Συγγενείς και φίλοι θα πουν σήμερα Τρίτη 31/12 το τελευταίο αντίο στον άτυχο 55χρονο, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου στην Καλαμπάκα που τυλίχθηκε χθες Δευτέρα στις φλόγες.
Η εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί στις 4 το μεσημέρι από τον Ιερό Ναό Αγίου Βησσαρίωνος Καλαμπάκας.
Ο Νίκος Παπαδέλης αφήνει πίσω την αδερφή του Βάια (Βίβιαν) και τα ανίψια του.
«Ο Νίκος δεν πήδηξε – Θα έφευγε τελευταίος»
Αναφορικά με τον θάνατο του 55χρονου σε εξέλιξη βρίσκεται έρευνα. Σύμφωνα με όσα είπε η αδερφή του θύματος, ο 55χρονος φέρεται να πήδηξε στην ταράτσα του ισογείου προκειμένου να μπορέσει να φτάσει στην ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Παράλληλα, υπάρχει και η εικασία ότι το θύμα τρόμαξε και πήδηξε, ή πήδηξε καθώς τον εμπόδιζαν οι καπνοί στο να φτάσει νωρίτερα στην ρεσεψιόν. Την ίδια ώρα παιδικός του φίλος αρνείται να πιστέψει ότι ο Νίκος πήδηξε.
«Ο Νίκος δεν πήδησε, είναι από τους ανθρώπους που θα έφευγε τελευταίος από το ξενοδοχείο γιατί ήταν το πρώτο του σπίτι και θα έσωζε οποιονδήποτε γιατί η φιλοξενία του σαν ξενοδόχος στην Καλαμπάκα ήταν πάντα», λέει στο MEGA παιδικός του φίλος και αυτόπτης μάρτυρας.
«Βγήκε με αναπνευστικά προβλήματα. Είχε κάποια προβλήματα, πάντως το σίγουρο είναι ότι εγώ σαν παιδικός του φίλος ακούμπησα τους σφυγμούς του. Όταν έφυγε από εδώ το ΕΚΑΒ, είχε σφυγμό ακόμα», συμπληρώνει ο Στέφανος Μάης, φίλος του θύματος.
«Πολεμούσε για να βγει να καλέσει βοήθεια».
«Προσπάθησε αλλά δυστυχώς…»
Η περιγραφή της αδελφής του άτυχου ξενοδόχου συγκλονίζει:
«Βραχυκύκλωσε το air-condition στην αίθουσα υποδοχής, στη ρεσεψιόν δίπλα στο σαλόνι. Ο αδερφός μου, τον ενημέρωσα ότι έχει πάρει φωτιά ‘Νίκο κατέβα’, ‘δεν μπορώ’, μου λέει από τον καπνό. Έχει πρόβλημα με τα πνευμόνια του. Ήταν ψηλά, στον δεύτερο όροφο. Προσπάθησε αλλά δυστυχώς από εκεί που πήγε να προσπαθήσει, έχασε τη ζωή του».
Ο απόλυτος εφιάλτης
Τυλιγμένοι με σεντόνια στα μπαλκόνια των δωματίων τους, περιμένουν βοήθεια γονείς με τα παιδιά τους. Είχαν πάει για τις διακοπές της Πρωτοχρονιάς στην Καλαμπάκα και βρέθηκαν να ζουν τον απόλυτο εφιάλτη, μέσα σε ένα φλεγόμενο κτίριο.
Εκλιπαρούν για βοήθεια. Ο χείριστης του γερανοφόρου οχήματος περιγράφει τις δραματικές στιγμές.
«Φώναζαν βοήθεια από πάνω, από κάτω ο κόσμος προσπαθούσε να τους εμψυχώσει για να μην πάθει κάποιος πανικό. Φοβισμένοι ήταν», λέει ο Σπύρος Θέμελης.
Λίγα λεπτά μετά επιβεβαιώνονται οι χειρότεροι φόβοι όλων. Ο 55χρονος ξενοδόχος έχασε τη ζωή του όταν εκδηλώθηκε η φωτιά, πριν φτάσουν στο σημείο οι άντρες της Πυροσβεστικής. Η αδελφή του μιλά στην κάμερα του MEGA χωρίς να γνωρίζει την τραγική κατάληξη.
Ο 55χρονος επιχειρηματίας με εγκαύματα στο σώμα βρέθηκε στο κενό από ένα παράθυρο του πρώτου ορόφου, πιθανότατα σε μια προσπάθεια να σωθεί. Δεν τα κατάφερε. Οι διασώστες του ΕΚΑΒ τον παρέλαβαν βαριά τραυματισμένο, όμως στο Κέντρο Υγείας διαπιστώνεται ο θάνατός του. Οι εικόνες μέσα από το ξενοδοχείο σοκάρουν, με τους συγγενείς του ξενοδόχου να δηλώνουν συντετριμμένοι από τον χαμό του.
«Ανακάλυψα από πού έβγαιναν οι φλόγες»
Μιλώντας στο MEGA, η αδερφή του ξενοδόχου αποκαλύπτει από πού ξεκίνησε η φωτιά:
«Εγώ ανακάλυψα από που έβγαιναν οι φλόγες. Από ένα κλιματιστικό ξεκίνησε, καινούριο κιόλας. Ξεκίνησε να πετάει φλόγες. Είχε πάρει φωτιά ένα κάδρο, το οποίο το πέταξα έξω. Πήρα αμέσως την Πυροσβεστική για να προλάβω αυτά που ήθελα να προλάβω, τον αδερφό μου και τους πελάτες, αλλά δυστυχώς τον αδερφό μου δεν τον πρόλαβα».
Το ανακριτικό τμήμα της Πυροσβεστικής αναζητά τα στοιχεία της τραγωδίας, ενώ το βράδυ της Δευτέρας ολοκλήρωσε και την αυτοψία του ειδικός πραγματογνώμονας. Η πρώτη εικόνα για τα αίτια της φωτιάς αναμένεται σήμερα Τρίτη.
Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες των ενοίκων του ξενοδοχείου
Οι μαρτυρίες των φιλοξενούμενων στο κατάλυμα περιγράφουν τις εφιαλτικές στιγμές που έζησαν μέχρι να έρθει η Πυροσβεστική και να τους διασώσει.
«Εφιάλτης κανονικός, να ουρλιάζει κόσμος»
«Κοιμόμασταν, μεταξύ 07.00 – 08.00 η ώρα ακούω σε κάποια φάση ‘βοήθεια’. Δεν πήγε το μυαλό μου ότι θα έχει κάποια φωτιά. Μετά από λίγο ακούω ‘καιγόμαστε’ και σηκώνομαι από το κρεβάτι και ανοίγω την πόρτα να δω τι συμβαίνει. Με το που ανοίγω την πόρτα μπαίνει μέσα όχι καπνός… μιλάμε δεν μπορείτε να φανταστείτε, χαμός», λέει ο Γιώργος Καραμπάτσος, ένοικος ξενοδοχείου.
«Ερχόταν όλο το ντουμάνι. Ήμασταν στον 2ο όροφο, βγαίνουμε έξω στο μπαλκόνι. Εφόσον είχα αφήσει την πόρτα ανοιχτή, ερχόταν όλο το ντουμάνι. Είχαμε βγει ξυπόλητοι με πιτζάμες και έξω είχε πολύ κρύο. Κρατάω την αναπνοή μου, μπήκα μέσα να πάρω ένα σεντόνι να σκεπάσω το παιδί. Είχε πολλά παιδάκια μέσα το ξενοδοχείο, 15 σίγουρα», προσθέτει.
«Καθόμασταν στο μπαλκόνι και η Πυροσβεστική ήρθε μετά. Έβλεπα τα πρόσωπα των ανθρώπων μαύρα, εμείς που καθόμασταν στο μπαλκόνι μαυρίσαμε όλοι. Η Πυροσβεστική πέταγε σκάλες στον 3ο όροφο πάνω από όλα», συμπληρώνει.
«Εφιάλτης κανονικός, να ουρλιάζει κόσμος, να έρχονται τα πυροσβεστικά. Ήρθε η Πυροσβεστική και μας έβγαζε με τις σκάλες, έφεραν αναβατόριο και μας κατέβασαν. Δεν μπορούσες να μπεις στον διάδρομο», προσθέτει.
«Δεν είχαν ούτε πυροσβεστήρα ούτε πυρόσβεση, σύστημα αυτά που βάζουν στο ταβάνι».
«Γυρίστε πίσω, είναι και η μαμά μου»
«Αυτό που ζήσαμε να μην το ζήσει άνθρωπος. Ήμασταν ξαπλωμένοι, κοιμόμασταν, εγώ ο άντρας μου και το παιδάκι μου στον 2ο όροφο και ξαφνικά μέσα στον ύπνο μας ακούγαμε ουρλιαχτά και φωνές, ‘βοήθεια’, μία γυναίκα να φωνάζει ‘βοήθεια, βοήθεια’. Και ξαφνικά ακούμε ‘βοήθεια καιγόμαστε’. Έρχεται ξαφνικά καπνός και ανοίγει και ο σύζυγος την πόρτα να δει τι γίνεται στον διάδρομο και μπαίνει φουγάρο μέσα στο δωμάτιο, ντουμάνι. Ξαφνικά μαύρισαν όλα. Μου φώναζε το παιδί, βουτάω το παιδί, βγαίνουμε σε ένα μπαλκονάκι έξω και φωνάζαμε να μας σώσουν ‘βοήθεια, βοήθεια καιγόμαστε’», αναφέρει άλλη ένοικος του ξενοδοχείου.
Όπως λέει η ίδια: «Πολλά παιδάκια γδυτά, μέσα στο κρύο. Να φεύγει από το δωμάτιο, να είμαστε στο μπαλκόνι, να βγαίνει έξω ντουμάνια. Να μην μπορούμε από τις αναθυμιάσεις. Να ζητάμε απελπισμένα βοήθεια. Μπήκαν με μάσκες και μας κατεβάζανε, πήρε ο πυροσβέστης το παιδί αγκαλιά, χέρι χέρι μέσα στα σκοτάδια, μέσα στα γυαλιά, μέσα στα καμένα».
Η περιγραφή της συγκλονίζει: «Ήταν όλα καμένα, όλα, μαύρα, δεν υπήρχε αντικείμενο, είχαν λιώσει, δεν έβλεπες ούτε ένα βάζο, ένα κάδρο, όλα ήταν λιωμένα, η μοκέτα. Πατάγαμε σε κάρβουνα. Ένα παιδάκι το κατέβαζαν από τον 3ο όροφο και φώναζε ‘τη μαμά μου, γυρίστε είναι και η μαμά μου’, έλεγε το παιδάκι. Μαύρο το παιδί το κατεβάζανε».
«Ο σύζυγός μου δεν είναι καλά, η μικρή τα ίδια. Η μικρή διαμαρτύρεται συνέχεια τώρα ότι την πονάει η κοιλιά της και δείχνει μπροστά εδώ στο στήθος όταν παίρνει ανασούλα και ο σύζυγος φτύνει πολύ μαυρίλα», καταλήγει.