Κοκό Σανέλ: Η συνωμοσία με τους Ναζί και η επιτυχία χάρη σε μια τσιγγάνα

Κοκό Σανέλ: Πώς κατάφερε να κυριαρχήσει στην υψηλή μόδα, τι ρόλο έπαιξε μια τσιγγάνα στην επιχειρηματική επιτυχία του θρυλικού Chanel No 5 και γιατί κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Ναζί;

Στις 10 Ιανουαρίου 1971 πεθαίνει σε ηλικία 87 ετών η Γκαμπριέλ Κοκό Σανέλ. Η γαλλίδα σχεδιάστρια μόδας που κυριάρχησε επί δεκαετίες στην υψηλή ραπτική και κατάφερε να αλλάξει τον κόσμο της μόδας, πολέμησε τη μίνι φούστα και καθιέρωσε τα μαργαριτάρια και τα ταγιέρ, επηρέασε δραστικά τη γυναικεία φυσιογνωμία και μνημονεύεται μέχρι σήμερα για την πρωτοποριακή της αισθητική και το καλό γούστο.

«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 12ης Ιανουαρίου 1971 ανακοινώνει το θάνατο της βασίλισσας της υψηλής μόδας του Παρισιού:

«Η “πρώτη κυρία” της γαλλικής μόδας και της «υψηλής ραπτικής» απέθανεν ήρεμως εις το διαμέρισμα του ξεοδοχείου «Ριτζ» των Παρισίων, όπου διέμενεν από πολλών ετών. Η περίφημος Κοκό Σανέλ, ηλικίας 87 ετών.

»Ο Οίκος μόδας και ραπτικής της Κοκό Σανέλ εκυριάρχησεν επί 50 έτη εις την δημοσίαν ζωήν ολόκληρου του κόσμου. Η αναλλοίωτος από πολλών ετών «γραμμή Σανέλ» ενέπνευσε πολλούς από τους σύγχροους σχεδιαστάς και απετέλεσεν υπόδειγμα για πολλάς γενεάς.

»Η Σανέλ εγεννήθη το 1883 εις την Νότιον Γαλλίαν και ησχολήθη με το θέατρον προτού στραφή προς την ραπτικήν. Εις το Παρίσι ενεκατεστάθη το 1914 και ίδρυσε τον πρώτον οίκο μόδας εις την οδόν Σαμπόν. Εις το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας της εδημιούργησε βοιομηχανίαν, εις την οποίαν απησχολούντο πλέον 3.500 ατόμων. Μετά τον πόλεμον εστράφη προς την αρωματοποιίαν και μερικαί από τας δημιουργίας της εις τον τομέαν αυτόν την κατέστησαν περισσότερο γνωστήν παρά από την μόδαν και την ραπτικήν».

Ο τυχερός της αριθμός

Εκτός από την επιδραστικότητά της στην γυναικεία μόδα, την ανάδειξη της κομψότητας στο ντύσιμο και τον πόλεμο εναντίον του κορσέ που καταπίεζε τη γυναικεία φύση, η Κοκό Σανέλ έμεινε επίσης στην ιστορία για το περίφημο άρωμα, που έφερε το όνομά της: “Chanel No 5”.

«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 6ης Αυγούστου 1995, γράφει για τη νέα επιχειρηματική κίνηση της φιλόδοξης σχεδιάστριας:

«Το 1921 παρουσιάζει στην αγορά το πρώτο της άρωμα, το θρυλικό Chanel No 5, μια εσάνς 80 συστατικών. “Ξέρετε, θα στοιχίσει πολύ. Το γιασεμί είναι πανάκριβο”, την προειδοποιεί ο χημικός της. “Τότε βάλε περισσότερο γιασεμί. Θέλω να είναι το ακριβότερο άρωμα του κόσμου”, του απαντά εκείνη».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.12.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Τέσσερις μέρες μετά τον θάνατό της, στις 14 Ιανουαρίου 1971, «ΤΑ ΝΕΑ» αποκαλύπτουν για το φημισμένο άρωμα:

«Με τον θάνατο της “βασίλισσας” της υψηλής μόδας του Παρισιού, “Κοκό” Σανέλ οι φίλοι της αναφέρουν διάφορα επεισόδια της ζωής της, μεταξύ των οποίων και τον τρόπο, που απεφάσισε να δώση στο παγκόσμιο πλέον άρωμά της “Σανέλ Νο 5” την ονομασία αυτή. Το άρωμα αυτό κατέστησε την “βασίλισσα” της μόδας εκατομμυριούχο. Η “Κοκό” το ονόμασε “Σανέλ No 5” γιατί μια τσιγγάνα της είχε πη ότι ο τυχερός αριθμός της είναι το πέντε».

«ΤΑ ΝΕΑ», 14.1.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Το ειδύλλιο με τον Δούκα του Ουεστμίνστερ

Η «δεσποινίς» της υψηλής ραπτικής άρχισε να κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία της στη γαλλική μόδα. Αναδείκνυε με τις δημιουργίες της την απλότητα και την άνεση των ρούχων τονίζοντάς τα με τα ασυνήθιστα, έως τότε, ψεύτικα κοσμήματα. Άρχισε να παράγει υφάσματα ζέρσεϊ σε δικό της εργοστάσιο και την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο Οίκος Σανέλ ήταν από τους μεγαλύτερους στο Παρίσι.

«ΤΑ ΝΕΑ» της 25ης  Ιανουαρίου 1971 δημοσιεύουν «Μια σκιαγραφία της “Γκραντ Ντεμουαζέλ”» και αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι:

«Εκείνον τον καιρό γνωρίστηκε με τον βαθύπλουτο δούκα του Ουεστμίνστερ, που την ταξίδεψε σε όλες τις χώρες του κόσμου. Η Σανέλ μαύρισε στους εξωτερικούς ήλιους κατά τη διάρκεια των ταξιδιών της και το 1922 καθιέρωσε τη μόδα του μαυρίσματος.

»Ο δρόμος της επιτυχίας άνοιξε από τότε μακρύς. Τόσο τα πλεχτά της, τα γκρί, μπεζ και μαύρα πουλόβερ της, που ήξερε να τα γαρνίρη με ένα απλό λεύκο γιακαδάκι, με άσπρες μανσέττες, όσο και τα πρώτα πέτσινα παλτουδάκια που λάνσαρε, την καθιέρωσαν σιγά σιγά στον κόσμο της υψηλής ραπτικής και έκαναν ν’αρχίσει πλέον ο προσωπικός θρύλος της. Ολόκληρη φιλολογία τα γνωμικά της για τη μόδα, όπως: “‘το σικ’ γίνεται απ’ το τίποτε, κι εξαρτάται περισσότερο από τον τρόπο που μια γυναίκα κρατάει υψωμένο το κεφάλι της και λιγώτερο απ’ τον τρόπο που φοράει ένα φόρεμα”».

«ΤΑ ΝΕΑ», 16.1.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Οι κατηγορίες για συνεργασία με τους Ναζί

Μετά το ξέσπασμα του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου, η γαλλίδα σχεδιάστρια έβαλε λουκέτο στις επιχειρήσεις της και εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο Ριτζ του Παρισιού, όπου διέμεναν επίσης μέλη της ανώτατης βαθμίδας του γερμανικού στρατού. Εκεί φαίνεται ότι ερωτεύτηκε τον μετέπειτα σύντροφό της, τον βαρώνο Χανς Γκούντερ φον Ντίνκλατζ. Τρία χρόνια μετά τον θάνατό της γράφτηκε ότι η Σανέλ, προσελήφθη από τις γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών.

Οι πρώτες αποκαλύψεις έγιναν όταν η γαλλίδα συγγραφέας, Έντμοντ Σαρλ – Ρου, κυκλοφόρησε σε βιβλίο τη βιογραφία της εμβληματικής σχεδιάστριας.

«ΤΑ ΝΕΑ» της 4ης Σεπτεμβρίου 1974 γράφουν σχετικά:

«Η Γκαμπριέλ “Κοκό” Σανέλ, η θρυλική μορφή της υψηλής μόδας και των πανάκριβων αρωμάτων, πήρε μέρος σε μια οργανωμένη από τους χιτλερικούς συνομωσία, για να πεισθούν οι Βρετανοί να υπογράψουν χωριστή ειρήνη με τη Γερμανία, στο διάστημα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

»Η πληροφορία περιλαμβάνεται σε μια καινούρια βιογραφία της Κοκό Σανέλ που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες στο Παρίσι. Σύμφωνα με τη συγγραφέα της, Έντμοντ Σαρλ – Ρου, οι Γερμανοί υπολόγιζαν να εκμεταλλευτούν την προπολεμική “φιλία ” της Σανέλ με τον Δούκα του Ουέστμινστερ για να πεισθή ο Ουΐνστων Τσώρτσιλ να υπογράψη την ειρήνη, 18 μήνες πριν από την τελική συντριβή της Γερμανίας.

»Όταν η Κοκό Σανέλ πέθανε πριν από περίου τρία χρόνια, στα 87 της χρόνια, η ζωή και η δράση της στο διάστημα του πολέμου σχολιάστηκε έντονα. Σταμάτησε τις δουλειές της στα 1938 και δεν ξαναγύρισε στην υψηλή ραπτική παρά το 1954.

«ΤΑ ΝΕΑ», 4.9.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Επιχείρηση “Μοντέλο Καπέλου”

»Η κυρία Σαρλ – Ρου, γυναίκα του σοσιαλιστή πολιτικού Γκαστόν Νταφέρ, ήταν έμπιστη φίλη της Σανέλ. Λέει ότι η διάσημη σχεδιάστρια μόδας ανακατεύτηκε στη συνομωσία – που βαφτίστηκε με το κρυπτογραφικό όνομα “μοντέλο καπέλου” – με τη μεσολάβηση ενός πρώην Γερμανού αξιωματικού και χιτλερικού κατασκόπου, του βαρώνου Χανς – Γιούντερ φον Ντίνκλαγκε, που είναι τώρα 73 χρονών και ζη στη Μαγιόρκα.

»Ο βαρώνος φον Ντίνκλαγκε έφτασε στο Παρίσι το 1933, υποτίθεται σαν ακόλουθος της γερμανικής πρεσβείας εκεί, στην πραγματικότητα όμως, ως εκπρόσωπος της χιτλερικής προπαγάνδας και προσωπικά του ίδιου του Γκαίμπελς. Οι κοινωνικές σχέσεις της Κοκό Σανέλ υπήρξαν πολύ χρήσιμες για τον βαρώνο, που είχε σαν καθήκον να υπονομεύη το ηθικό των Γάλλων, μέσα στα πλαίσια της γενικής προετοιμασίας για την εισβολή και κατοχή του 1940».

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η CHANEL κλείνει το Couture House της. Από τα πέντε κτίρια της οδού Cambon, μόνο η 31 μπουτίκ παρέμεινε ανοιχτή, όπου συνέχισαν να πωλούνται αρώματα και αξεσουάρ. Αμερικανοί στρατιώτες παρατάσσονται μπροστά από τη μπουτίκ στην οδό Cambon 31 για να αγοράσουν το άρωμα. Πηγή: https://www.chanel.com/

Στις 6 Αυγούστου 1995 ο Μανώλης Λαμπίδης γράφει στο «ΒΗΜΑ» για την «πιο ακριβή γυναίκα»:

«Η Γαλλία που δοξάστηκε και δόξασε τη Σανέλ την κατηγορεί για τον δεσμό της με έναν γερμανό αξιωματικό. Δεν υπάρχει χώρος για γυναίκες που συνεργάστηκαν σε εχθρικές επιχειρήσεις και επηρέασαν τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, τότε πρωθυπουργό της Αγγλίας, για να βοηθήσουν τους ναζί εραστές τους».

Η Coco Chanel με τον Winston Churchill και τον γιο του Randolph το 1928. Πηγή: https://www.theguardian.com/

Η μεταπολεμική καριέρα

Το διάστημα του΄Β Παγκοσμίου Πολέμου είναι η χρονική περίοδος που χωρίζει την καριέρα της Σανέλ σε δύο φάσεις. Το 1954 ξεκινάει η μεταπολεμική της καριέρα και η αναβίωση του οίκου ραπτικής της. Μπορεί να απουσίαζε 15 χρόνια από το χώρο, αλλά επέστρεψε ανανεωμένη και οι επιδείξεις της σημείωσαν και πάλι επιτυχία.

«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 6ης Αυγούστου 1995 γράφει για τη νέα φάση της καριέρας της:

«Το 1954 η επιστροφή πλέον της γηραιάς κυρίας συμπίπτει ιδανικά με την πτώση του “new look”. Η “δεσποινίς” ελευθερώνει για άλλη μια φορά τη γυναικεία σιλουέτα. Ο Τύπος κατηγορεί τις εμμονές της στα “τουίντ ταγέρ” και στα μικρά “φορέματα”, αλλά η μεγάλη εμπορική επιτυχία επιβεβαιώνει το πείσμα της. Ο Λουκίνο Βισκόντι, ο Φράνκο Τζεφιρέλι, ο Σέσιλ Μπίτον, στενοί της φίλοι, της συμπαραστέκονται στο νέο της ξεκίνημα.

»Η ιστορία όμως επαναλαμβάνεται. Μια στρατιά νέων σχεδιάστών σαν τον Υβ Σεν Λοράν, τον Πιερ Καρντέν, τον Αντρε Κουρέζ εμφανίζεται στο προσκήνιο. Το Σανέλ ταγέρ θεωρείται πια η στολή των ηλικιωμένων «μπορζουά» γυναικών. Εκείνη συνεχίζει με τα αγαπημένα της μανεκέν τη σκληρή εργασία. Μια “αιώνια” δεσποινίδα που δε χάνει ποτέ τη φλεγματικότητά της. Αφορίζει τη μίνι φούστα και δηλώνει επιγραμματικά τις ιδέες της για τη ζωή, τον έρωτα, το γούστο και τη μόδα ως την ημέρα του θανάτου της το 1971».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.2.1983, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.