρακτήρες, άλλοι προορισμένοι για να γράφουν δεκαετίες ζωής και άλλοι για να ζουν και να πεθαίνουν μέσα στον κύκλο ενός viral, ο Παπασημακόπουλος του avant garde αλλά και ωμού χιούμορ, αυτός ο τύπος που έμοιαζε να είναι δύο ταχύτητες μπροστά, συντονίστηκε με τους ρυθμούς του mainstream.
Στην κωμωδία του Mega «Έχω παιδιά» υποδύεται τον Τόνι, ένα αισχρό αφεντικό, το οποίο εισβάλει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις οθόνες μας.
Για πολλά χρόνια ήσουν ένα άτομο πολύ εξωστρεφές σε συγκεκριμένες κοινότητες. Πλέον όμως έχεις απεύθυνση και απήχηση σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Μίλησε μας για αυτή τη μετάβαση…
Νομίζω ότι οποιοσδήποτε εκτίθεται στην τηλεόραση αποκτά, θέλοντας και μη, πρόσβαση σε έναν mainstream κόσμο, ο οποίος πολλές φορές δεν γνωρίζουμε ποιος πραγματικά είναι. Προσωπικά, το βιώνω περίεργα επειδή ακριβώς δεν ήμουν και δεν είμαι ένα άτομο εκ φύσεως εξωστρεφές. Γίνεται ακόμα πιο περίεργο επειδή συμμετέχω στο «Έχω παιδιά», δηλαδή σε μια σειρά που πηγαίνει καλά και την παρακολουθεί κόσμος. Ξέρεις, για αρκετό κόσμο είμαι «ο τύπος από το ‘‘Έχω παιδιά’’. Μου φαίνεται πολύ παράξενο.
Είμαι σίγουρος ότι δεν θα ήταν στα resolutions σου το να περπατάς στο δρόμο και να σε αναγνωρίζουν λόγω της συμμετοχής σε ένα σίριαλ…
Ήταν κάτι που ήρθε από το πουθενά. Με κάλεσε μια μέρα ο Λάμπρος Φισφής και μου πρότεινε έναν ρόλο στη σειρά, ο οποίος μάλιστα ήταν διαφορετικός από αυτόν στον οποίο καταλήξαμε.

Φωτό: Νίκος Κόκκας
Για ποιον ρόλο στο «Έχω παιδιά» σε προσέγγισαν αρχικά;
Ο χαρακτήρας για τον οποίο έκανα casting ήταν ο Έκτορας Ταλάζ, ο σύζυγος της Ιωάννας. Δεν μου ταίριαζε ιδιαίτερα και τότε έπεσε η ιδέα να με δοκιμάσουν στον ρόλο του Τόνι. Ρώτησα «Ποιος είναι ο Τόνι;» και μου απάντησαν «Ένα άθλιο αφεντικό που εκμεταλλεύεται τους υπαλλήλους του». Και σκέφτηκα «Βεβαίως! Έχω αντίστοιχες αναφορές».
Είναι τρομερό που όλοι έχουμε να θυμόμαστε τουλάχιστον ένα τέτοιο αφεντικό ή προϊστάμενο…
Ο χαρακτήρας του Τόνι μπορεί να είναι μια καρικατούρα αλλά προφανώς έχει στοιχεία από αφεντικά που είχα συναντήσει και εγώ στη ζωή μου. Οι ατάκες του Τόνι, μέσα από την υπερβολή τους, είναι ατάκες που έχω ακούσει, όπως φαντάζομαι ότι έχει ακούσει κάθε εργαζόμενος. Όταν λοιπόν τον υποδύομαι από τη μία γελάω που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, αλλά ταυτόχρονα κλαίω που τους ανεχθήκαμε και τους ανεχόμαστε ως υπάλληλοι.
Πώς ήταν να συμμετέχεις σε μια σειρά με άλλους επαγγελματίες ηθοποιούς, δεδομένου ότι εσύ δεν έχεις το αντίστοιχο υπόβαθρο στην υποκριτική;
Ήταν και παραμένει δύσκολο διότι είναι πρώτη φορά που συμμετέχω σε μια δουλεία και ο χαρακτήρας μου έχει πλήρες σενάριο. Δεν υπάρχει περιθώριο για αυτοσχεδιασμούς -άντε να αλλάξω μία λέξη. Επειδή λοιπόν είμαι κάκιστος στο να θυμάμαι το οτιδήποτε, τα σενάρια για εμένα είναι πραγματικός εφιάλτης. Για το λόγο αυτό, σε όποια σκηνή είμαι καθιστός έχω κάπου ανάμεσα στο ντεκόρ τις σημειώσεις -αυτό είναι ένα από τα running jokes στα γυρίσματα. Αισθάνομαι λίγο όπως στο Λύκειο, όταν δεν υπήρχε διαγώνισμα που να μην είχα κάνει σκονάκι.
Σκέφθηκες να αρνηθείς, δεδομένου ότι αυτό δεν είναι η βασική σου δουλειά;
Παρά το γεγονός ότι η πρόταση έγινε από τον Λάμπρο, του οποίο το χέρι και το ταλέντο εκτιμώ και εμπιστεύομαι, στη αρχή το φοβήθηκα -δεν το κρύβω. Μόλις όμως έκανα το πρώτο meeting όποια δεύτερη σκέψη είχα κάμφθηκε.
Από εκεί και πέρα, θέλω να είμαι πολύ ειλικρινής, η πρόταση αυτή ήρθε σε μια περίοδο κατά την οποία αναζητούσα τρόπους να αυξήσω τις πηγές εισοδήματός μου, προκειμένου να ανταποκριθώ στην πίεση που νιώθουν πολλοί άνθρωποι στην ηλικία μου, οι οποίοι βιοπορίζονται -όπως και εγώ- αποκλειστικά από την εργασία τους και αντιλαμβάνονται από τη μία ότι θα πρέπει να συνεχίσουν να δουλεύουν πολύ για αρκετά ακόμα χρόνια αλλά και ότι όταν φτάσουν στο τέλος της διαδρομής δεν θα τους περιμένει κάποια αξιοπρεπής σύνταξη. Είναι κάτι που έζησα στην οικογένεια μου με τη συνταξιοδότηση του πατέρα μου -δημιουργήθηκε ξαφνικά μια πίεση στα οικονομικά.

Φωτό: Νίκος Κόκκας
Οι «δεύτερες σκέψεις» έχουν να κάνουν και με τη σημερινή δύσκολη θέση της κωμωδίας μέσα στο περιβάλλον της ελληνικής τηλεόρασης;
Ως έναν βαθμό ναι, παρά το γεγονός ότι αφενός εμπιστεύομαι πολύ τον Λάμπρο και αφετέρου είχα διαβάσει ατάκες του Τόνι, μου άρεσαν και ένιωθα ότι θα μπορούσα να το υπηρετήσω. Πλην ελαχίστων περιπτώσεων, το sitcom στην Ελλάδα υποφέρει επειδή στη χώρα μας είναι πολύ δύσκολο να παραχθεί κωμικό γράψιμο. Νομίζω έχουμε μεγάλο θέμα με την αντίληψη της κωμωδίας και αυτό φαίνεται από τα πράγματα με τα οποία γελάει ο μέσους Έλληνας -τα οποία νομίζω ότι είναι αρκετά επιφανειακά. Εξίσου προβληματική είναι και η προσδοκία που έχει το εναλλακτικό -ας το πούμε έτσι- κοινό, που περιμένει από ένα τηλεοπτικό sitcom να φέρει κάτι ανατρεπτικό στην κωμωδία. Αυτό είναι κάτι που δεν έχει γίνει ούτε στις ΗΠΑ, αν εξαιρέσουμε το «Seinfield».
«Δεύτερες σκέψεις» είχες και για την συμμετοχή σου στην περιβόητη πλέον παράσταση «Πες το Ψέματα», η οποία προκάλεσε την αντίδραση των γυναικών της stand up κοινότητας επειδή ένιωσαν ότι αποκλείστηκαν. Εσύ ήσουν ανάμεσα στους πρώτους καλεσμένους που πήρε θέση και αποχώρησες, στηρίζοντας έτσι τις γυναίκες κωμικούς, πριν καν ανακοινωθεί η ματαίωσή της. Θεωρείς ότι κάπου χάθηκε το μέτρο σε όλη αυτή την ιστορία;
‘Όπως σε οτιδήποτε σχεδόν που καταλήγει να σερβίρεται στην σφαίρα των social media, νομίζω πως και εδώ όντως από κάποιο σημείο και πέρα χάθηκε το μέτρο. Θεωρώ βέβαια ότι η θέση των γυναικών ήταν δίκαιη και αν έχουμε φτάσει στο σημείο να σταυρώνουμε κατηγορίες εργαζομένων για δίκαιες διεκδικήσεις στους ευρύτερους χώρους εργασίας, τότε κάτι δεν πάει καλά. Ο καθένας έχει το δικαίωμα της άποψής του ασφαλώς, αλλά θεωρώ πως εν τέλει, με πιο προσεκτικούς χειρισμούς από πλευράς παραγωγής, το θέμα θα μπορούσε να είχε λυθεί πριν καν ξεκινήσει. Άλλωστε δεν μιλάμε για έναν χώρο (αυτό του ελληνικού stand up) που είναι αχανής. Μπορεί να μπαίνουν ασφαλώς νέα πρόσωπα, αλλά συνολικά μιλάμε για μια μάζα ανθρώπων που χωρούν σε μια μεγάλη αίθουσα χορού. Άρα, τα δεδομένα προβλήματα «ισορροπιών» του χώρου ήταν γνωστά, το ίδιο και οι άνθρωποι που εμπλέκονται σε αυτά. Μια κουβέντα «στρογγυλής τραπέζης» μπορούσε να είχε γίνει εδώ και καιρό. Τώρα πλέον δεν ξέρω σε τι αποτέλεσμα κατέληξε η όλη ιστορία, πλην της αποσαφήνισης αρκετά αυστηρών battle lines.

Φωτό: Νίκος Κόκκας
Ο Τόνι είναι πιο πρόσφατος χαρακτήρας που υποδύεσαι, αλλά έχουν προηγηθεί τόσοι και τόσοι άλλοι. Κάποιους θα τους ξαναδούμε/ξανακούσουμε;
Οι χαρακτήρες του «Επαγγελματικού Προσανατολισμού» έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους. Έχουν αποκτήσει μία δεύτερη ή ακόμα και τρίτη ζωή επειδή αποσπάσματα από αυτά τα βίντεο αναπαράγονται ακόμα στα social media. Αν τώρα μιλάμε για χαρακτήρες όπως ο Μακ Πάπας από το ραδιοφωνικό fight club ή ο Χατζηστεφάνογλου από το Νetwix, νομίζω ότι ξεπέρασε η ίδια η πραγματικότητα. Γιατί να κάνω τον Μακ Πάπας όταν ο ανθρωπότυπος που αντιπροσωπεύει θα μπορούσε εύκολα να είναι στο Υπουργικό Συμβούλιο του Τραμπ; Αντίστοιχα, ο Χατζηστεφάνογλου δεν είναι περισσότερο καρικατούρα από αληθινούς ανθρώπους που έχουν πρόσβαση στα μίντια ή είναι ακόμα και μέλη του Κοινοβουλίου.
Ένιωσες λοιπόν ότι πολλές φορές η ειρωνεία σου όχι μόνο δεν γινόταν αντιληπτή ως τέτοια, αλλά και ότι πολλοί θα νόμιζαν ότι μιλούσες με απόλυτη σοβαρότητα;
Μα ένας από τους λόγους που έχω απομακρυνθεί από τον Χατζηστεφάνογλου διότι διαπίστωσα ότι ένα μεγάλο μέρος των σχολιαστών στο διαδίκτυο θεώρησε ότι «καλά τα λέει». Κάτι που αποδεικνύει ότι πρέπει να είμαστε ακόμα πιο προσεκτικοί στο τι λέμε, πώς το λέμε και με τι κάνουμε πλάκα. Πρέπει να είμαστε πολλοί προσεκτικοί να μην παρασυρόμαστε από τον χαρακτήρα που υποδυόμαστε. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο, ειδικά όταν ένας χαρακτήρας είναι επιτυχημένος. Νομίζω ότι το σημαντικότερο όλων είναι να θυμάσαι ποιος είσαι, ειδικά όταν έχεις μια επιτυχία.
Εσύ νιώθεις επιτυχημένος;
Μένω στον Άγιο Ελευθέριο, πόσο επιτυχημένος να νιώθω; Σε καμία περίπτωση δεν νιώθω επιτυχημένος. Νιώθω όμως περήφανος για μερικά πράγματα που έχω πετύχει.
Τα οποία είναι αυτά για τα οποία σε γνωρίζει ο πολύς κόσμος;
Ξεκάθαρα όχι! Νιώθω περήφανος για το The Flm Pit (σ.σ. το κινηματογραφικό podcast που συμπαρουσιάζει με τον Στέλιο Καρακάση και τον Αχιλλέα Χαρμπίλα) και κάποια πράγματα που έχουμε καταφέρει με την τωρινή μου μπάντα, τους Modern Ruin.

Φωτό: Νίκος Κόκκας
Πάντως και το να έχεις αισθανθεί κάποια στιγμή αδικημένος ανθρώπινο είναι…
Δεν έχω παράπονα από αυτό που είμαι και από αυτό που κάνω ούτε έχω την ψευδαίσθηση ότι μου ανήκει κάτι περισσότερο το οποίο με κάποιο τρόπο το στερούμαι. Δεν θέλει κάποιος να βλέπει ή να ακούει το υλικό μου; ΟΚ, θα βρω κάτι άλλο να κάνω.
Αυτό προκύπτει από την ωριμότητα που αποκτά κάποιος με τα χρόνια ή από μια αίσθηση ματαιότητας των πάντων;
Με μια απελπισία για την πορεία του κόσμου συνολικότερα. Νομίζω ότι είμαστε πολύ κοντά στο τέλος του Δυτικού κόσμου έτσι όπως τον μάθαμε από κάθε άποψη. Δεν μιλώ απλώς για την διεύρυνση των ανισοτήτων -αυτό ήδη συμβαίνει- αλλά για ένα τη διάλυση των δυτικών κοινωνιών, πολιτικά, οικονομικά, περιβαλλοντικά, Επομένως, όταν βλέπεις ότι η ζωή σου έχει τόσο ορατό τέλος, το μόνο που λες στον εαυτό σου «μην τρελαίνεσαι, είναι λίγα τα ψωμιά μας έτσι κι αλλιώς».
Πιστεύεις ότι κάποια στιγμή η οθόνη του κινητού θα αντικαταστήσει την οθόνη της τηλεόρασης και αυτά που βλέπουμε στο TikTok ή στο YouTube θα αποτελούν τον πυρήνα της οικιακής μας διασκέδασης;
Όχι, διότι είναι πολύ ισχυρά τα συμφέροντα που είναι συνδεδεμένα με την τηλεόραση ως μέσο περιεχομένου αλλά και ως θεσμό. Μια από τις μεγαλύτερες σαχλαμάρες που έχω ακούσει στη ζωή μου είναι το «Εγώ δεν έχω τηλεόραση». Σώπα, ρε μεγάλε, την έκανες την επανάστασή σου, είναι όμως αστείο να θεωρείς ότι δεν καταναλώνεις τηλεοπτικής υφής υλικό επειδή στριμάρεις σειρές και ταινίες σε πλατφόρμες. Υπάρχει μια ψευδαίσθηση, ενώ η οποία θεωρώ ότι γίνεται για λόγους μάρκετινγκ, ενώ την ίδια στιγμή γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα όρια μεταξύ των διαφορετικών τύπων οπτικού υλικού που καταναλώνουμε καθημερινά. Ακόμα και η διαφοροποίηση ανάμεσα στον τηλεοπτικό δέκτη και την οθόνη του κινητού ή του υπολογιστή σταδιακά παύει να υφίσταται καθώς μια smart TV προσφέρει μια εμπειρία χρήσης που θυμίζει πάρα πολύ τα κινητά μας τηλέφωνα. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε οθόνες και πολλές φορές ούτε που αντιλαμβανόμαστε -συγγνώμη για το κλισέ- τη μιντιακή μας φυλακή, θεωρώντας ότι οι επιλογές που κάνουμε είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης. Στην εποχή παντοδυναμίας της τηλεόρασης δεν υπήρχε το binge watching. Σήμερα από την άλλη, υπάρχει μια τέτοια ταχύτητα προσφοράς και κατανάλωσης περιεχομένου που μας καίει το μυαλό και δεν μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε.