Επιτελώντας ένα από κλασικά χριστουγεννιάτικα έθιμα της εορταστικής περιόδου, δηλαδή το χουχούλιασμα δίχως αύριο βλέποντας τηλεόραση, έπεσα πάνω σε ένα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ για τους Beatles. Μη με ρωτήσετε ποιο ήταν, ούτε σε ποια πλατφόρμα το πέτυχα: η ροή της πληροφορίας είναι τόσο χειμαρρώδης στις μέρες μας που εμείς οι μπούμερ είναι θαύμα αν θυμόμαστε στο τέλος μια ατάκα.
Και ευτυχώς, μια σκηνή τουλάχιστον τη θυμάμαι. Σ’ αυτή τη σκηνή το ντοκιμαντέρ εξιστορεί τη σταδιακή αύξηση της απήχησης του συγκροτήματος στην αμερικανική αγορά. Βρισκόμαστε στο 1964 και ένας δημοσιογράφος μαζί με έναν οπερατέρ διασχίζουν μια συνοικία αφροαμερικανών στη Νέα Υόρκη, ρωτώντας νέους, μεσήλικες και ηλικιωμένους αν ξέρουν τους Beatles και αν τους αρέσουν.
Οι απαντήσεις περιλάμβαναν όλο το φάσμα: από την ενθουσιώδη υποδοχή των νεαρών, κυρίως, γυναικών και την απαξία των ηλικιωμένων, κυρίως, προσώπων έως τη χρυσή τομή του «ναι, οκ, καλοί είναι». Ανάμεσα στους «αρνητές» τους ωστόσο ξεχώρισε ένα νεαρός αφροαμερικανός. Ξεχώρισε, σύμφωνα με μένα, που βλέπω το ντοκιμαντέρ το 2025. Γιατί στην ερώτηση που ακολούθησε τη χλιαρή αντιμετώπιση των Beatles, «εσένα ποιο είναι το αγαπημένο σου συγκρότημα;», η απάντηση ήταν: «Το κουιντέτο του Μάιλς Ντέιβις και το κουαρτέτο του Τζον Κολτρέιν». Κοίτα να δεις, αναλογίστηκα, κάποτε η ποπ μουσική ήταν η τζαζ. Και μάλιστα όχι η «εύκολη» τζαζ, αν σκεφτούμε τι έπαιζε ο Κολτρέιν ήδη το 1964.
Η αίσθηση του τι είναι κάθε φορά δημοφιλές και το πώς συνδέεται με την ευρύτερη βιομηχανία του θεάματος είναι κάτι που από ένα σημείο και μετά αποκτά σταθερότητα. Τα εκατομμύρια πωλήσεων του Μάιλς Ντέιβις δεν επαρκούν, για παράδειγμα, να χαρακτηρίσουν «ποπ» κανέναν θαυμαστή και καμία θαυμάστριά του. Ο λόγος μάλλον είναι ότι κανένα είδος, όσο και να κυριάρχησε επί μέρους, δεν συνδέθηκε τόσο πολύ με τη μαζική απεύθυνση όσο το ροκ εν ρολ, που από την εμφάνισή του και έπειτα καθόρισε δραστικά τι περνάει το όριο του δημοφιλούς.
Τα σκέφτομαι αυτά βλέποντας ότι στις 8 Ιανουαρίου του 1935 γεννήθηκε ο Έλβις Πρίσλεϊ, ο άνθρωπος που αποτέλεσε την τομή στην αλλαγή της ποπ κουλτούρας. Ο ορισμός του μπούμερ που έφυγε νωρίς, ο Έλβις αποτελεί τομή γιατί στο πρόσωπό του συνοψίζεται όλο το μεταπολεμικό πρόταγμα της ομογενοποίησης του λάιφ στάιλ.
Κι αυτή ακριβώς είναι η διαφορά που εγκαινίασε σε σχέση με τα άλλα είδη. Ενώ το κοινό της τζαζ, π.χ., επιχειρεί τη διαφοροποίησή του από το σύνολο του πληθυσμού, το ροκ εν ρολ αποτέλεσε την πρώτη περίπτωση που επιδιώκεται το σύνολο του πληθυσμού να γίνει φαν. Η μεταπολεμική αισιοδοξία, η εμβάθυνση των ατομικών ελευθεριών που οδήγησε και στη σεξουαλική απελευθέρωση, μαζί με την καταλυτική επίδραση που είχε η οικονομική ευημερία εξαφάνισαν κάθε διαφοροποίηση: όλοι χορεύουμε μαζί και αγοράζουμε δίσκους.
Ίσως γι’ αυτό ο μύθος του παραμένει αναλλοίωτος στο πέρασμα του χρόνου. Γιατί συνοδεύεται από τη νοσταλγική ανάμνηση μιας ουτοπίας όπου όλοι είναι μαζί και μοιράζονται το ίδιο όραμα – αδιάφορο ποιο είναι αυτό και πώς κατέληξε. Τη συνέχεια εξάλλου την ξέρουμε. Η μαζική απεύθυνση της μουσικής παρέμεινε ενσωματώνοντας μαζί και το αίτημα της διαφοροποίησης: αντί για ένα ενιαίο προϊόν έχουμε πολλά διαφορετικά που ακολουθούν ωστόσο την ίδια λογική. Διότι καλή η εναλλακτικότητα, αλλά ουκ επί ποιοτικαίς νόταις μόναις άνθρωπος ζήσεται.