Παραμένει η πρωτόδικη απόφαση σε βάρος του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ, βάσει της οποίας υποχρεούται να καταβάλλει αποζημίωση 5 εκατομμυρίων δολαρίων στην Ε. Τζιν Κάρολ, καθώς ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης επικύρωσε την ετυμηγορία, αφού οι ένορκοι έκριναν ότι ο εκλεγμένος πρόεδρος ευθύνεται για τη σεξουαλική κακοποίηση και στη συνέχεια τη δυσφήμηση της πρώην αρθρογράφου.

Συγκεκριμένα το τριμελές Δεύτερο Εφετείο του Μανχάταν έκρινε σωστή τη δικαστική απόφαση του Μαΐου του 2023, που αφορούσε αφενός ένα συμβάν που τελέστηκε γύρω στα 1996, στα δοκιμαστήρια ενός πολυκαταστήματος Bergdorf Goodman του Μανχάταν, όπου η Κάρολ ισχυριζόταν ότι ο Τραμπ τη βίασε και αφετέρου μια ανάρτηση του επιχειρηματία, τον Οκτώβριο του 2022, στην πλατφόρμα Truth Social, όπου εκείνος χαρακτήριζε «απάτη» τις καταγγελίες της πρώην δημοσιογράφου.

Αν και οι ένορκοι στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν δεν έκριναν ότι ο Τραμπ διέπραξε βιασμό, ενέκριναν αποζημίωση για την πρώην αρθρογράφο του περιοδικού Elle, ύψους 2,02 εκατομμυρίων για σεξουαλική επίθεση και 2,98 εκατομμυρίων για δυσφήμηση.

Άλλο σώμα ενόρκων διέταξε τον Ιανουάριο τον Τραμπ να πληρώσει 83,3 εκατομμύρια δολάρια στην Κάρολ, επειδή τη δυσφήμησε τον Ιούνιο του 2019, όταν διέψευσε για πρώτη φορά τους ισχυρισμούς της.

Και στις δύο περιπτώσεις, ο Τραμπ έλεγε ότι δε γνωρίζει την Κάρολ, ότι «δεν είναι ο τύπος του» και ότι επινόησε την καταγγελία περί βιασμού για να προωθήσει τα απομνημονεύματά της. Έχει ασκήσει έφεση και στην απόφαση για καταβολή αποζημίωσης 83,3 εκατ. δολαρίων.

Οι υποθέσεις αυτές συνεχίζονται στα δικαστήρια, μολονότι ο Τραμπ εξελέγη πρόεδρος, για μια δεύτερη τετραετή θητεία, στις 5 Νοεμβρίου. Το 1997, σε μια υπόθεση με κατηγορούμενο τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι οι εν ενεργεία πρόεδροι δεν έχουν ασυλία για αστικές αγωγές που εκδικάζονται σε ομοσπονδιακά δικαστήρια και αφορούν πράξεις που διέπραξαν πριν αναλάβουν τα προεδρικά καθήκοντά τους και δε σχετίζονται με αυτά.

Οι δικηγόροι του Τραμπ υποστήριζαν ότι η απόφαση καταβολής αποζημίωσης, ύψους 5 εκατ. δολαρίων, έπρεπε να ακυρωθεί, επειδή ο δικαστής επέτρεψε να ακούσουν οι ένορκοι τις καταθέσεις δύο άλλων γυναικών, οι οποίες κατηγορούσαν τον εκλεγμένο πρόεδρο για ανάρμοστη συμπεριφορά. Η μία, η επιχειρηματίας Τζέσικα Λιντς, είπε ότι ο Τραμπ τη θώπευσε μέσα σε ένα αεροπλάνο, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Η άλλη, η πρώην δημοσιογράφος του περιοδικού People, Νατάσα Στόινοφ, είπε ότι ο Τραμπ τη φίλησε παρά τη θέλησή της, στην έπαυλή του στο Μαρ-α-Λάγκο, το 2005.

Οι δικηγόροι του Τραμπ έλεγαν επίσης ότι ο δικαστής δε θα έπρεπε να αφήσει τους ενόρκους να παρακολουθήσουν ένα βίντεο του 2005, στο οποίο ο πελάτης τoυς περιέγραφε γλαφυρά πώς θωπεύει γυναίκες.

Και στις δύο δίκες, πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο δικαστής Λιούις Κάπλαν.