Η ελληνική κυβέρνηση είναι οπαδός, όπως αναφέρει αξιόπιστη διπλωματική πηγή, της ρεαλιστικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων, που πρέσβευε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βαθιά πεποίθηση του οποίου ήταν ότι η Ελλάδα δεν πρέπει ποτέ μόνη της, χωρίς συμμάχους, να αντιμετωπίσει στρατιωτικά την Τουρκία.
Στο πλαίσιο αυτό, ο η κυβέρνηση, δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή εάν λέγαμε πως έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου για την ενίσχυση των διεθνών ερεισμάτων της ελληνικής διπλωματίας, τώρα, που η Τουρκία εμφανίζεται ισχυρή στη Συρία.
Έτσι, μετά την Αίγυπτο συγκαλείται, για πρώτη φορά, το Ανώτατο Συμβούλιο Στρατηγικής Συνεργασίας (ΑΣΣ) με τη Σαουδική Αραβία την Δευτέρα 13 Ιανουαρίου. Λόγω της οικονομικής της δύναμης, αλλά και των προσβάσεών της στο στρατόπεδο Τραμπ, η Σαουδική Αραβία πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο.
Σήμερα, δε, ανησυχεί για την παρουσία της Τουρκίας στη Συρία και συγκλίνει με την Ελλάδα στην αντιμετώπιση από κοινού του τουρκικού επεκτατισμού. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, ανάχωμα φαίνεται πως είναι το Ισραήλ, το οποίο δεν θα διστάσει να ενεργοποιήσει τον κουρδικό εθνικισμό, προκειμένου να ψαλιδίσει τις περιφερειακές ηγεμονικές φιλοδοξίες της Άγκυρας.
Το βέβαιο είναι ότι έχουμε εισέλθει σε μια εποχή εντεινόμενου ανταγωνισμού, με το διεθνές δίκαιο να υποχωρεί και τη στρατιωτική ισχύ να αυξάνει τη σημασία της. Για αυτό και η ελληνική στρατηγική, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα, κινείται τόσο σε επίπεδο αναβάθμισης της αποτρεπτικής ισχύος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων όσο και σύναψης συμμαχιών για τη σταθεροποίηση της διεθνούς κατάστασης, ενώ, ταυτόχρονα, διεκδικεί με αξιώσεις τη δημιουργία ενός κοινού αμυντικού ταμείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.