Το think nea – New Narratives of EU Integration είναι ένα πρωτοποριακό έργο που συντονίζεται από το Πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ, με τη στήριξη του Open Society Foundations – Western Balkans.

Το έργο στοχεύει στο να συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό της δέσμευσης της ΕΕ προς τα Δυτικά Βαλκάνια, καθώς και στο να ενισχύσει την εικόνα της περιοχής προς την ΕΕ, ώστε να εξασφαλιστεί μια ισχυρή στρατηγική ενσωμάτωσης και προοπτική πλήρους ένταξης. Σε ένα περιβάλλον έντονων πολιτικών και γεωπολιτικών προκλήσεων, καθώς και προκλήσεων ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης και όχι μόνο, το think nea φιλοδοξεί να αποτελέσει μία βάση γνώσης και ένα μοχλό αναζωογόνησης και διατήρησης της δυναμικής στην πολιτική διεύρυνσης, ειδικά από την πλευρά της ΕΕ.

Μία από τις θεματικές του έργου επικεντρώνεται στις πολιτικές δυναμικές στην ΕΕ και τα Δυτικά Βαλκάνια, διερευνώντας περιορισμούς και ευκαιρίες για τη διεύρυνση. Εστιάζει στην αντιμετώπιση του ευρωσκεπτικισμού και την έλλειψη υποστήριξης για περαιτέρω εσωτερικές μεταρρυθμίσεις της ΕΕ και αναζητά τρόπους ανοικοδόμησης της εμπιστοσύνης και της προώθησης ενός συνεκτικού οράματος για την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ.

Δύο δεκαετίες μετά την μεγάλη διεύρυνση του 2004, όπου δέκα χώρες προσχώρησαν στην ΕΕ, το πολιτικό κλίμα εντός κρατών μελών έχει αλλάξει άρδην. Ύστερα από τον εκλογικό πυρετό των τελευταίων ετών, με αποκορύφωμα το 2024, ο πολιτικός χάρτης της Γηραιάς Ηπείρου έχει αναδιαμορφωθεί σημαντικά, υποδηλώνοντας μια ευρύτερη δεξιά μετατόπιση του εκλογικού σώματος στην Ευρώπη.

Εκ πρώτης όψεως, τα παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκά κόμματα του ευρύτερου πολιτικού κέντρου, το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ/EPP), οι κεντροαριστεροί Σοσιαλιστές και Δημοκράτες (S&D) και το κεντρώο Renew Europe, συνεχίζουν να διατηρούν κοινοβουλευτική πλειοψηφία την επαύριο των Ευρωεκλογών του Ιουνίου. Ωστόσο, οι ευρω-ομάδες δεξιά του ΕΛΚ κατάφεραν να αυξήσουν τον απόλυτο αριθμό εδρών τους το οποίο αναμένεται να αυξήσει και την επιρροή τους. Ήδη παρατηρείται η τάση για ad hoc συνεργασίες του ΕΛΚ με ευρωβουλευτές από πιο δεξιές παρατάξεις, ένα φαινόμενο που αναμένεται να γίνει συχνότερο εντός της 5ετίας.

‘Έτι περαιτέρω, η τάση αύτη είναι εμφανέστερη σε επίπεδο κρατών μελών. Την τελευταία διετία, η σκληρή δεξιά και η ακροδεξιά έχουν σημειώσει σημαντικές εκλογικές επιτυχίες, είτε με την ανάληψη της εξουσίας (π.χ. Ιταλία), είτε ως μέρος κυβερνητικών συνασπισμών (π.χ. Ολλανδία), είτε υποστηρίζοντας κυβερνήσεις μειοψηφίας της κεντροδεξιάς (π.χ. Σουηδία).

Η νίκη του Κόμματος Ελευθερίας της Αυστρίας (FPÖ) στις γενικές εκλογές του Σεπτεμβρίου αποτελεί την πιο πρόσφατη απόδειξη της ανόδου αυτών των κομμάτων ανά την Ευρώπη, παρά τις συνεχιζόμενες προσπάθειες για σχηματισμό κυβέρνησης από τα υπόλοιπα κόμματα χωρίς τη συμμετοχή του. Η Τσεχία αναμένεται να ακολουθήσει παρόμοια πορεία στις κοινοβουλευτικές εκλογές που πρόκειται να διεξαχθούν μέχρι τον Οκτώβριο του επόμενου έτους, με το λαϊκίστικό κόμμα ANO 2011 να προηγείται με εμφατική διαφορά αυτή τη στιγμή στις δημοσκοπήσεις.

Βεβαίως, η άνοδος αυτών των κομμάτων δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο. Η ειδοποιός διαφορά ωστόσο, σε σχέση με την περασμένη δεκαετία, είναι ότι δείχνουν να παίρνουν τον εαυτό τους πιο σοβαρά. Έχοντας απωλέσει σε κάποιο βαθμό την αποκλειστικά αντιδραστική ρητορική τους, δίχως μάλιστα να ζητούν πλέον την έξοδο των χωρών τους από την ΕΕ, επιδιώκουν να διαδραματίσουν ενεργότερο ρόλο στη συνδιαμόρφωση της εθνικής και Ευρωπαϊκής ατζέντας.

Αυτή η νέα πραγματικότητα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, έχουν αποδεχτεί τα ευρωπαϊκά θεσμικά πλαίσια, τα καθιστά αυτομάτως πιο επιδραστικά. Αυτό επιτυγχάνεται με δύο τρόπους: είτε άμεσα, με συμμετοχή των κομμάτων της ριζοσπαστικής (ακρο)δεξιάς σε κυβερνητικούς συνασπισμούς (βλ. Ολλανδία) είτε έμμεσα, ως αντιπολιτευτικός πόλος οδηγώντας κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις να δανείζονται επιμέρους πολιτικές από την ατζέντα τους προκειμένου να ανακόψουν την δημοσκοπική τους άνοδο.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους τελευταίους μήνες αποτελεί η απόφαση του Σοσιαλδημοκράτη Καγκελάριου Όλαφ Σόλτς να αναστείλει προσωρινά την λειτουργία της Σένγκεν επιβάλλοντας ελέγχους στα χερσαία σύνορα της Γερμανάς.

Η απόφαση αυτή ελήφθη λίγες μόλις μέρες μετά την σαρωτική άνοδο του ακροδεξιού AfD στις εκλογές των ομοσπονδιακών κρατιδίων της Θουριγγίας και της Σαξονίας, όπου τερμάτισε πρώτο και δεύτερο αντίστοιχα, αφήνοντας πίσω του και τα τρία κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. Παρόλο που έχει ήδη αποκλεισθεί από όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου το ενδεχόμενο οποιασδήποτε συνεργασίας με το AfD είτε σε τοπικό είτε σε ομοσπονδιακό επίπεδο, η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αυξανόμενης επιρροής τέτοιων κομμάτων στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας.

Αντίστοιχα με την μετανάστευση, μια δεξιόστροφη αντίδραση έχει παρατηρηθεί τους τελευταίους μήνες και σε επίπεδο κλιματικών πολιτικών, ύστερα από μια 5ετία νομοθετικού πυρετού στα πλαίσια του Green Deal.

Ωστόσο, σε αντίθεση την μετανάστευση και την πράσινη μετάβαση, όπου οι θέσεις αυτών των κομμάτων καθώς και η επιρροή τους έχει καταστεί ήδη εμφανής, παρατηρείται πολύ μικρότερη συνοχή ως προς τις θέσεις αυτών των κομμάτων σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Ακόμα λιγότερο σαφής παραμένει η θέση τέτοιων κομμάτων σε επιμέρους μα καίρια ζητήματα όπως η πολιτική διεύρυνσης της ΕΕ.

Ύστερα από μια δεκαετία γενικότερης ‘’κόπωσης’’ τόσο στα κράτη μέλη όσο και στα υποψήφια κράτη μέλη, η πολιτική διεύρυνσης απέκτησε νέο momentum μετά την Ρωσική εισβολή οδηγώντας στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με Ουκρανία, Μολδαβία και Βοσνία Ερζεγοβίνη.

Ωστόσο, η αυξανόμενη επιρροή των κομμάτων της ριζοσπαστικής δεξιάς θα μπορούσε να είχε συνέπειες και για την πολιτική διεύρυνσης. Ειδικά λόγω της τάσης αυτών των κομμάτων να συνδέουν την πολιτική διεύρυνσης με τις πιθανές συνέπειες της σε άλλες πολιτικές, όπως η μετανάστευση ή η αγροτική πολιτική, οι οποίες αποτελούν ευαίσθητα ζητήματα για τις ατζέντες αυτών των κομμάτων και τις εκλογικές τους βάσεις – δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο κόστος της περαιτέρω διεύρυνσης έναντι του κόστους της μη διεύρυνσης.

Η μελέτη μας τους προηγούμενους μήνες υπό το Πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ, στο πλαίσιο του έργου think nea, επιδίωξε να σκιαγραφήσει τις θέσεις αυτών των κομμάτων ως προς την πολιτική διεύρυνσης αναφορικά με τα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά και τις Ουκρανία και Μολδαβία, να εντοπίσει τα κίνητρα πίσω από αυτές τις θέσεις, καθώς και τις ευρύτερες συνέπειες της συνεχιζόμενης ανόδου αυτών των κομμάτων για τη διεύρυνση ειδικότερα, αλλά και για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης γενικότερα – αναμένεται να δημοσιευθεί τις επόμενες μέρες. Μπορείτε να μάθετε περισσότερα για το έργο think nea στην ιστοσελίδα του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Ο Γιάννης Αλεξανδρής εργάζεται ως σύμβουλος πολιτικού ρίσκου και ευρωπαικών υποθέσεων με έδρα τις Βρυξέλλες. Είναι επίσης Ερευνητής στο πρόγραμμα ΝΑ Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ