Στις πολιτισμένες χώρες η συγγραφή «προσωπικών απολογισμών» είναι περίπου κανόνας για όποια πρόσωπα καταλαμβάνουν δημόσια αξιώματα. Δύσκολα θα συναντήσει κανείς κάποιον πρόεδρο ή πρωθυπουργό ή ακόμη και απλό υπουργό που να μην έχει καταθέσει τη μαρτυρία του για όσα έπραξε ή δεν έπραξε στην εξουσία.

Στην Ελλάδα αποτελεί ακόμη την εξαίρεση. Από όλους σχεδόν τους μεταπολεμικούς πρωθυπουργούς μόνον ο κ. Γ. Ράλλης άφησε μια μορφή απομνημονευμάτων σε σειρά βιβλίων, ενώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέλεξε την υβριδική λύση ενός «Αρχείου Καραμανλή», κάτι ανάμεσα σε συλλογή εγγράφων και αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο των γεγονότων. Οι υπόλοιποι σιώπησαν.

Και σε αυτόν τον τομέα ο κ. Kώστας Σημίτης αποφάσισε να αποκλίνει από τον «ελληνικό κανόνα». Προτού συμπληρωθούν δύο χρόνια από την αποχώρησή του από την πρωθυπουργία και την αρχηγία του ΠαΣοΚ, παρουσιάζει τον έγγραφο απολογισμό της οκταετίας του. Εναν ογκώδης τόμο σχεδόν επτακοσίων σελίδων με τον τίτλο «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα 1996-2004» (εκδόσεις Πόλις).

Το εκδοτικό εγχείρημα φέρει απολύτως το στίγμα του συγγραφέα. Το κείμενο είναι λεπτομερώς απολογιστικό σε μια σχεδόν ακαδημαϊκή μορφή. Παραπομπές, πίνακες, μεθοδικός διαχωρισμός των κεφαλαίων, παραρτήματα, ευρετήρια, βοηθήματα… Ο κ. Σημίτης γράφει σε πρώτο πρόσωπο και δεν διστάζει να αφηγηθεί ή να αποκαλύψει.

Εχουμε, π.χ., μιαν εξαιρετικά λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων που σφράγισαν τη λεγομένη «νύχτα των Ιμίων» – η περιγραφή αυτή μπορεί να μη διαφοροποιεί ίσως την εικόνα που είχαμε διαμορφώσει ως τώρα για τα γεγονότα, αλλά το γεγονός ότι γράφει ο βασικός πρωταγωνιστής καθιστά την αφήγηση ενδιαφέρουσα.

Την ίδια στιγμή ο κ. Σημίτης εξηγεί για πρώτη φορά πώς έφθασε στην απόφαση να αποχωρήσει από την προεδρία του ΠαΣοΚ και να μη διεκδικήσει μια τρίτη πρωθυπουργική θητεία. Αποκαλύπτει λεπτομέρειες που δεν είναι γνωστές, όπως ο ρόλος που έπαιξαν οι δημοσκοπήσεις στην απόφασή του, εξηγεί τους λόγους που οδήγησαν στην επιλογή του κ. Γ. Παπανδρέου και μας αφήνει να καταλάβουμε ότι η συνεννόηση με τον σημερινό αρχηγό του ΠαΣοΚ για το θέμα της διαδοχής είχε αρχίσει πολλούς μήνες πριν από τα Χριστούγεννα του 2003.

Και τα δύο αυτά αποσπάσματα του βιβλίου δημοσιεύθηκαν χθες και σήμερα από «Το Βήμα». Δεν είναι τα μόνα που θα προκαλέσουν σχόλια και συζητήσεις, παρ’ όλο που δεν φαίνεται να είναι αυτός ο στόχος του πρώην πρωθυπουργού. Είναι ενδεικτικό το ότι, ακόμη και αν η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, ουδέποτε παίρνει προσωπική μορφή. Σπανίως μπορούμε να μαντεύσουμε τα προσωπικά συναισθήματα του συγγραφέα ακόμη και σε κρίσιμες στιγμές της πρωθυπουργίας του. H αυστηρή πολιτική καταγραφή έχει το προβάδισμα.

Με άλλα λόγια, ο κ. Σημίτης δεν χρησιμοποιεί ένα βιβλίο απολογισμού για να τακτοποιήσει λογαριασμούς, όπως συμβαίνει συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις. H αναφορά σε ονόματα και γεγονότα είναι σχεδόν περιγραφική, αποφεύγει τις αξιολογήσεις και είναι φειδωλός σε χαρακτηρισμούς, εκτός από τις περιπτώσεις όπου είναι απαραίτητοι για να εξηγήσουν τις αποφάσεις που τελικώς έλαβε.

Οι αντίπαλοι, ακόμη και οι εχθροί, του πρώην πρωθυπουργού τοποθετούνται απλώς μέσα στη ροή των γεγονότων χωρίς επιθετικές εκφράσεις ή επικρίσεις. Υπάρχουν επειδή η τύχη το έφερε να ζήσουν την εποχή της πρωθυπουργίας του. Ο συγγραφέας σπανίως επιβραβεύει και σπανιότερα αποδοκιμάζει. Ακόμη και τα εύσημα που αποδίδει σε συνεργάτες του προκύπτουν από την επικρότηση της πολιτικής τους δράσης ή πρωτοβουλίας. Ο πρώην πρωθυπουργός προσπαθεί να γράψει από απόσταση, χωρίς εξάρσεις.

Μόνο διά μέσου των γραμμών και από τα συμφραζόμενα διαισθάνεται κανείς ότι, π.χ., ο κ. Σημίτης δεν θα πρέπει να τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση για τις πολιτικές ικανότητες του κ. M. Εβερτ ή ότι τη «νύχτα των Ιμίων» είχε να κάνει με έναν ανεπαρκή υπουργό Αμυνας και έναν μάλλον διαταραγμένο αρχηγό του Επιτελείου.

Είναι χαρακτηριστικό το ότι προτιμά να επικρίνει «την αντιπολίτευση» παρά συγκεκριμένα στελέχη της. Αναφέρεται σε διαφωνίες αλλά δεν προσωποποιεί την αντιδικία. Δεν μπαίνει καν στον πειρασμό να ανταποδώσει στον σημερινό πρωθυπουργό κ. K. Καραμανλή κάποιες από τις ύβρεις ή τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς με τα οποία τόσο απλόχερα τον φιλοδωρούσε. Ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού σχεδόν δεν αναφέρεται μεταξύ των αξιομνημόνευτων υπάρξεων της οκταετίας. Ο κ. Σημίτης επιλέγει μέχρι τέλους να κάνει πολιτική με τον δικό του τρόπο.

Προφανής σκοπός του βιβλίου δεν είναι να μοιράσει εύσημα και μομφές. Ο συγγραφέας του δεν δίνει την εντύπωση ότι αναζητεί δικαίωση ή επιβράβευση. Θέλει πρωτίστως να εξηγήσει τι έκανε, γιατί το έκανε έτσι και όχι αλλιώς, και κυρίως με ποια λογική, με ποιες πεποιθήσεις και ποιους στόχους κυβέρνησε τον τόπο επί οκτώ χρόνια. Υπ’ αυτή την έννοια το βιβλίο του είναι ταυτοχρόνως μια προσωπική μαρτυρία, ένας κυβερνητικός απολογισμός και ένα εγχειρίδιο εφαρμοσμένης πολιτικής διαχείρισης. Μείγμα που το καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρον.

H πρώτη εκλογή και η βαριά σκιά του Ανδρέα

Στις 18.1.1996 η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ με εξέλεξε πρωθυπουργό. Πίστευε ότι μπορούσα να ανατρέψω το αρνητικό κλίμα που είχε πλέον επικρατήσει και ότι συγκέντρωνα τις περισσότερες πιθανότητες να αντιπαραταχθώ με επιτυχία και να νικήσω τη Δεξιά. H ανάθεση της ηγεσίας σε ένα πρόσωπο που δεν είχε συμμετάσχει στους πολιτικούς χειρισμούς σε σχέση με την ασθένεια του Ανδρέα και είχε τη δική του άποψη για την πολιτική της κυβέρνησης σηματοδοτούσε μια αποφασιστική αλλαγή.

Μέσα στο κόμμα και ιδίως στην Κοινοβουλευτική Ομάδα είχα την υποστήριξη μιας ισχυρής ομάδας, η οποία δημιουργήθηκε βαθμιαία μέσα από συζητήσεις, κοινή στάση στα κομματικά όργανα, κοινές απόψεις για την κυβερνητική πολιτική και συμμετοχή σε δημόσιες εκδηλώσεις. Μας απασχολούσε όλους έντονα η ανάγκη διαμόρφωσης μιας πολιτικής που θα έδινε συγκεκριμένες απαντήσεις στα βασικά ερωτήματα της εποχής, την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας. […]

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν πάντα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Θεωρούσα λοιπόν τη συνεργασία μαζί του αυτονόητη και αναγκαία. Μια κριτική τοποθέτησή του μπορούσε ανά πάσα στιγμή να οδηγήσει σε αντιπαραθέσεις και έτσι σε νέα αδιέξοδα.

Μετά την εκλογή μου συνάντησα αρκετές φορές τον Ανδρέα. Ηταν όμως πια ένας άνθρωπος κουρασμένος, ο οποίος ταλαιπωρούνταν από την ασθένειά του. H αποφασιστικότητα και η δύναμη που μετέδιδε άλλοτε είχαν χαθεί. Εθιγε πολιτικά θέματα με προσοχή. Μέχρι το θάνατό του δεν υπήρξε κανένα απολύτως πρόβλημα στις σχέσεις μας ή στις σχέσεις με την κυβέρνηση. Ολους αυτούς τους μήνες όμως είχα την αίσθηση ότι τα πράγματα θα μπορούσαν από τη μια στιγμή στην άλλη να εξελιχθούν πολύ διαφορετικά.

H εύθραυστη ηρεμία που επικρατούσε θα δοκιμαζόταν στο προγραμματισμένο για τα τέλη Ιουνίου 1996 συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Θα διατύπωνε ο Ανδρέας άποψη για την κυβερνητική πολιτική; Θα έπαιρνε θέση για τη διαδοχή του στο κόμμα; Το θέμα απασχολούσε έντονα όλα τα στελέχη. Εγώ είχα κάνει από καιρό σαφή τη θέση μου. Σε περίπτωση που στο συνέδριο προέκυπταν συνθήκες διαμάχης θα υπέβαλλα αμέσως την παραίτησή μου. Διαμάχη σήμαινε αδυναμία της κυβέρνησης και ήττα του ΠΑΣΟΚ. Ο αιφνίδιος θάνατος του Ανδρέα άφησε αυτά τα ερωτήματα αναπάντητα. […]

«H συμφωνία μου με τον Γιώργο και η αποχώρηση από την ηγεσία»

Δύο σκέψεις καθόριζαν την αντίληψή μου για τη λήξη της θητείας μου. H πρώτη, ότι οι πολιτικοί που εξαντλούν με κάθε τρόπο όλα τα δυνατά περιθώρια παραμονής σε ένα πόστο αποτελούν αρνητικό παράδειγμα. H προσφορά στη χώρα, από όποια θέση και να γίνεται, δεν μπορεί να είναι ισόβια και μεσσιανική. Είναι πεπερασμένη θητεία με σχέδιο και στόχους. H πρωθυπουργική θητεία με περιορισμένο χρονικό ορίζοντα αντί της διά βίου διεκδίκησης της εξουσίας συμβάλλει στην αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών και τη δυνατότητα της κοινωνίας να αξιολογεί, να συγκρίνει και να επιλέγει. Αποτελεί εκσυγχρονισμό σε μια κοινωνία που έχει συνηθίσει να βλέπει τους κατόχους θέσεων να παλεύουν να τις διατηρήσουν διά παντός.

H δεύτερη καθοριστική για τη στάση μου σκέψη ήταν ότι η επιλογή μου μεταξύ της εκ νέου διεκδίκησης της πρωθυπουργίας και της αποχώρησης όφειλε να συμβάλει στη συνέχιση της προσπάθειας που ξεκίνησα. Είχα εκλεγεί πρωθυπουργός για να επιτελέσω ορισμένο έργο. Το πραγματοποίησα σε μεγάλο βαθμό με κόπο και αγώνα. H συνέχισή του ήταν το καθοριστικό κριτήριό μου για το αν φεύγω ή μένω, το πότε φεύγω και υπό ποιες συνθήκες. […]

H συνέχιση του έργου της οκταετίας προϋπέθετε την εκλογική νίκη του ΠαΣοΚ. Υπήρχε όμως απομάκρυνση ενός τμήματος της κοινωνίας από το ΠαΣοΚ. Οι ποιοτικές έρευνες της κοινής γνώμης έδειχναν ότι οι συμπεριφορές των στελεχών ενοχλούσαν, η επίδειξη εξουσίας στην περιφέρεια προκαλούσε. Σε βάρος της κυβέρνησης λειτουργούσε και η μακρόχρονη παραμονή του ΠαΣοΚ στην εξουσία. Από τις έρευνες προέκυπτε ότι υπήρχε ανάγκη για ένα ανανεωμένο πρόσωπο στις εκλογές. Εκφραζόταν με το σχόλιο ψηφοφόρων «αν δεν αλλάξει το ΠαΣοΚ θα πρέπει να το αλλάξουμε εμείς». Βαθιές τομές στο ΠαΣοΚ δεν ήταν όμως δυνατές ενόψει των εκλογών. Θα προκαλούσαν αντιπαραθέσεις με αρνητικές επιπτώσεις στη δημόσια απήχηση του κόμματος. Ακόμη και το φυσιολογικό ερώτημα προς τους εν ενεργεία βουλευτές, ενόψει της κατάρτισης των ψηφοδελτίων, ότι θα είναι υποψήφιοι στις επόμενες εκλογές προκάλεσε το φθινόπωρο του 2003 αναστάτωση. Στις σκέψεις για αποχώρησή μου, προσετίθετο τώρα ένας επιπλέον, ιδιαίτερα επιτακτικός λόγος. H τομή που απαιτούσαν οι ψηφοφόροι μπορούσε να είναι η αλλαγή ηγεσίας, αρκεί να έδινε νέα πνοή και να συνένωνε τις δυνάμεις που στήριζαν το ΠαΣοΚ δημιουργώντας ένα νέο ρεύμα σε όφελός του. Αν ενίσχυε τη συσπείρωση της κυβερνητικής παράταξης και επηρέαζε θετικά τους ψηφοφόρους που είχαν απομακρυνθεί θα άλλαζε τα εκλογικά δεδομένα χωρίς από την άλλη να μειώσει την ικανότητα του ΠαΣοΚ να χειρίζεται τα προβλήματα. Το ΠαΣοΚ διέθετε ένα ικανό επιτελείο στελεχών, πολύ πιο έμπειρο από εκείνο της αντιπολίτευσης.

Συζήτησα με τον κ. Γ. Παπανδρέου την πορεία του ΠαΣοΚ και τον τρόπο ανάκαμψής του και τα πιθανά χρονοδιαγράμματα αλλαγών για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2003 στη διάρκεια ενός ταξιδιού μας στις ΗΠΑ, όπου θα εκπροσωπούσαμε, ως προεδρία, την Ευρωπαϊκή Ενωση στη συνάντησή της με την αμερικανική ηγεσία. H συζήτηση αυτή μου έδωσε αρκετές ιδέες για το πώς θα έπρεπε να χειριστώ το θέμα τους επόμενους μήνες προτού πάρω τις όποιες οριστικές αποφάσεις. Ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλες συζητήσεις με τον κ. Γ. Παπανδρέου, μέχρι την τελευταία στις 6 Ιανουαρίου 2004.

Από τον Αύγουστο του 2003 και μετά εξέταζα την πορεία του ΠαΣοΚ και τα βήματα που έπρεπε να γίνουν για την αντιμετώπιση της κατάστασης και με τον γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής κ. M. Χρυσοχοΐδη. Επέλεξα τελικά να συνεννοηθώ με τον κ. Γ. Παπανδρέου γιατί ήταν το πιο δημοφιλές στέλεχος με τη μεγαλύτερη απήχηση στην κοινή γνώμη, μακράν πρώτος σε σχέση με όλους τους υπολοίπους, όπως έδειχναν όλες οι δημοσκοπήσεις. Επιπλέον ήταν ένας επιτυχημένος υπουργός Εξωτερικών για πολλά χρόνια. Στην επιλογή μου να συνεννοηθώ μαζί του και όχι με άλλους, που θα μπορούσαν να με διαδεχτούν, δεν έπαιξαν ρόλο ούτε συμπάθειες ούτε αντιπάθειες. Μόνο αυτός που είχε τη μεγαλύτερη αποδοχή στην κοινή γνώμη θα μπορούσε να εξασφαλίσει τόσο μια ομαλή διαδοχή όσο και μια νίκη στις εκλογές. Ο κ. Γ. Παπανδρέου ερχόταν πρώτος στις προτιμήσεις, τόσο στο σύνολο των εκλογέων όσο και στους ψηφοφόρους του ΠαΣοΚ. H συνεννόηση μαζί του δεν σήμαινε λοιπόν διάκριση σε βάρος κάποιων άλλων. Απαραίτητο νομιμοποιητικό στοιχείο του επόμενου προέδρου του ΠαΣοΚ ήταν η εκλογή του σύμφωνα με τις καταστατικές διαδικασίες, στις οποίες κάθε στέλεχος θα μπορούσε να συμμετάσχει.

Από τον Αύγουστο και μετά ζήτησα από τρεις διαφορετικές εταιρείες δημοσκοπήσεων να ερευνήσουν τις πιθανές αντιδράσεις της κοινής γνώμης σε μια αλλαγή ηγεσίας του ΠαΣοΚ και ποια επίδραση θα είχε στη στάση των ψηφοφόρων στις επόμενες εκλογές. Τα αποτελέσματα όλων των ερευνών, για τα οποία ήταν ενήμεροι τόσο ο κ. Γ. Παπανδρέου όσο και ο κ. M. Χρυσοχοΐδης, ήταν περίπου τα ίδια. Οσον αφορά την πρόθεση ψήφου, το ΠαΣοΚ με πρόεδρό του τον κ. Γ. Παπανδρέου είτε προηγούνταν είτε υπολειπόταν ελαφρά της Νέας Δημοκρατίας, και πάντως μείωνε αισθητά τη διαφορά του από αυτήν. Οι ψηφοφόροι μεταξύ κ. Γ. Παπανδρέου και κ. K. Καραμανλή προτιμούσαν τον κ. Γ. Παπανδρέου για πρωθυπουργό. Ο κ. Παπανδρέου ήταν κάτι καινούργιο. Εφερνε πίσω στο ΠαΣοΚ πολλούς από όσους μεταστράφηκαν και δίσταζαν να το ξαναψηφίσουν. H ανάκαμψη ήταν θεαματική στις αγροτικές περιφέρειες. Οι σφυγμομετρήσεις έδειχναν ότι η αλλαγή ηγεσίας έδινε μια νέα διάσταση στην ελληνική αναμέτρηση. Δημιουργούσε μια δυναμική που θα μπορούσε να αναπτυχθεί.

Πήρα την απόφασή μου στα τέλη Νοεμβρίου 2003: δεν θα ηγούμουν του ΠαΣοΚ στις επόμενες εκλογές. Το κόμμα θα εξέλεγε νέο πρόεδρο στις αρχές του 2004. Ο νέος πρόεδρος θα ήταν ο επικεφαλής του ΠαΣοΚ στις εκλογές και ο πρωθυπουργός, εφόσον το ΠαΣοΚ κέρδιζε τις εκλογές. Τις αποφάσεις μου αυτές θα τις ανακοίνωνα στις αρχές Ιανουαρίου. Σχεδίαζα την πραγματοποίηση των εκλογών προς το τέλος της συνταγματικής προθεσμίας διεξαγωγής τους, η οποία έληγε στις 2 Μαΐου. Προέβλεπα ότι μέχρι τότε θα είχε βελτιωθεί περισσότερο η οικονομική εμπιστοσύνη των καταναλωτών, θα είχαν αρχίσει να αποδίδουν τα οικονομικά μέτρα του Σεπτεμβρίου και θα είχαν ολοκληρωθεί πολλά έργα που ήταν ήδη στην τελευταία φάση κατασκευής τους. Συμφώνησα επίσης με την άποψη του κ. Γ. Παπανδρέου ότι η εκλογή του νέου προέδρου του ΠαΣοΚ θα έπρεπε να γίνει από το σύνολο των μελών του κόμματος και όχι όπως συνέβαινε μέχρι τότε από το συνέδριο. Ο τρόπος αυτός εκλογής εφαρμοζόταν ήδη στη Γαλλία. Θα εξασφάλιζε τη συσπείρωση και θα βοηθούσε την προετοιμασία της εκλογικής αναμέτρησης.

Θα παρέμενα πρωθυπουργός μέχρι τις εκλογές του 2004. H ολοκλήρωση της θητείας μου αποτελούσε υποχρέωση απέναντι στους ψηφοφόρους που εξέλεξαν το ΠαΣοΚ το 2000 με μένα επικεφαλής. Αλλωστε, η άμεση αλλαγή πρωθυπουργού θα διέκοπτε τη διαδικασία ψήφισης του προϋπολογισμού με άμεσες επιπτώσεις στο οικονομικό κλίμα και θα οδηγούσε σε αναπόφευκτη φθορά τη νέα κυβέρνηση πριν από τις εκλογές, κάτι που θα ήταν λάθος.

*Αναδημοσίευση άρθρου του Γιάννη Πρετεντέρη από το Βήμα της Κυριακής (24.11.2008)