Η μεγαλειώδης συμμετοχή στη συγκέντρωση για τα Τέμπη σε διάφορες πόλεις της χώρας και κυρίως στην Αθήνα, έφερε πολλαπλές εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό. Η κυβέρνηση μοιάζει μουδιασμένη μπροστά στα όσα συμβαίνουν, ενώ η αντιπολίτευση είναι έτοιμη να μεταφέρει τις λαϊκές αντιδράσεις εντός της Βουλής.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα που τους δίνονται από το Σύνταγμα. Ποιο είναι το ύψιστο κοινοβουλευτικό όπλο της αντιπολίτευσης, τι είναι η προ ημερησίας συζήτηση και πώς εξηγείται η φράση του πρωθυπουργού πως «αν υπάρξουν αναφορές σε πολιτικά πρόσωπα, η ΝΔ δεν θα σταθεί εμπόδιο σε περαιτέρω διερεύνηση»;

Η πρόταση δυσπιστίας

Η πρόταση ήρθε από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Σωκράτη Φάμελλο ο οποίος ζήτησε να γίνει «εδώ και τώρα» ενώ λίγες μέρες πριν σχετική αναφορά είχε κάνει και ο Αλέξης Χαρίτσης. Καθώς χρειάζεται 50 υπογραφές, ζήτησε την σύμπλευση κι άλλων δυνάμεων και πήρε θετική απάντηση από την Πλεύση Ελευθερίας και τη Νέα Αριστερά. Πρόκειται για το μεγαλύτερο «όπλο» της αντιπολίτευσης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το ΠαΣοΚ θέλησε να κρατήσει μια απόσταση βάζοντας φρένο σε αυτήν την πρόταση. Πηγές της Χαριλάου Τρικούπη εξηγούσαν ότι πρέπει να περιμένουν τα πορίσματα που θα ξεκαθαρίσουν το τι ακριβώς περιείχε η εμπορική αμαξοστοιχεία. Το ΚΚΕ παρότι δεν υπογράφει την κοινή πρωτοβουλία, στηρίζει.

Για να κατατεθεί πρόταση δυσπιστίας χρειάζεται η υπογραφή 50 βουλευτών. Αυτή τη στιγμή, κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν διαθέτει αυτόν τον αριθμό βουλευτών. Το ΠαΣοΚ που κατέχει την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έστω από καραμπόλα, διαθέτει 31 βουλευτές. Ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις 26, η Νέα Αριστερά 11 και η Πλεύση Ελευθερίας 6. Και οι τρεις μαζί δεν μπορούν να καταθέσουν πρόταση δυσπιστίας αφού δεν έχουν τον απαιτούμενο αριθμό.

Επιπλέον, η Χαριλάου Τρικούπη βάζει και έναν σημαντικό αστερίσκο. Όπως εξηγούν, «είναι λάθος να χαθεί το ύψιστο κοινοβουλευτικό όπλο της αντιπολίτευσης, δεδομένου ότι βάσει του Συντάγματος θα μπορούμε να επανέλθουμε μετά από 6 μήνες».

Πιο αναλυτικά το άρθρο 84 του Συντάγματος, ορίζει πως η πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου η Bουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας. Kατ’ εξαίρεση μπορεί να υποβληθεί και πριν από την πάροδο εξαμήνου, αν είναι υπογραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.

Στα διαδικαστικά, η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η Kυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της. Η ψηφοφορία διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για σαράντα οκτώ ώρες, αν το ζητήσει η κυβέρνηση. Για να γίνει δεκτή η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 151 βουλευτές, αλλά είναι κάτι που σε αυτή την περίπτωση μάλλον αποκλείεται, αφού η Νέα Δημοκρατία διαθέτει 156 βουλευτές.

Η προ ημερησίας συζήτηση

Πρόκειται για ένα αίτημα που έχει καταθέσει τόσο το ΚΚΕ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, καλώντας ουσιαστικά τον πρωθυπουργό να δώσει εξηγήσεις για τη τραγωδία των Τεμπών. Η προ ημερησίας συζήτηση θα γίνει, όπως είπε και ο πρωθυπουργός σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη αφού βγει το πόρισμα του ΕΜΠ που αναμένεται να ρίξει φως στην τραγωδία, και ειδικότερα για το τι είχε στα βαγόνια η εμπορική αμαξοστοιχία. Η συζήτηση, διεξάγεται σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, όπου ο καθένας έχει στη διάθεση του δύο τοποθετήσεις και αρκετό χρόνο προκειμένου να αναπτύξει τις θέσεις του ενώ ο πρωθυπουργός μπορεί να τριτολογήσει. Πέραν της συζήτησης ωστόσο δεν προβλέπεται κάποια άλλη διαδικασία ελέγχου.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής και το άρθρο 143, «κατά τη διάρκεια κάθε βουλευτικής συνόδου διεξάγονται υποχρεωτικά επτά συζητήσεις προ ημερησίας διατάξεως, εκ των οποίων μία αποτελεί δικαίωμα της Κυβέρνησης, μία του Προέδρου της Βουλής και οι υπόλοιπες πέντε της Αντιπολίτευσης. Tο θέμα της συζητήσεως που ανήκει στην επιλογή της Kυβέρνησης πρέπει να αναφέρεται στην πορεία της χώρας με την Eυρωπαϊκή Ένωση και εάν είναι εφικτό να συνδυάζεται με την κατάθεση της σχετικής έκθεσης που προβλέπεται από το άρθρο 3 του ν. 945/1979, όπως ισχύει. Τα θέματα των πέντε συζητήσεων που αποτελούν δικαίωμα της Αντιπολίτευσης καθορίζονται από την Αντιπολίτευση ως εξής: τα θέματα δύο συζητήσεων από την Aξιωματική Aντιπολίτευση, το θέμα μίας συζήτησης από τη δεύτερη σε δύναμη Kοινοβουλευτική Oμάδα της Aντιπολίτευσης, το θέμα μίας συζήτησης από την τρίτη σε δύναμη Kοινοβουλευτική Oμάδα της Aντιπολίτευσης και το θέμα μίας συζήτησης από την τέταρτη σε δύναμη Kοινοβουλευτική Oμάδα της Aντιπολίτευσης με αίτησή τους, που υπογράφεται από τα δύο τρίτα (2/3) του αριθμού των Bουλευτών, που υπάγονται κατά περίπτωση στην κάθε Kοινοβουλευτική Oμάδα ή από τον Πρόεδρό της. H αίτηση κατατίθεται στο γραφείο του Προέδρου της Bουλής και διαβιβάζεται αμέσως στον Πρωθυπουργό. H συζήτηση πραγματoπoιείται μέσα σε ένα μήνα από την υπoβoλή της κάθε αιτήσεως και σε κάθε περίπτωση μέσα σε είκοσι πέντε (25) ημέρες από τη διεξαγωγή άλλης προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης».

Η Προανακριτική

Στην πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη ο πρωθυπουργός είπε πως «αν υπάρξουν αναφορές σε πολιτικά πρόσωπα, η ΝΔ δεν θα σταθεί εμπόδιο σε περαιτέρω διερεύνηση», εννοώντας ότι η γαλάζια παράταξη δεν θα αρνηθεί τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής. Την επόμενη μέρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εξήγησε ότι «υπάρχουν δύο τρόποι. Ο ένας τρόπος είναι η Δικαιοσύνη. Να πέσει πάνω σε κάποιο όνομα. Εκεί στέλνεται αμελλητί στη Βουλή και ακολουθείται η προβλεπόμενη διαδικασία». Από την άλλη σε περίπτωση μήνυσης, όπως είπε, καθώς δεν είναι πόρισμα της κυβέρνησης, «τα κόμματα μπορούν να καταθέσουν σχετικό αίτημα με κατηγορητήριο, με τον ελάχιστο αριθμό υπογραφών που προβλέπεται».

Η προανακριτική επιτροπή, διερευνά ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες από μέλη της κυβέρνησης. Υπενθυμίζεται ότι βάση του άρθρου 86 του Συντάγματος, μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο δεν επιτρέπεται χωρίς την απόφαση της Βουλής.

Για να συσταθεί προανακριτική επιτροπή, χρειάζεται η υπογραφή 30 βουλευτών. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης.

Τον Νοέμβριο του ‘23, η Βουλή απέρριψε το αίτημα για σύσταση προκαταρκτικής από το ΠΑΣΟΚ, με βάση την δικογραφία της Ευρωπαίας εισαγγελέα, για την περιβόητη σύμβαση 717 για τον σιδηρόδρομο. Εκείνη η πρόταση είχε απορριφθεί από την πλειοψηφία της Βουλής.

Υπενθυμίζεται όμως, ότι είχε συσταθεί Εξεταστική Επιτροπή για να διερευνηθούν τα διαχρονικά προβλήματα στον ελληνικό σιδηρόδρομο. Ωστόσο, εκείνη η εξεταστική, που εξέδωσε πόρισμα μεγαλύτερο από 700 σελίδες, δεν βρήκε ευθύνες στην πολιτική ηγεσία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας για την εξεταστική επιτροπή είπε τη Τετάρτη ότι «δεν ήταν η καλύτερη στιγμή της Βουλής».