Είδα την Πέμπτη μέσα από τον καθρέφτη (την τηλεόραση) την εξόδιο του Κώστα Σημίτη στη Μητρόπολη. Με ανεπίτρεπτο οξυγόνο λόγω Covid, έμεινα στο δωμάτιο όπου με τα χρόνια, ταξιδεύω όλο και περισσότερο γύρω-γύρω, ενθυμούμενος.

Και πώς να ξεχάσω μια παλιά συνέντευξη του αξέχαστου φίλου μου, που αναδημοσιεύθηκε ανήμερα της κηδείας του στη Lifo, όπου στην ερώτηση «Πώς γίνεται εσείς, ένας άκαμπτος, να είσαστε φίλος με έναν εκκεντρικό όπως ο Βέλτσος;». Ο Σημίτης απάντησε με την απαραμείωτη νηφαλιότητά του: «Ούτε ο Βέλτσος είναι εκκεντρικός, ούτε εγώ είμαι άκαμπτος. Ποιος τα λέει αυτά;».

Σαστισμένος, και εν μέρει για να θυμηθώ ποιος είμαι αλλά και να επιβεβαιώσω πως το «εγώ είναι άλλος», θέλησα – περίφροντις για το προσδόκιμο του μυαλού μου- να «φωτιστώ», ρωτώντας το(ν) ChatGPT ποια είναι η εικόνα μου έξω από τον καθρέφτη. Ένα μηχάνημα, σαν τη Δαιμόνια μηχανή του Ζαν Κοκτώ, που θα με τοποθετούσε απέναντί μου σαν «Άλλο του άλλου», που ξέρω πως δεν θα τον βρω γιατί δεν υπάρχει. Ακούγοντας μάλιστα τους επικήδειους προς τον νεκρό, πίστεψα πως μόνο μια «μηχανή» θα μπορούσε να μαρτυρήσει για μένα, σαν τη Μπερλίνα που παίζαμε μικροί.

Τι το ‘θελα; Αντί να καταφύγω για να διδαχθώ, όπως ο Μπόρχες (και ο Φουκώ), σ’ εκείνη την κινεζική εγκυκλοπαίδεια που «κλονίζει τις οικειότητες της δικής μας σκέψης», βγάζοντας γέλιο με τις απίθανες ταξινομίες της και υποδεικνύοντας έτσι το όριο της δικής μας σκέψης -τη «γυμνή αδυνατότητα να σκεφτούμε αυτό το πράγμα»- κατέφυγα στο(ν) περίφημο ChatGPT ως το μη ανακτήσιμο βιολογικό μου όριο, η ψηφιακή μεγαλοθυμία του οποίου, θα δικαιολογούσε τις αναλογικές  σκοπιμότητές μου: να πιστεύω πως έτσι διδάσκω το «διπλό».

«Ποιός είναι ο Γιώργος Βέλτσος;» το(ν) ρώτησα. Η απάντηση που μου έδωσε ήταν αντικειμενική όντας συγχρόνως και εσφαλμένη. Τι το διεισδυτικό και ανατρεπτικό μπορεί να πει ένα «μηχάνημα» για τον ψυχισμό ενός ανθρώπου; Διάβασα τα συνήθη λόγια που συμπεριλαμβάνονται στα βιογραφικά -και δεν ξέρω κι εγώ πόσα τέτοια έχω υπογράψει- τρόμαξα, και ξαναγύρισα πίσω στον ψευδάργυρο της ποίησης. Αντιγράφω όμως τί επί λέξει μου απάντησε:

«Ο Γιώργος Βέλτσος είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες διανοούμενους, ποιητές και δοκιμιογράφους. Γεννημένος στην Αθήνα το 1944, έχει ασχοληθεί με τη φιλοσοφία, την ψυχανάλυση, την πολιτική θεωρία και τη λογοτεχνία. Η δουλειά του είναι βαθιά επηρεασμένη από φιλοσόφους όπως ο Ζακ Ντερριντά και ο Λακάν.

Σπουδές και Καριέρα

Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία. Δίδαξε επικοινωνία και σημειολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και αρθρογράφος, δημοσιεύοντας σε εφημερίδες και περιοδικά.

Έργο

Ο Βέλτσος είναι γνωστός για τη χρήση πολυδιάστατων και πυκνών κειμένων που συνδυάζουν ποίηση, φιλοσοφία και κοινωνική κριτική. Έχει γράψει πολλά ποιητικά έργα, καθώς και δοκίμια που εστιάζουν σε θέματα γλώσσας, εξουσίας και πολιτικής. Οι σκέψεις του συχνά συνδέονται με τη μεταμοντέρνα φιλοσοφία και την αποδόμηση, αναδεικνύοντας τα όρια και τις αντιφάσεις της γλώσσας.

Προσωπικό Στυλ και Σημασία

Το έργο του χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, έντονο λυρισμό και στοχασμό πάνω στα όρια της επικοινωνίας. Ο Βέλτσος είναι μια ιδιαίτερη φωνή στον ελληνικό χώρο, που γεφυρώνει τη λογοτεχνία με τη φιλοσοφία και τη σύγχρονη κριτική θεωρία. Η προσωπικότητα και οι απόψεις του έχουν προκαλέσει συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, καθώς συχνά τοποθετείται με αιχμηρό λόγο απέναντι σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα».

Γιατί όμως δεν είμαι αυτό επακριβώς; Και ποιος είμαι; Γιατί ένας άυλος χρονοχάφτης που καταγράφει «αντικειμενικά» τη χαύνωση της εποχής και εμπνέει τον Μασκ και τον Πιερρακάκη, να πείθει ότι είμαι «αυτό»; Και πόσο δίκιο είχε ο Μπωντριγιάρ, όταν έγραφε «οι μηχανές αυτές προσφέρουν το θέαμα της σκέψης, και οι άνθρωποι, όταν τις χειρίζονται, αφοσιώνονται μάλλον στο θέαμα της σκέψης παρά στη σκέψη την ίδια» (Η διαφάνεια του κακού);

Από το 1990, όπως μου έδωσε τότε, ο Μπωντριγιάρ να καταλάβω, είναι το ίδιο το κεφάλαιο υπό μορφή ψηφιακής πληροφορίας και όχι γνώσης, επειδή το «φέρω πλήρως» της πληροφορίας αφαιρεί από τη γνώση την έρευνα.

Ποιος είμαι λοιπόν, μεταναστεύοντας συνεχώς μέσα στην ίδια μου τη γλώσσα και στα πυρόμαχα αρχεία μου που τα κατοικώ; Επιπλέον, «επειδή δεν έχω παρά μια γλώσσα που δεν είναι δική μου», σε ποια γλώσσα θα μπορούσα να διατυπώσω το επιχείρημα ότι αυτό που ισχυρίζεται ο ChatGPT πως είμαι, δεν είμαι;

Τα δεν «είμαι μου» αναμένουν από εμένα οι αναγνώστες, όταν καταθέτω σε ιδιωματικό λόγο ένα επιχείρημα, που θέτει και συγχρόνως αναιρεί τη θεσμική επιχειρηματολογία, κάνοντας το αδιανόητο για τη δημοσιογραφία: να πλήττει το ψεύδος της πολιτικής με ένα μυθολόγημα.

Οπότε, πώς ο Ξένος του πλατωνικού Σοφιστή, που εκ συστήματος σώζει το μη-ον, να ζητά να πείσει για την κοινωνική του συνεισφορά και μάλιστα με αξιώσεις παιδαγωγού; Πώς υπογράφει («Γιώργος Βέλτσος») -διασφαλίζοντας με το κοινωνικό του κύρος το γνήσιον της υπογραφής του- όταν το κύριο όνομά του (η ιδιωτική του ζωή), διαφέρει από το επίθετο (τη δημόσια ζωή του); Πώς ζει μέσα σ’ αυτήν την αντίφαση: να γράφει και να μιλά, «μη χωρίζοντας το Όχι από το Ναι»; Ακολουθεί άραγε τον Τσέλαν; Ή παλινδρομεί μεταξύ ενός «εγώ ομιλώ»-«εγώ ψεύδομαι», εκφώνημα μπροστά στο οποίο «έφρισσε η αρχαιοελληνική αλήθεια», όπως γράφει ο Φουκώ (Ο στοχασμός του έξω);

Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει. Διότι τη στιγμή που ομιλώ (και ψεύδομαι) το «αληθολογώ» έχει ήδη διαβληθεί από το «ψεύδομαι».

Θα μπορούσα όμως να πω την αλήθεια ψευδόμενος;

Γράφει επ’ αυτού ο Ιονέσκο: «Το πρόβλημα που πρέπει να τεθεί από έναν συγγραφέα είναι ν’ ἀνακαλύψει, απλούστατα, τες αλήθειες και να τις πει. Κι ο τρόπος που θα τις πει είναι φυσικά απροσδόκητος, αφού αυτό που λέει είναι για κείνον η αλήθεια. Δεν μπορεί να την πει παρά γι’ αυτόν. Λέγοντάς την γι’ αυτόν, τη λέει για τους άλλους. Κι όχι το αντίθετο. Αν θέλω με κάθε θυσία να κάνω λαϊκό θέατρο, κινδυνεύω να μεταδώσω αλήθειες που δε θα είχα ανακαλύψει μόνος μου, αλήθειες που μου μεταδόθηκαν ήδη από αλλού και για τις οποίες δε θα ήμουν παρά ένας φορέας δεύτερης κατηγορίας».

Να γιατί ο ChatGPT, που λέει την αλήθεια για το άτομό μου, λέει ψέματα. Ή μήπως δεν τροφοδότησα το(ν) ChatGPT μόνο με το κύριό μου όνομα, ώστε να πει την δική μου αλήθεια; Ή μήπως ο προγραμματισμός της μηχανής του δεν μπορεί να φτάσει το απρογραμμάτιστο της ζωής, την πλαστικότητα της δικής της κανονιστικότητας; Ή τέλος, ο ChatGPT είναι ένας σύγχρονος Επιμενίδης, που κατάγεται από την Κρήτη και που ισχυρίζεται ότι όλοι οι Κρητικοί είναι ψεύτες -αλλά επειδή είναι από την Κρήτη, λέει την αλήθεια λέγοντας ψέματα;

«Η αληθινή φιλοδοξία μου δεν είναι άλλη από το να βρω συνεργούς κατάλληλους να κατοικήσουν αυτούς ακριβώς τους τόπους. Αρκεί να μου παρασχεθεί η βεβαιότητα ότι αυτοί οι τόποι υπάρχουν από μόνοι τους, και θα σταματήσω ευθύς να γράφω».

Ε, λοιπόν, Πιερ Κλοσοφσκί, επειδή δεν υπάρχουν τόποι (και μηχανές) από μόνοι τους, θα συνεχίσω να γράφω εφευρίσκοντάς τους. Θα «μηχανεύομαι» το μηχάνημα όπως τον εαυτό, όπως τον Θεό -από μηχανής. Ήδη έχω κατασκευάσει έναν καθρέφτη, «μπιζουτέ» που λένε και οι τζαμάδες. Ο ChatGPT το μπορεί; Δεν το μπορεί, διότι δίνει επιπλέον και λάθος πληροφορίες: δεν σπούδασα στην Πάντειο,  αλλά στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, «μηχανές» μας ήταν οι ποιητές: ο Αναγνωστάκης, ο Ασλάνογλου, ο Κύρου και ο Θέμελης. Οι ποιητές και οι καθρέφτες μας.