Στις 15 Μαρτίου του 2011, στην πόλη Νταράα της Συρίας, έντονες διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ καταστέλλονται βίαια, και ο εμφύλιος πόλεμος αρχίζει να ξετυλίγεται. Μετά τις πρώτες αιματηρές συγκρούσεις, η κατάσταση κλιμακώθηκε γρήγορα, οδηγώντας σε έναν πόλεμο που άλλαξε ριζικά τη γεωπολιτική σκηνή. Μέσα σε λίγους μήνες, η αντιπολίτευση της Συρίας, στελεχωμένη από στρατιωτικούς που αυτομόλησαν από τον στρατό της, δημιούργησε τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (Free Syrian Army), ζητώντας άμεση στρατιωτική υποστήριξη από άλλα κράτη για να ανατρέψει το καθεστώς του Άσαντ.

Μετά από 14 χρόνια συγκρούσεων, ο πόλεμος έχει στοιχίσει τη ζωή σε περίπου 84 ανθρώπους καθημερινά, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη. Η οικονομία της χώρας έχει καταστραφεί ολοσχερώς, ενώ περισσότερα από 3 εκατομμύρια παιδιά έχουν μεγαλώσει χωρίς πρόσβαση σε βασική εκπαίδευση. Παρά τις πολλαπλές στρατιωτικές ήττες του καθεστώτος Άσαντ σε πόλεις-κλειδιά της Συρίας και της απρόσμενα εσπευσμένη διαφυγής του, οι συνέπειες του εμφύλιου πολέμου δεν πρόκειται να αντιστραφούν σε μερικούς μήνες, αφήνοντας τη χώρα σε μια παρατεταμένη κατάσταση χάους.

Ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας δεν είναι απλώς μια σύγκρουση που περιορίζεται στη Μέση Ανατολή. Αντίθετα, πρόκειται για τον πιο χαρακτηριστικό πόλεμο δια αντιπροσώπων (proxy warfare) της σύγχρονης εποχής. Η Συρία έγινε το σημείο όπου Αμερική, Ρωσία, Ιράν, κράτη της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής συγκρούονται έμμεσα, παρέχοντας στρατιωτική, οικονομική και πολιτική υποστήριξη στις αντίπαλες πλευρές.

Αυτό το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο στην ιστορία. Θυμίζει τους πολέμους του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση απέφευγαν την άμεση σύγκρουση, αλλά υποστήριζαν κυβερνήσεις και ένοπλες ομάδες σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Παραδείγματα όπως ο πόλεμος στην Κορέα και το Βιετνάμ αναδεικνύουν πώς οι δύο υπερδυνάμεις αξιοποιούσαν τις περιφερειακές συγκρούσεις για να προωθήσουν τους στρατηγικούς τους στόχους, στηρίζοντας ομάδες που εκπροσωπούσαν τη δημοκρατία και τον καπιταλισμό από τη μία πλευρά, και τον κομμουνισμό από την άλλη, ακόμη και όταν δεν υπήρχε απόλυτη ιδεολογική σύμπνοια με τις ομάδες που υποστήριξαν.

Οι πόλεμοι δια αντιπροσώπων αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του διεθνούς συστήματος. Στις περιπτώσεις εμφυλίων πολέμων, όπου ξένες δυνάμεις υποστηρίζουν στρατόπεδα και ομάδες που μάχονται κατά του εκάστοτε καθεστώτος, οι συγκρούσεις τείνουν να διαρκούν περισσότερο. Αυτό συνεπάγεται και μεγαλύτερο αντίκτυπο του πολέμου σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά επίπεδα του κράτους. Για παράδειγμα, στη Συρία, περίπου το 70% των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων έχει καταστραφεί, ενώ η χώρα θα χρειαστεί τεράστιες οικονομικές επενδύσεις για να επανέλθει στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από τον πόλεμο, αυξάνοντας το κίνδυνο να κυλήσει ξανά σε εμφύλιο πόλεμο.

Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους πολέμους δια αντιπροσώπων του Ψυχρού Πολέμου και στους σημερινούς είναι ότι πλέον ο νικητής δεν μπορεί να κοιμάται καθησυχασμένος πως κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα. Στην Κορέα και στο Βιετνάμ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση κατάφερναν, στο τέλος της έμμεσης σύγκρουσης, να επιβάλουν ένα αποτέλεσμα που ήταν δύσκολο να αμφισβητηθεί ή να ανατραπεί. Αντίθετα, στη Συρία, η σημερινή πραγματικότητα αποδεικνύει ότι η παγίωση ενός τελικού αποτελέσματος με διάρκεια δεν είναι πλέον εφικτή.

Στη Συρία, για παράδειγμα, τα κράτη που υποστήριξαν τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό δεν είχαν πάντα ως κύριο στόχο την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Συχνά επικεντρώνονταν σε δικά τους συμφέροντα, όπως η αντιμετώπιση της τζιχαντιστικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος (ISIS), η οποία αποτέλεσε κοινή απειλή για την πλειονότητα των ευρωπαϊκών κρατών και των Ηνωμένων Πολιτειών. Από την άλλη πλευρά, το Ιράν δεν υποστήριξε το καθεστώς Άσαντ απλώς για να κατατροπώσει τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, αλλά για να διατηρήσει τη στρατηγική δίοδο που συνδέει το Ιράν με τη Χεζμπολάχ μέσω της Συρίας.

Το ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσο το παράδειγμα της Συρίας και του πολέμου δια αντιπροσώπων μπορεί να επηρεάσει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων στα επιτελεία των κρατών. Αν μέχρι σήμερα ο πόλεμος δια αντιπροσώπων σήμαινε ότι τα κράτη που εμπλέκονταν σε εμφύλιους πολέμους έπρεπε να διαχειριστούν το ερώτημα «θα χρειαστεί να επέμβουμε με δικές μας δυνάμεις για να εξυπηρετήσουμε τα συμφέροντά μας;», πλέον αναδύεται μια νέα πρόκληση: «πώς μπορούμε να διατηρήσουμε τα συμφέροντά μας μετά από μια πιθανή νίκη;».

Ο πόλεμος στη Συρία ανέδειξε όχι μόνο την πολυπλοκότητα των πολέμων δια αντιπροσώπων, αλλά και την αδυναμία των κρατών να εξασφαλίσουν σταθερότητα ακόμα και όταν φαινομενικά επιτυγχάνουν στρατιωτικούς στόχους. Καθώς οι διεθνείς ισορροπίες αλλάζουν, το παράδειγμα της Συρίας προσφέρει πολύτιμα διδάγματα: η επίτευξη μιας νίκης δεν είναι πλέον αρκετή.

H κυρία Ναταλία Τελλίδου είναι διδάκτωρ από το Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Φλωρεντίας και εξωτερική ερευνήτρια με το ΕΛΙΑΜΕΠ.