Έχουν συμπληρωθεί μόλις λίγοι μήνες από όταν γιορτάσαμε τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη μετάβαση της Ελλάδας στη Δημοκρατία και η επέτειος αυτή αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, για να θυμηθούμε την πορεία του δημοκρατικού πολιτεύματος στην πατρίδα μας.

Ίσως, οι νεότερες γενιές να μην γνωρίζουν πλήρως την ιστορία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, όμως η συμπλήρωση μισού αιώνα δημοκρατίας στον τόπο μας ήταν μια καλή αφορμή, για να αναστοχαστούμε για τις ρίζες του πολιτεύματός μας. Ο αναστοχασμός αυτός, αναμφίβολα, επανέφερε στη μνήμη τα ταραχώδη χρόνια που έχει ζήσει η πατρίδα μας και μας έκανε να επανεκτιμήσουμε την πολιτειακή ομαλότητα στην οποία βρισκόμαστε.

Στο ιστορικό αυτό ταξίδι σπουδαιότατο ορόσημο ήταν η καθιέρωση της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, η οποία καθιερώθηκε επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, με το Σύνταγμα του 1975 το οποίο έφερε την υπογραφή του έγκριτου Ακαδημαϊκού και μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας (1975-1980) Κωνσταντίνου Τσάτσου και αποτέλεσε ένα από τα πιο δημοκρατικά και προοδευτικά κείμενα του τότε δυτικού κόσμου.

Ύστερα από μια σειρά σκοτεινών χρόνων που βίωσε η πατρίδα μας, με πολέμους, εμφύλιο και χούντα η ομαλότητα ήταν μια επιτακτική ανάγκη, η οποία το 1974 έγινε πράξη. Μέσα σε αυτήν την ιστορική πραγματικότητα αναδείχτηκε και ο ρυθμιστικός και βαθιά συμβολικός ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Σήμερα, 50 χρόνια μετά, ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας εξακολουθεί να κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην ψυχή των Ελληνίδων και των Ελλήνων, οι οποίες και οι οποίοι αναζητούν στο πρόσωπο του Προέδρου τη σύνεση και την ενότητα. Για αυτό, εξάλλου, πάντα ήταν μείζον θέμα συζήτησης η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και φυσικά μεγάλη τιμή και μόνο το να προταθεί ένας πολίτης για το αξίωμα –πόσο δε μάλλον να εκλεγεί σε αυτό.

Πολλές φορές υιοθετήθηκε η άποψη ότι το εν ενεργεία κυβερνών κόμμα οφείλει, άτυπα, να προτείνει υποψήφιο για την Προεδρεία της Δημοκρατίας από τον «αντίπαλο» ιδεολογικό χώρο, αν και η ιστορία έδειξε πως αυτό δεν ήταν πάντα ο κανόνας (βλπ. 1985). Ωστόσο, μέσα από την πολιτική αυτή εθιμοτυπία, ίσως να μείναμε περισσότερο από όσα έπρεπε στις ιδεολογικές καταβολές του/της Προέδρου και όχι τόσο στον ενωτικό ρόλο που καλείται να διαδραματίσει.

Η επιλογή του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Τασούλα συνιστά μια σπουδαία υπενθύμιση του γεγονότος ότι το θεμελιώδες κριτήριο επιλογής Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι η ιδεολογική ή κομματική αφετηρία του Προέδρου, αλλά το κύρος και η ικανότητά του να συνθέτει και να συνιστά φάρο πολιτειακής ομαλότητας.

Υπό το πρίσμα αυτό, η επιλογή ενός πολιτικού, όπως ο Κωνσταντίνος Τασούλας, με υψηλή παιδεία, πολιτικό κύρος και πλούσια κοινοβουλευτική εμπειρία, ο οποίος τιμήθηκε από τους συναδέλφους του Βουλευτές και εκλέχτηκε τρείς φορές Προέδρος της Βουλής των Ελλήνων, με ευρεία πλειοψηφία, συνιστά μια εξέχουσα υποψηφιότητα ικανή να ενώσει όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Έλληνες, όπως σε καθημερινή βάση, ένωνε και όλους εμάς τους Βουλευτές στο Κοινοβούλιο.

*Η Μαρία Συρεγγέλα είναι Γραμματέας της Πολιτικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας και Βουλευτής του Δυτικού Τομέα Αθηνών.