Στις 29 Νοεμβρίου 2019 εκδόθηκε Οδηγία της ΕΕ, η οποία, μεταξύ άλλων, έθεσε κανόνες για τις ανακοινώσεις μείωσης τιμής (κοινώς, εκπτώσεις) στα καταστήματα. Συγκεκριμένα, η Οδηγία ορίζει ότι, όταν ο έμπορος ανακοινώνει μείωση της τιμής, θα πρέπει να αναγράφει ως αρχική τιμή τη χαμηλότερη τιμή που είχε το προϊόν τις τελευταίες 30 ημέρες. Ο λόγος είναι απλός: ο έμπορος δεν δύναται να εξαπατά τον καταναλωτή, ανεβάζοντας την τιμή λίγο πριν την μειώσει, ανακοινώνοντας έτσι πλασματικές εκπτώσεις.

Η Οδηγία έπρεπε να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο έως τις 28 Νοεμβρίου 2021 και να αρχίσει να εφαρμόζεται από τις 28 Μάϊου 2022. Στην Ελλάδα η Οδηγία ενσωματώθηκε με νόμο την 20η Μαΐου 2022. Η ρύθμιση υπέστη έκτοτε αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, ενώ εκδόθηκαν και σχετικοί κώδικες δεοντολογίας. Μάλιστα, τα τελευταία δύο χρόνια το Υπουργείο Ανάπτυξης έχει προβεί σε ελέγχους που αφορούν την εν λόγω ρύθμιση και έχει επιβάλει πρόστιμα σε επιχειρήσεις για πλασματικές εκπτώσεις. Κανένας έλεγχος, ωστόσο, δεν φαίνεται να αφορά σε αλυσίδες σουπερμάρκετ – πράγμα το οποίο εξηγείται από το ότι, ως προς αυτές, η προσαρμογή στη ρύθμιση βρισκόταν σε διαρκή παράταση.

Σε μια περίοδο που η ακρίβεια αποτελεί μείζον πρόβλημα για τον Έλληνα καταναλωτή και η αντιμετώπισή της γίνεται αντικείμενο διαρκών εξαγγελιών από την κυβέρνηση, δεν μπορεί κανείς παρά να απορεί γιατί τα σούπερ μάρκετ έτυχαν μιας τέτοιας ιδιαίτερης μεταχείρισης – ειδικά για μια ρύθμιση που σκοπό έχει τη διαφανή λειτουργία της αγοράς, την ορθή ενημέρωση των καταναλωτών και, εν τέλει, τη διαφύλαξη των οικονομικών τους συμφερόντων.

Γιατί το Υπουργείο Ανάπτυξης χορήγησε άτυπη παράταση στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ και τους προμηθευτές τους; Πώς είναι δυνατόν να απαιτούνται δυόμιση χρόνια για την προσαρμογή σε μια ρύθμιση που ήταν γνωστή πολύ πιο πριν (ήδη από το 2019); Είναι πράγματι αναγκαία μια τέτοια περίοδος χάριτος για να γίνει το «ξεστοκάρισμα» των «μη συμμορφούμενων» προϊόντων, όπως ισχυρίζεται ο κλάδος; Ελλείψει διαφάνειας, δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει αν και σε ποιες ενέργειες έχουν προβεί οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ώστε να συμμορφωθούν με τη ρύθμιση. Ούτε είναι γνωστό, αν και κατά πόσο η πολιτεία πίεσε πραγματικά προς αυτή την κατεύθυνση.

Πρόσφατα διατυπώθηκε η άποψη ότι η ρύθμιση δεν «ταιριάζει» στα της χώρας μας και ότι η ΕΕ την επέβαλε, έχοντας κατά νου Βόρειες χώρες ή κλάδους εκτός των τροφίμων. Ωστόσο, ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν ερείδεται σε κανένα σχετικό έγγραφο. Αντιθέτως, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα κράτη-μέλη είχαν να αντιμετωπίσουν τις ίδιες ή παρόμοιες παραπλανητικές πρακτικές μείωσης τιμών. Χαρακτηριστικά, στη Γερμανία σχετικές πρακτικές σουπερμάρκετ έχουν οδηγηθεί στα δικαστήρια. Μία εξ αυτών, μάλιστα, έφτασε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ), το οποίο και επιβεβαίωσε τον αυστηρό χαρακτήρα της ρύθμισης, ερμηνεύοντας τον κανόνα με γνώμονα την προστασία του καταναλωτή.

Επιπλέον, έχει επισημανθεί η δυνατότητα του καταναλωτή να καταγγείλει την παράβαση. Θεωρητικά, αυτό είναι δυνατό. Δεν είναι όμως ρεαλιστικό να αξιώνεται κάτι τέτοιο από τον
καταναλωτή. Ο εντοπισμός της παράβασης από μέρους του θα απαιτούσε να τραπεί σε οιονεί επιθεωρητή, ελέγχοντας καθημερινά τις τιμές των προϊόντων που επιθυμεί να αγοράσει,
καταγράφοντάς τες και εντοπίζοντας την χαμηλότερη τιμή των τελευταίων 30 ημερών. Κάτι τέτοιο είναι ουτοπικό.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονισθεί ότι το δίκαιό μας δεν επιδεικνύει ανοχή στην παραπλάνηση. Πρακτικές όπως «1+1 δώρο» αξιολογούνται σύμφωνα με τους κανόνες για τις αθέμιτες εμπορικές
πρακτικές, οι οποίοι προϋπάρχουν της ρύθμισης για τις πλασματικές εκπτώσεις. Η σχετική Οδηγία εκδόθηκε ήδη το 2005 και ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο το 2007. Οι ελεγκτικές αρχές διέθεταν το νομικό οπλοστάσιο για να προβούν σε ελέγχους όσον αφορά τέτοιες πρακτικές και δεν χρειαζόταν κάποια ειδική ρύθμιση. Εύλογο είναι, επομένως, και το ερώτημα γιατί άνοιξε αίφνης η συζήτηση για το «1+1 δώρο», ενώ φαινόμενα παραπλάνησης θα μπορούσαν να είχαν παταχθεί νωρίτερα, βάσει της νομοθεσίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

Η καθυστέρηση στην ενσωμάτωση Οδηγιών και η ανεπαρκής εφαρμογή κανόνων που προέρχονται από την ΕΕ είναι γνωστό και συχνό φαινόμενο για τη χώρα μας. Αυτό το οποίο προκαλεί
πραγματική έκπληξη είναι ότι, σε μια περίοδο που οι Έλληνες καταναλωτές επλήγησαν και συνεχίζουν ακόμη να πλήττονται σημαντικά από τις υψηλές τιμές των αγαθών, η εφαρμογή ρυθμίσεων που στοχεύουν στην προστασία τους φαίνεται να μη βρέθηκε υψηλά στις προτεραιότητες της πολιτείας – τουλάχιστον όχι για το σύνολο των κλάδων του εμπορίου. Το ότι η αγορά θα αντιστεκόταν στη συμμόρφωση ήταν αναμενόμενο. Γι’ αυτό όμως υπάρχει το κράτος: όχι μόνο για να θεσπίζει τους νόμους, αλλά και για να διασφαλίζει την εφαρμογή τους.

Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον η πολιτική εξουσία θα απαιτήσει από τις επιχειρήσεις την προστασία του καταναλωτή με περισσότερο ζήλο. Αυτό, εξάλλου, αξιώνουν η γενική αρχή της προστασίας του ασθενέστερου μέρους και ο νομικός μας πολιτισμός.

Η κυρία Λώρα Μπακόλα είναι Δικηγόρος και Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου του Λάιντεν.