Έτσι συμβαίνει πάντα με τους μεγάλους Έλληνες όταν φεύγουν από τη ζωή. Και η Ελλάδα την Πέμπτη θα πει το τελευταίο αντίο σε ένα μεγάλο Έλληνα, στον άνθρωπο που έβαλε την υπογραφή του στη σύγχρονη όψη της. Στον Κώστα Σημίτη. Περίσσεψε, αυτές τις μέρες, η συζήτηση για την κυβερνητική θητεία του, για την περίοδο 1996-2004. Στην αρένα του διαδικτύου υπήρξαν εκτιμήσεις ψύχραιμες. Έκανε, αναμενόμενο, την εμφάνισή της και η Ελλάδα που απεχθανόταν ο Σημίτης. Λαϊκιστές, συνωμοσιολόγοι, ελληναράδες και κάθε καρυδιάς καρύδι που έσπευσαν να βγάλουν χολή, να ισοπεδώσουν, να ελεεινολογήσουν, να κάνουν επίδειξη μιζέριας τους.

Είχα την ευκαιρία να καλύψω σχεδόν όλη την κυβερνητική θητεία του Κώστα Σημίτη. Πέρα από το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, υπήρχε και το προσωπικό. Ανήκα στο τμήμα εκείνων των ψηφοφόρων που στις εκλογές του 1996 ερχόμενοι από τα αριστερά επιλέξαμε για πρώτη φορά το ΠαΣοΚ. Όχι επειδή μας ενέπνεε ο Κώστας Σημίτης. Ο μετέπειτα Πρωθυπουργός είχε ήδη δώσει δείγματα γραφής ενός σοβαρού και αξιόπιστου πολιτικού που είχε κρατήσει σαφείς αποστάσεις από τον λαϊκισμό που δεν έλειπε από την προηγούμενη παρουσία του ΠαΣοΚ στην πολιτική ζωή. Αλλά ο λόγος της πρώτης φοράς ΠαΣοΚ ήταν ο Μιλτιάδης Έβερτ. Στα μάτια μας, με βάση την κοσμοθεωρία μας, φάνταζε υπέρμετρα δεξιός.

Ως Πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης έκανε πολλά ταξίδια. Στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είχαμε, έτσι, όσοι καλύπταμε το ρεπορτάζ του ΠαΣοΚ, να τον δούμε και σε κάποιες πιο «χαλαρές» στιγμές του. Δεν ήταν, όπως περιγράφεται, ένας απόμακρος άνθρωπος. Ήταν, τουλάχιστον με όσους παρακολουθούσαμε τις περιοδείες του, ευγενής, τυπικός και, αν χρειαζόταν, αυστηρός. Θυμάμαι σε μια από τις περιοδείες του, στην Κρήτη, με το που προσγειώθηκε το αεροπλάνο, πριν ακόμα σηκωθεί από τη θέση του, τρέξαμε να βγούμε έξω. Μας κοιτά, σχηματίζει στο πρόσωπο του εκείνο το χαρακτηριστικό χαμόγελο και μας λέει: «Θα ήταν προτιμότερο να προηγηθεί ο Πρωθυπουργός». Τον θυμάμαι, επίσης, να διακόπτει την ομιλία του στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠαΣοΚ για να επαναφέρει την τάξη την γαλαρία της αίθουσας όπου οι δημοσιογράφοι είχαμε στήσει πηγαδάκια.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση με τον Κώστα Σημίτη ήταν η εργατικότητα του. Περνούσαμε ώρες ολόκληρες έξω από το Μέγαρο Μαξίμου, οι συναντήσεις εργασίας διαδεχόταν η μια την άλλη. Πρωί και απόγευμα. Όλες αυτές οι συναντήσεις ήταν προγραμματισμένες. Από την αρχή της εβδομάδας, στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών γνωρίζαμε τι μας περιμένει. Ποια θέματα θα αναδείξει η κυβέρνηση, ποιους στόχους έχει, ποιες συναντήσεις και πρωτοβουλίες θα αναληφθούν για την επίτευξή τους. Και όλα αυτά τα παρακολουθούσε, μεθοδικά, συστηματικά. Έπαιρνε τηλέφωνο ένα υπουργό και του ζητούσε να ασχοληθεί με ένα θέμα. Περίμενε την εισήγηση του, για παράδειγμα, σε 10 ημέρες. Την έβδομη χτυπούσε το τηλέφωνο του υπουργού. Ήταν ο Κώστας Σημίτης και η … ερώτηση του. «Τι έχεις κάνει για αυτό που λέγαμε;».

Μου έκανε, επίσης, εντύπωση, η ανεκτικότητα του για την διαφορετική άποψη. Το ΠαΣοΚ εκείνη την εποχή ήταν διχασμένο. Υπήρχε μεγάλη συζήτηση για το αν έχει πάρει αποστάσεις από τις γενέθλιες θέσεις του κάνοντας στροφή προς τα δεξιά. Σε μια από τις συνεδριάσεις του Εκτελεστικού γραφείου ο Κώστας Σημίτης δέχθηκε, από μέλος του οργάνου, μια σφοδρή επίθεση. «Μόνο προδότη που δεν τον είπε» ανέφερε στέλεχος που ήταν παρών. Αμέσως μετά τη συνεδρίαση, κορυφαίος κομματικός παράγοντας πλησίασε τον Κώστα Σημίτη και του είπε: «Μήπως πρέπει να αντιδράσεις; Η κατάσταση έχει ξεφύγει». Η απάντηση ήταν «μια διαφορετική φωνή είναι, γιατί να μην υπάρχει»;

Υπάρχει και άλλη μια εικόνα που δεν έχει σχέση με την πολιτική αλλά είναι μια από αυτές που θυμάμαι συχνά. Σε μια περιοδεία περπατούσαμε με ένα συνάδελφο στα σοκάκια της Ξάνθης. Από απόσταση είδαμε να έρχονται προς τα εμάς ο Σημίτης με τη Δάφνη. Από τον τρόπο που περπατούσαν, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, καταλάβαινες ότι η σχέση τους ήταν πολύ βαθιά.

Αυτό που επίσης μου έκανε εντύπωση ήταν η βαθιά ιδεολογική του συγκρότηση. Φαινόταν στις ομιλίες του, ήταν ευδιάκριτη ακόμα και σε σύντομες συζητήσεις από αυτές που γίνονται στο πόδι. Και φάνηκε στη σύγκρουση με την Εκκλησία για το ζήτημα τη μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Κράτησε μια αμετακίνητη, θεσμική θέση. Παρά τις πιέσεις και τις λαοσυνάξεις στο Σύνταγμα. Σε πείσμα του πολιτικού κόστους, θυμάμαι τότε, την έκπληξη μου που ο Κώστας Καραμανλής που πολιτεύθηκε με τη σημαία του μεσαίου χώρου, ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν να υπογράψουν το «δημοψήφισμα του Χριστόδουλου».

Δεν έχει νόημα να επαναλάβω τα όσα έχουν ήδη γραφτεί για τα επιτεύγματα και τις γκρίζες σελίδες της διακυβέρνησης Σημίτη. Όλα μπαίνουν στη ζυγαριά. Αλλά, αλήθεια, ποια είναι η μεγάλη εικόνα εκείνης της περιόδου; Τι είναι αυτό που κρίνει αν ένας Πρωθυπουργός πέτυχε ή δεν πέτυχε;

Υπάρχει ένα απλό μέτρο για να αξιολογηθεί ένας Πρωθυπουργός. Τι χώρα παρέλαβε και τι χώρα παρέδωσε. Το 1996 η Ελλάδα ήταν μια χώρα που σε γενικές γραμμές αναζητούσε το βηματισμό της, έψαχνε να βρει που πάει. Αυτή την Ελλάδα παρέλαβε ο Σημίτης. Και παρέδωσε την Ελλάδα σε μια από τις καλύτερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της. Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα. Και λέει ότι σε μια περίοδο κρίσιμη η χώρα ευτύχησε να έχει Πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη.