Ο συγγραφέας Γρηγόριος Ξενόπουλος, που έφυγε από τη ζωή στις 14 Ιανουαρίου 1951, σε ηλικία 84 ετών, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων, που όμως, όπως αρκετοί ακόμα σπουδαίοι των γραμμάτων της εποχής του 19ου και 20ου αιώνα, κινδυνεύουν να σκεπαστούν από τη λήθη, ή, ακριβέστερα, από τη γενική άγνοια εμάς των σημερινών.
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 16ης Ιανουαρίου 1951 παρουσιάζει συνοπτικά το έργο του Γρηγόρη Ξενόπουλου:
«Ύστερα από μίαν γαλήνια πάλη με το θάνατον, γαλήνιος καθώς υπήρξε και ο αγώνας του εις την ζωήν, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος υπέκυψε.
»Γεννημένος στο Φανάρι το 1867. Αλλά ανατραφείς από νεανικής σχεδόν ηλικίας εις την Ζάκυνθο. Από εκεί εξεκίνησε το 1883 διά να παρακολουθήση φυσικομαθηματικάς επιστήμας.
»Δεν άργησε όμως να εγκαταλείψη τα φοιτητικά θρανία διά να ριφθή με ενθουσιασμό και γαλουχημένος από τα νάματα τα πνευματικά ενός Κάλβου εις τον πνευματικό στίβο.
»Δημοσιογράφος, κριτικός, χρονογράφος, αλλά προ παντός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφεύς. Τα μικρά διηγήματα, οι νουβέλλες και τα μυθιστορήματά του υπήρξαν όγκος εργασίας.
Τα έργα του
»Η “Μαργαρίτα Στέφα” υπήρξεν το πρώτον μυθιστορηματικόν του έργον, ύστερα από τα Στρατιωτικά του διηγήματα. Έγραψε κατόπιν τον “Κόκκινο Βράχο”, τον “’Ερωτα Εσταυρωμένο”, τον “Κακό Δρόμο”, τις “Πετριές στον ‘Ηλιο” και πλήθος μυθιστορημάτων και επιφυλλίδων εφημερίδων, όπως η “Tιμή του Αδελφού” και πολλά άλλα.
»Ογκώδες ιδία υπήρξε το θεατρικόν του έργον . Προτού 1900 ακόμη είχε δώσει εις το θέατρον το “Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας”, από το 1910 όμως η παραγωγή του υπήρξε απαράμιλλη.
»Τα κυριώτερά του έργα που εσημείωσαν θριαμβευτικήν επιτυχίαν υπήρξαν η “Φωτεινή Σάντρη”, η “Στέλλα Βιολάντη”, η “Ραχήλ”, η “Μονάκριβη”, η “Πολυγαμία”, οι “Φοιτηταί”, ο “Πειρασμός”, το “Χερουβείμ”, ο “Ποπολάρος”, το “Ανθρώπινο”, το “Φιόρο του Λεβάντε”, o “Θείος Όνειρος” και υπέρ τα σαράντα άλλα θεατρικά έργα.
»Η στήλη της αλληλογραφίας εις την “Διάπλασι των Παιδιών”, με το ψευδώνυμο “Φαίδων”, υπήρξε μια άλλη συμβολή εις την πνευματική προαγωγή του τόπου».
Ο Βενέζης για τον Ξενόπουλο
Τι καθιστούσε, λοιπόν, ξεχωριστό, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο; Ας μας το εξηγήσει, ο επίσης σπουδαίος Ηλίας Βενέζης, μέσα από τη στήλη του στο «ΒΗΜΑ»:
«Αυτές εδώ οι γραμμές γράφονται αργά την Κυριακή τη νύχτα, ελάχιστη ώρα μόλις αφού ο γέροντας των Γραμμάτων μας, ο τελευταίος που απόμεινε, ξεψύχησε.
»Γυρίζω απ’ το σπίτι του. Ο Ξενόπουλος ακόμα δεν έχει εναποτεθεί στο φέρετρό του. Είναι ακόμα στο λιτό, στενό, σιδερένιο κρεβάτι του, τριγυρισμένος απ’ τον καιρό, απ’ τον δικό του πολύν καιρό, απ’ τους τοίχους του παλιού νοικοκυρόσπιτου της Κυψέλης, απ’ τα παλαιϊκά έπιπλα, απ’ τα πράγματα που άγγισε τις τελευταίες ώρες, που είδε φεύγοντας.
Νεκροκρέβατο
»Πάνω απ’ το κεφάλι του κρεμασμένη στον τοίχο είναι η Παναγία με το Βρέφος. Είναι πολύ γλυκιά, ήμερο πρόσωπο πολύ, πολύ Ιόνιο. Δεν έχει τίποτα απ’ την ασκητική της Ανατολής, απ’ τον ανένδοτο τρόπο των Βυζαντινών.
»Ένα χέρι ανάβει πάνω στο τραπέζι, στο ντιβάνι πλάϊ, μ’ εκείνη τη γνώριμη ακαταστασία που φέρνει ο θάνατος, όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν ακόμα να το πιστέψουν πως αλήθεια ο θάνατος ήρθε, και τ’ αφήνουν όλα έτσι, καθώς ήταν, σα να θέλουν να πιστέψουν με τον τρόπο αυτόν πως ακόμα δεν ήρθε, πως όλα είναι σαν να μην ήρθε.
»Κι αλήθεια, είναι σα να μην ήρθε. Ησυχία βαθύτατη είναι στο σπίτι του Ξενόπουλου. (…) Το υγρό χειμωνιάτικο αγέρι έρχεται απ’ το ανοιχτό παράθυρο, πηγαίνει ν’ ακουμπήσει πάνω στους τοίχους, κατάφορτους από πράσινους πίνακες. Πράσινο χρώμα πολύ, τοπία και γη και δέντρα, όλα πράσινα, χρώμα φρέσκο, νεανικό. Είναι πίνακες της αδερφής του, της Χαρίκλειας Ξενοπούλου. (…)
»Ω, πόσο αδύνατο, πόσο ωχρό, πόσο στραγγισμένο, πόσο ήμερο έκαμε το πρόσωπο του Ξενόπουλου ο θάνατος! Δεν έχει τίποτα, τίποτα απ’ την αγριότητα του θανάτου, στέκεται τόσο γαλήνια κάτω απ’ το πράσινο φως, κάτω απ’ την Παναγία του Ιονίου με το Βρέφος στην είσοδο του Μυστηρίου.
»Για τον Ξενόπουλο είμαστε βέβαιοι. Είναι πια Ιστορία των Γραμμάτων μας., κεφάλαιο μέγα. Είτε το θέλουμε είτε όχι ερχόμαστε απ’ τον Παπαδιαμάντη και τον Ξενόπουλο. Αυτοί είναι οι πρόγονοί μας.
»Θα θυμηθώ πάλι τώρα εδώ, στην ύστατη ώρα του Ξενόπουλου, τη σοφίτα του. Όλη η νεώτερη λογοτεχνία, δική μας και ξένη, σε ό,τι έχει πιο σημαντικό, είναι μια λογοτεχνία που βρίσκεται σε άμεση σχέση με τα περιστατικά του κόσμου, με τα συγκλονιστικά γεγονότα της εποχής, με τους πολέμους, με τις ιδέες, με το ρήγματα του ανθρώπου.
Η σοφίτα
»Είναι μια τέχνη, σε ευρύτατη έννοια, αυτοβιογραφική. Με τον Ξενόπουλο έγινε διαφορετικά – όπως στους τεχνίτες του 19ου αιώνα. Καθώς η ζωή το όλη πέρασε μέσα σε μια σοφίτα, το έργο του όλο είναι έργο φαντασίας, έργο επινοημένο, βγαλμένο από το κεφάλι του και την καρδιά του.
»Κι όμως! Αυτό το έργο της κλειστής ζωής, το έργο της σοφίτας, είχε στον καιρό του την περισσότερη ανταπόκριση στο κοινό – που πάει να πει πως οι κεραίες οι μανταλωμένες στη σοφίτα άγγιζαν καίρια τη δόνηση του κόσμου, έπαιρναν μέσα τους τα κύματα.
»Η σοφίτα του! Θα τον θυμάμαι πάντα μέσα εκεί. Θα τον θυμόμαστε όλοι μέσα εκεί, όλοι όσοι, σχεδόν παιδιά ακόμα, είχαμε πάρει το θάρρος ν’ ανέβουμε τη σκοτεινή σκάλα του παλιού σπιτιού της οδού Ευριπίδου για να τον πλησιάσουμε.
»Την πρώτη-πρώτη φορά που ανέβηκα στα σκαλοπάτια, είχα το αίσθημα πως έμπαινα σε παλιό ρημαγμένο κάστρο που τα τρόπαιά του κείτονταν εδώ κι εκεί:
»Τα παράθυρα, οι διάδρομοι γεμάτοι στοίβες σκονισμένα έντυπα, “Διάπλαση των Παίδων”, άλλα χαρτιά. Ανέβηκα τη σκάλα του τελευταίου πατώματος. Σ’ ένα δωμάτιο όπου έμπαινες αμέσως, φορτωμένο με έπιπλα παλιού ρυθμού υπήρχε λίγο φως.
»Από κει έμπαινες στο γραφείο του Ξενόπουλου. Λίγος χώρος, μικρό γραφείο με πολλά χαρτιά και βιβλία, στους τοίχους μικρά κάντρα – θυμάμαι ένα πολύ κόκκινο χρώμα, θαρρείς πως ήταν μνήμη του “Κόκκινου Βράχου”.
»Κι ανάμεσα σ’ όλα αυτά – στα βιβλία, στο λίγο φως, στις μνήμες του παρελθόντος, ο γέροντας της λογοτεχνίας μας σε μια ώρα καλοκαιρινού απογέματος δεμένος στην καρέκλα του, αντί να ξεκουράζεται, να συνθέτει τα χειρόγραφα της ημέρας, τον επιούσιο μόχθο.
Κι όμως χαμογελούσε. Μ’ εκείνο το καλόκαρδο γέλιο των άσπρων μαλλιών. (…)
Μεγάλη Σιωπή
»Τώρα πια που η Μεγάλη Σιωπή ήρθε και σ’ αυτή τη ζωή, τώρα πια που μπαίνει μες στην παράδοση, μες στους προγόνους, ας κρατήσουμε μαζί με ό,τι μας αφήνει και τη μνήμη της καρτερίας και του πάθους της.
»Του πάθους για την έκφραση που δεν είχε σβήσει μήτε την τελευταία στιγμή. (…) Η νύχτα πιά είναι πολλή. Καθώς διαβάζω άλλη μια φορά αυτές τις τελευταίες σελίδες θυμούμαι το νεκρό, ήμερο πρόσωπο που άφησα εδώ και λίγη ώρα. Θάθελα να σκύψω σ’ αυτό το χέρι που απόκαμε γράφοντας και, μαζί με όλους μας, να το ασπασθώ».