Με την ανακοίνωση της υποψηφιότητας Τασούλα για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός απάντησε σε μια σειρά από ερωτήματα που αιωρούνταν ακόμη και έως το πρωί της Τετάρτης στον αέρα και βεβαίως στο πιο βασικό από αυτά.
Απαντήθηκε εάν η επιλογή θα σχετιζόταν με τις απολύτως υπαρκτές προϋποθέσεις μιας συναινετικής εκλογής, η οποία θα αποτυπωνόταν σε μια ευρεία πλειοψηφία, ή με την ανάγκη να τιθασευτεί η εσωκομματική αταξία στο κυβερνών κόμμα.
Ο Πρωθυπουργός επέλεξε το δεύτερο: πέρα από την ικανότητα του ίδιου του προσώπου να ανταποκριθεί στο ύψος του θεσμού, η επιλογή ανταποκρίνεται στις ισορροπίες και τις ανισορροπίες της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ.
Στο ζύγι της επιλογής βάρυνε το ενδεχόμενο ή ακόμη και η βεβαιότητα μιας ενδοπαραταξιακής κρίσης που θα προκαλούσε είτε η ανανέωση της θητείας της απερχόμενης Προέδρου είτε μια πρόταση από τον έτερο πόλο του πολιτικού συστήματος.
Στο παρελθόν το πολιτικό σύστημα πέρασε επιτυχώς τις εξετάσεις συγκατοίκησης στην κορυφή της εξουσίας: πρόεδροι προερχόμενοι από το κόμμα της ΝΔ συνυπήρξαν αρμονικά με τις κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ, όπως συνέβη και το αντίθετο.
Η προεδρική εκλογή δεν εμπλέκεται πλέον με το ενδεχόμενο διάλυσης της Βουλής. Φαίνεται όμως πως στις πρώτες εξετάσεις μετά την αναθεώρηση του 2019 το βασικό πρόβλημα που τέθηκε ήταν εκείνο της συγκατοίκησης στη δεξιά πολυκατοικία.