Τουλάχιστον τρεις Αμερικανοί βουλευτές και γερουσιαστές είπαν σήμερα ότι οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης δεν έχουν πλέον πρόσβαση στο σύστημα πληρωμών του Medicaid, του δημόσιου ασφαλιστικού προγράμματος υγείας και περίθαλψης που καλύπτει πολίτες με χαμηλά εισοδήματα, αφού η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε ότι διακόπτονται όλες οι ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις.
Το Γραφείο Διαχείρισης και Προϋπολογισμού του Λευκού Οίκου ανέφερε σε επιστολή του προς τα μέλη του Κογκρέσου ότι τα υποχρεωτικά προγράμματα, όπως το Medicaid και το SNAP (κουπόνια σίτισης), εξαιρούνται από την παύση πληρωμών. Ωστόσο, ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Ρον Γουάιντεν ανέφερε ότι γιατροί και νοσοκομεία και στις 50 Πολιτείες δεν έχουν πλέον πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών του Medicaid.
«Το προσωπικό μου επιβεβαίωσε τις αναφορές ότι τα συστήματα πληρωμών του Medicaid τέθηκαν εκτός λειτουργίας, μετά το πάγωμα της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης, χθες το βράδυ. Πρόκειται για κατάφωρη προσπάθεια να αφαιρέσουν την ασφάλεια υγείας από εκατομμύρια Αμερικανούς μέσα σε μια νύχτα και θα πεθάνουν άνθρωποι», προειδοποίησε ο Γουάιντεν στην πλατφόρμα Χ.
Ο επίσης Δημοκρατικός γερουσιαστής Κρις Μέρφι είπε ότι στην Πολιτεία του οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης δεν μπορούν να πληρωθούν, αφού τέθηκε εκτός λειτουργίας το σύστημα πληρωμών του Medicaid. «Είναι σε εξέλιξη συζητήσεις για το αν μπορεί να συνεχιστεί η παροχή υπηρεσιών», πρόσθεσε.
Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Κάρολιν Λίβιτ όταν ρωτήθηκε αν το Medicaid θα διακοπεί στο πλαίσιο της παύσης της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης και αν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι ασφαλισμένοι δε θα επηρεαστούν, είπε στον δημοσιογράφο ότι «θα το ελέγξει και θα του απαντήσει».
Προσφυγές κατά της διακοπής των ομοσπονδιακών επιχορηγήσεων
Τέσσερις οργανώσεις που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικούς συλλόγους, επαγγελματίες δημόσιας υγείας και μικρές επιχειρήσεις κατέθεσαν μήνυση, αμφισβητώντας την οδηγία της κυβέρνησης Τραμπ περί προσωρινού παγώματος ομοσπονδιακών δανείων, επιχορηγήσεων και άλλης οικονομικής βοήθειας.
Η μήνυση, που κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στην Ουάσινγκτον, στρέφεται κατά της οδηγίας που εξέδωσε ο ασκών καθήκοντα επικεφαλής του αμερικανικού Γραφείου Διοίκησης και Προϋπολογισμού, η οποία μπορεί να διαταράξει ακόμη εκπαιδευτικά, στεγαστικά, αλλά και προγράμματα παροχής βοήθειας έπειτα από καταστροφές, καθώς και άλλες πρωτοβουλίες που βασίζονται σε ομοσπονδιακά κονδύλια ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το αμερικανικό Σύνταγμα δίνει τον έλεγχο στο Κογκρέσο σε θέματα δαπανών, όμως ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, πως πιστεύει ότι ο πρόεδρος έχει την εξουσία να παρακρατεί χρήματα, εάν διαφωνεί.
Ένας νόμος του 1974 (που ονομάζεται Impoundment Control Act) καθορίζει διαδικασίες που έχουν σχεδιαστεί, προκειμένου να περιορίζουν έναν πρόεδρο από το να μην δαπανά χρήματα, τα οποία έχει διαθέσει το Κογκρέσο.
Ο υποψήφιός του για τη θέση του διευθυντή προϋπολογισμού του Λευκού Οίκου Ράσελ Βόουτ, η επιλογή του οποίου δεν έχει προς το παρόν επικυρωθεί από τη Γερουσία, είναι επικεφαλής ενός think tank, το οποίο υποστηρίζει ότι το Κογκρέσο μπορεί να εξουσιοδοτήσει έναν πρόεδρο να ξοδέψει χρήματα, όμως δεν μπορεί να απαιτήσει από εκείνον να το κάνει.
Η εντολή του Τραμπ δεν επηρεάζει μονάχα ένα εύρος μη κερδοσκοπικών οργανισμών, αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει στο χάος τις πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις, που εξαρτώνται από την ομοσπονδιακή βοήθεια για τα πάντα, από την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων έως τα σχολικά γεύματα και τις ανάδοχες οικογένειες.
«Η εμβέλεια αυτής της τρομερής απόφασης είναι ουσιαστικά απεριόριστη και ο αντίκτυπός της θα γίνει αισθητός ξανά και ξανά», δήλωσε ο κορυφαίος Δημοκρατικός στη Γερουσία Τσακ Σούμερ. «Αυτή η απόφαση είναι παράνομη, επικίνδυνη, καταστροφική, σκληρή», δήλωσε ο Σούμερ, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, καταγγέλλοντας «μια γροθιά στην καρδιά της μέσης αμερικανικής οικογένειας. Είναι μια κλοπή, που πραγματοποιείται σε εθνική κλίμακα. Ο πρόεδρος δεν μπορεί να αγνοεί τον νόμο και εμείς θα πολεμήσουμε αυτήν την πρωτοβουλία με κάθε μέσο».