Η εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και της παρακαταθήκης του ίδιου του αποβιώσαντος πρωθυπουργού. Για την αποτίμησή της μπορεί κανείς να ακολουθήσει δύο προσεγγίσεις: να εξετάσει τα επιμέρους γεγονότα και αποφάσεις ή να εστιάσει στη μεγάλη εικόνα. Στη δεύτερη περίπτωση, γίνεται σαφές πως ο Σημίτης σφράγισε το ανήκειν της Ελλάδας στη Δύση, μετατρέποντάς το σε κοινής αποδοχής εθνική στρατηγική.

Η πεποίθηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τη θέση της Ελλάδας στη Δύση αμφισβητήθηκε έντονα, τόσο ιδεολογικά όσο και πρακτικά, από το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Ωστόσο, υπό την ηγεσία του Κώστα Σημίτη, το ΠαΣοΚ την ενστερνίστηκε πλήρως, καθιστώντας την κεντρικό πυλώνα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ο φιλοδυτικισμός του δεν είναι προϊόν αδικαιολόγητης δυτικολαγνείας, αλλά αποτέλεσμα της διαχρονικής του πεποίθησης ότι η ισχύς της Ελλάδας και η αξιοπιστία της διευρύνεται από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από αμοιβαία επωφελείς σχέσεις με τις δυτικές δυνάμεις. Στόχος του ήταν η εξασφάλιση διπλωματικών, οικονομικών και κοινωνικών οφελών για τη χώρα.

Φαίνεται ότι αντιλαμβανόταν την Ελλάδα ως ένα μικρό ευρωπαϊκό κράτος, του οποίου η επιρροή μπορούσε να ενισχυθεί μέσω της ενεργούς συμμετοχής στους διεθνείς θεσμούς. Την ίδια στιγμή πίστευε στη συνεργασία, έβλεπε ότι η επιδίωξη της ισχύος μπορεί να είναι αμοιβαία επωφελής για όλες τις πλευρές και ως εκ τούτου απέρριπτε την αντίληψη περί παιγνίων μηδενικού αθροίσματος. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας φιλελεύθερος θεσμιστής.

Η πολιτική του εξευρωπαϊσμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής υπήρξε κεντρική για την προώθηση των εθνικών θεμάτων. Ο Σημίτης θεώρησε την ενδυνάμωση της ελληνικής συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση ζωτικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη, την ασφάλεια, τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της διεθνούς επιρροής της χώρας. Το κορυφαίο διπλωματικό επίτευγμά των κυβερνήσεών του ήταν η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004. Παράλληλα, στήριξε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, υπό την προϋπόθεση της συμμόρφωσης της με τη διεθνή νομιμότητα και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Αναγνώριζε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας μπορεί να στρώσει τον δρόμο και για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Ο Κώστας Σημίτης επιθυμούσε την Ελλάδα προσανατολισμένη στις διεθνείς αλυσίδες αξίας, απορρίπτοντας τον προστατευτισμό. Η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ αποτέλεσε κομβική επιλογή.

Στο κοινωνικό επίπεδο, χρησιμοποίησε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ ως εργαλείο εκσυγχρονισμού. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές αποτέλεσαν τη βάση για την εφαρμογή κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, την ενίσχυση των θεσμών και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των Ελλήνων πολιτών.
Ο Κώστας Σημίτης πέτυχε να μετατρέψει το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» από ιστορική ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και σταθερή επιδίωξη της Νέας Δημοκρατίας σε βιώσιμη εθνική στρατηγική κοινής αποδοχής από τα δύο κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία. Με τη δέσμευσή του σε αυτή τη στρατηγική κατόρθωσε να εδραιώσει τη θέση της Ελλάδας στη Δύση, διασφαλίζοντας διπλωματικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Η παρακαταθήκη του είναι η θεμελίωση μιας εξωτερικής πολιτικής που όχι μόνο αντιμετώπισε τις προκλήσεις της εποχής του αλλά και καθόρισε τη θέση της Ελλάδας στη σύγχρονη Ευρώπη.

Η Ρεβέκκα Παιδή είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας