Η μουσική βιογραφία «Υπάρχω» για τον θρυλικό λαϊκό τραγουδιστή Στέλιο Καζαντίδη έχει ξεπεράσει τα 350.000 εισιτήρια και εξακολουθεί να κυριαρχεί στις αίθουσες, όπου στις πρώτες μέρες του 2025 οι νέες ταινίες είναι μόλις τρεις.
Βαθμολογία
5: εξαιρετική
4: πολύ καλή
3: καλή
2: ενδιαφέρουσα
1: μέτρια
0: απαράδεκτη
Νοσφεράτου (Nosferatu)
Παραγωγή: Aγγλία/ ΗΠΑ/ Ουγγαρία, 2024
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Εγκερς
Ηθοποιοί: Νίκολας Χάουλτ, Μπιλ Σκάρσγκαρντ, Λίλι Ρόουζ Ντεπ, Γουίλεμ Νταφόε, Άαρον Τέιλορ Τζόνσον
Από τους ταλαντούχους σκηνοθέτες του αμερικανικού σινεμά της τελευταίας δεκαετίας, o Ρόμπερτ Εγκερς δίνει πάντα σημασία στην δύναμη της εικόνας • αρκεί να θυμηθούμε τον «Φάρο», την ταινία η οποία το 2019 τον έβαλε στον χάρτη των νέων Αμερικανών auteur. Βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις το αισθητικό αποτέλεσμα του οράματός του είναι ακρότητες που ναι μεν προκαλούν εντυπωσιασμό, όμως ενίοτε και παρά την απολύτως καλλιτεχνική τους άποψη, απωθούν.
Αυτό το στοιχείο του Εγγερς αναπτύσσεται διαφορετικά στον «Νοσφεράτου», μια ταινία που έχει πίσω της «βαριά» φανέλα καθώς στα θεμέλιά της βρίσκεται η κλασική ταινία του βωβού κινηματογράφου «Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου» (1922) του Φ. Γ. Μουρνάου • κορωνίδα στον κινηματογράφο του φανταστικού και του αποκρυφισμού.
Στην καρδιά του, ο «Νοσφεράτου» είναι μια πολύ αλλόκοτη, σχεδόν διεστραμμένη ερωτική ιστορία και όλα εδώ ξεκινούν όταν ο υπάλληλος ενός μεσιτικού γραφείου στη Γερμανία (Νίκολας Χάουλτ), αφήνει την γυναίκα του μόνη προκειμένου να ταξιδέψει σε κάποιο απομακρυσμένο σημείο της Τρανσυλβανίας για την επικύρωση του συμβολαίου αγοράς ενός σπιτιού στη Γερμανία που θέλει να αγοράσει ένας πάμπλουτος αλλά μυστηριώδης Κόμης, ο Ορλόκ.
Το ταξίδι του υπαλλήλου είναι ένας Γολγοθάς στα χιόνια αλλά από την στιγμή που θα βρεθεί στον πύργο του Ορλόκ, θα γίνει ένας εφιάλτης • ένα ψυχεδελικό ταξίδι μέσα στις σκιές των διαδρόμων και τα αφαιρετικά αλλά τρομακτικά σκηνικά της οικίας ενός βαμπίρ. Συγκρινόμενη με τον «Φάρο», η νέα ταινία του Εγγερς είναι μια παραγωγή πολύ μεγαλύτερου μεγέθους, ακριβότερη (και φαίνεται), πιο «ιλουστρασιόν» και σίγουρα πολύ πιο φαντεζί αλλά με έναν μινιμαλιστικό τρόπο.
Σίγουρα αυτός ο νέος «Νοσφεράτου» είναι πάνω από όλα μια ταινία με μεγάλη εικαστική δύναμη. Όμως παρακολουθώντας την, ενώ από την μια νιώθεις κατάπληκτος από την αισθητική του γοτθικού τρόμου που αποτυπώνει υπέροχα ο διευθυντής φωτογραφίας Τζάριν Μπλάσκε από την άλλη, αυτή η τόσο προσεγμένη δουλειά είναι ο λόγος που η ίδια η ιστορία αποδυναμώνεται.
Ενώ η ηρωίδα που υποδύεται η Λίλι Ρόουζ Ντεπ, η σύζυγος του μεσίτη, είναι το βασικό πρόσωπο με τον πιο κομβικό ρόλο στην ιστορία, η παρουσία της στην ταινία δείχνει τόσο ασήμαντη που σχεδόν την ξεχνάς. Επίσης, το γεγονός ότι για την αποκρυστάλλωση του οράματός του ο Εγγερς προσπάθησε να εντάξει δάνεια από άλλες ταινίες τρόμου, π.χ. τον «Εξορκιστή», ή την «Μούμια», σε αφήνει αμήχανο • θα μπορούσες ακόμα να πεις ότι δεν ταιριάζουν με το «σώμα» αυτής της ταινίας.
Αλλά το πιο μεγάλο μειονέκτημα του τελευταίου Νοσφεράτου είναι, τελικά, η εικόνα που παρουσιάζει ο Μπιλ Σκάρσγκαρντ στον ρόλο του Ορλόκ • μια φιγούρα γκροτέσκα που υποβαθμίζεται από την υποκριτική αδυναμία του ηθοποιού. Αν μάλιστα έχει κανείς εικόνα των όσων έχουν προηγηθεί, τον πρώτο διδάξαντα Μαξ Σρεκ στη βωβή ταινία του Μουρνάου ή ακόμα και τον Κλάους Κίνσκι στο ριμέικ του Βέρνερ Χέρτσογκ, παραγωγής 1977, τότε η αποκαρδίωση είναι σίγουρη.
Βαθμολογία: 2
ΑΘΗΝΑ: CINOBO ΟΠΕΡΑ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΕΛΙΖΕ – ΣΠΟΡΤΙΓΚ – ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ – ΡΕΝΑ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ – ΟΛΑ ΤΑ VILLAGE κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΝΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ – ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΝΝΑΣ – CINEMA ONE – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ κ.α.
Better man
Παραγωγή: Aγγλία/ ΗΠΑ/ Kίνα/ Γαλλία/ Αυστραλία, 2024
Σκηνοθεσία: Μάικλ Γκρέισι
Ηθοποιοί: Tζόνο Ντέιβις, Στιβ Πέμπερτον κ.α.
Οχι όλα αλλά κάποια τραγούδια του Βρετανού τραγουδιστή με τον θυελλώδη βιο Ρόμπι Γουίλιαμς είχαν και εξακολουθούν να έχουν θετική ανταπόκριση παγκοσμίως. Κλασικό παράδειγμα το «Feel» που ακούγεται ακόμα στα ραδιόφωνα. Οπότε μια βιογραφική ταινία για την ιστορία του, γυρισμένη σε μια εποχή συνωστισμού βιογραφικών ταινιών γύρω από πρόσωπα της μουσικής (θυμίζω εδώ τις διαστάσεις θριάμβου που έχει πάρει στην Ελλάδα το «Υπάρχω» για τον Στέλιο Καζαντζίδη), δείχνει από την αρχή κάπως υπερβολική.
Εκτός βέβαια αν είσαι Βρετανός γιατί στην χώρα του, τον Ρόμπι Γουίλιαμς τον θεωρούν όντως σπουδαία υπόθεση. Αλλά και πάλι, σαν να μην έφτανε το γεγονός ότι ο Γουίλιαμς είναι μάλλον «μικρός» για να γίνει από τωρα ένα biopic για αυτόν, η σκηνοθετική προσέγγιση του Μάικλ Γκρέισι (στην οποία λόγο είχε ο ίδιος ο Γουίλιαμς), είναι τόσο ριψοκίνδυνη που καταλήγει αυτοκαταστροφική.
Ο Γκρέισι παρουσιάζει τον Γουίλιαμς με την μορφή μαϊμούς κάνοντας (προφανώς) μια σημειολογική αναφορά στο «Me and my monkey», μια μεγάλη επιτυχία του δεύτερου. Φανταστείτε, ο σκηνοθέτης που ακολούθησε τον Γουίλιαμς για περισσότερο από ένα έτος κατά τη διάρκεια ηχογραφησεων του στο Λος Αντζελες προκειμένου να τον κατανοήσει ακούγοντάς τον να αφηγείται την ιστορία του (ηχογραφήσεις του Γουίλιαμς ακούγονται στo «Better man»), γύρισε την ταινία με ένα ζώο στην θέση του.
Για ποιο λόγο; Προφανώς για να ξεφύγει από το κλισέ με ηθοποιούς που θα έμοιαζαν ή δεν θα έμοιαζαν με τον Γουίλιαμς, ο οποίος μάλιστα, συν τοις άλλοις υποστήριξε την ταινία λέγοντας πως έτσι (ως μαϊμού) «βλέπει» τον εαυτό του. Καλές όλες αυτές οι προθέσεις, όμως το τρικ δεν λειτουργεί. Για να είμαι δίκαιος, θα πω ότι η ιστορία έχει τα συστατικά για να προκαλέσει ενδιαφέρον γιατί δείχνει το πως το φτωχό, λαϊκό, ανάγωγο παιδί, κατάφερε πιο πολύ με το θράσος και λιγότερο με το ταλέντο του, να ξεφύγει από την μιζέρια λονδρέζικου περιθωρίου της δεκαετίας του 1980 και να γίνει βασιλιάς της ποπ.
Και ναι από κάποια στιγμή συνηθίζεις την εικόνα της μαϊμούς στην θέση του. Ως και συγκίνηση βγάζει. Αλλά ως σύνολο το «Better man» είναι κουραστικό και εν τέλει, μπανάλ. Και όσο για τον Γουίλιαμς, ε εδώ που τα λέμε δεν είναι (ούτε πρόκειται ποτέ να γίνει) τραγουδιστής με εκτόπισμα παρόμοιο με του Τζον Λένον, του Φρέντι Μέρκιουρι, της Εϊμι Γουάινχαουζ ή ακόμα και του Ελτον Τζον ώστε να δικαιολογείται τόσο σύντομα, μια ταινία για αυτόν.
Βαθμολογία: 1 ½
ΑΘΗΝΑ: ΑΣΤΟΡ – ΔΑΝΑΟΣ – ΝΙΡΒΑΝΑ – ΑΕΛΛΩ – NANA – ΚΗΦΙΣΙΑ – OPTIONS IΛION – WEST CITY – VILLAGE MALL κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΒΑΚΟΥΡΑ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ κ.α.
Sonic 3
Παραγωγή: ΗΠΑ, 2024
Σκηνοθεσία: Τζεφ Φάουλερ
Ηθοποιοί: Τζιν Κάρεϊ, Kρίστεν Ρίτερ κ.α. Τις φωνές τους στην πρωτότυπη εκδοχή δίνουν οι Μπεν Σουάρτς/ Sonic, Ιντρις Ελμπα και Κιάνου Ριβς
Τρίτο κινηματογραφικό animation – live action μέσα σε πέντε χρόνια με πρωταγωνιστή τον «σφαιράτο» μπλε σκαντζόχοιρο Sonic, του οποίου τα θεμέλια βρίσκονται στον χώρο των video games της Sega, που εξελίχθηκαν σε εράστια βιομηχανία με τηλεοπτικές σειρές, κόμικς και από το 2020 κινηματογραφικές ταινίες. Η πρώτη κινηματογραφική ταινία έγινε παγκόσμιο φαινόμενo με 320 εκατομμύρια δολάρια εισπράξεις, ενώ ακόμα καλύτερα τα πήγε η συνεχεια της, «Sonic: Η ταινία 2» (2022), που συγκέντρωσε 405 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως και μια θέση ανάμεσα στις πιο κερδοφόρες ταινίες βασισμένες σε βιντεοπαιχνίδια στην ιστορία του θεάματος.
Η τρίτη ταινία, όπως το περιμένεις, «πατά» σταθερά στα χνάρια των δύο προηγούμενων, και καταλήγει ένας επίσης πανάκριβος κλώνος τους, κάτι που δεν θα ενοχλήσει τους οπαδούς του franchise. Εδώ ο ταχύτατος λιλιπούτειος «δαίμονας» και η παρέα του (που αποτελούν μέρος του ψηφιακού τμήματος της ταινίας) συνδυάζονται ξανά με το live action έχοντας να αντιμετωπίσουν έναν μυστηριώδη «κακό» με πρωτόγνωρες δυνάμεις.
Το εντελώς σχηματικό σενάριο που έχεις την αίσθηση ότι έχεις ξαναδεί σε χίλιες ταινίες, ήταν μάλλον μια αφορμή για να γυριστεί η ταινία, ενώ από τους ηθοποιούς που μαζί με τα κινούμενα σχέδια εμφανίζονται στην οθόνη, το περισσότερο χάζι το κάνεις και πάλι με τον Τζιμ Κάρεϊ στον ρόλο του σατανικού Δρ. Ίβο Ρομπότνικ που ο ίδιος έπαιξε και στις δύο προηγούμενες ταινίες. Αυτή την φορά δε, ο Κάρεϊ κρατά διπλό ρόλο παίζοντας και τον εξίσου δόλιο 110 χρονο παππού του Ρομπότνικ.
Bαθμολογία: 2
Προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά και στην πρωτότυπη αγγλική γλώσσα με υποτίτλους σε περισσότερες από 120 αίθουσες της Ελλάδας