Την πρωτιά μας στην κατάθλιψη και τη μοναξιά (έκτη θέση παγκοσμίως) δεν περιμένω την έρευνα της Ευρώπης να μου την βαθμολογήσει. Μου την επιβεβαιώνει η ευτυχία της «ανώτερης και της άνω μεσαίας τάξης» που ενδιαφέρει κυρίως τον Πρωθυπουργό («Το Βήμα» 22.12.2024).

Τη διαισθάνομαι στα χαρούμενα πρόσωπα, στην merry christmas αγοραία τηλεόραση και στη γωνία του δρόμου με τα γκι και τα ψωροέλατα. Καταλαβαίνω με τα χρόνια τι κρύβουν τα λαμπερά χαμόγελα-λαμπιόνια: απόγνωση. Καταλαβαίνω όμως και κάτι ακόμα που δεν μετριέται από την Ευρώπη: πως η κατάθλιψη και η μοναξιά δεν μπορούν να αποτυπωθούν με τον τρόπο των στατιστικών μετρήσεων. Χρειάζεται άλλο «εργαλείο» για να τις διαπιστώσεις: η γλώσσα. Ο τόνος, ο τρόπος, η γνώση και η χρήση της. Το σολωμικό «μήγαρις» και το «πάρεξ». Οι προθέσεις.

Ακούω τριγύρω μου θόρυβο. Διαβάζω ορνιθοσκαλίσματα στα κυριακάτικα. Κι όχι μόνο γιατί η επανεμφάνιση της γλώσσας, όπως την εννοώ, χρειάζεται την διαύγεια του ματιού και την φραγή του στόματος -μια ευαισθησία στο φως και τη μουσική τέλος πάντων- αλλά και διότι στη γλώσσα πιστώνω την ευαισθησία του καθενός και τη διατρανούμενη δημοκρατικότητά του.

Και δεν είναι «μεταφυσικές» αυτά που γράφω παραμονιάτικα. Είναι η πραγματικότητα του αφασικού, αόματου -ανοιχτομάτη παρά ταύτα και παρλαδόρου- πολιτισμού μου.

Δηλαδή, «η οικονομία, ηλίθιε». Ή, «Στην υγειά μας ρε παιδιά» του Σπύρου Παπαδόπουλου, που αυτό δα έλειπε στη Μαριορή, χωρίς ούτε στιγμή να της λείψει.

Η αναντιστοιχία που διακρίνω όθεν μεταξύ των επίσημων λόγων και της καθημερινής επιβίωσης των δύο -και βάλε- τρίτων της κοινωνίας, εκτός από το παρηγορητικό αφήγημα της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, προϋποθέτει κι έναν άλλο τρόπο για να εξηγηθεί: ένα γλωσσικό ρεφλέξ και μια πλαστική -με την έννοια του χορού- στάση ζωής. Δύο στοιχεία που δεν καλύπτονται από κανονιστικά παραγγέλματα μεταξύ των οποίων και η τρέχουσα ηθική.

Προϋποθέτουν διάκριση, απόσταση και εγγύτητα ως προς την πληγή. Απεύθυνση. Εμμονή σε εκείνο το ομιλείν δίχως λέξεις που αναζητούσε ο Τσέλαν. Μια γλώσσα, που δεν είναι διατακτική – διδακτική, μια γλώσσα που δεν ποιητικοποιεί. Είναι η ίδια ποίηση εν απουσία ποιήματος. Ένα «εγώ» που ομιλεί υπό γωνίαν. Διότι, «η πραγματικότητα δεν είναι, η πραγματικότητα χρειάζεται να αναζητηθεί και να κερδηθεί».

Λόγια; Όχι. Σε ό,τι με αφορά, βιώματα. Κυρίως, διατυπώσεις βιωμάτων, εντατικοποιήσεις εμπειριών.

Οπότε στο ερώτημα «εάν και κατά πόσον διατυπώνονται» η απάντηση μου είναι «ασφαλώς, όταν όμως ο αναγνώστης συμβαίνει να γίνει ό,τι ο Μπωντλαίρ επιθυμεί: όμοιος, αδελφός».

Αυτή η «ομοιότητα» -που δεν είναι υποχρεωτικά αυθεντικότητα- αναδεικνύει μια ηθική στάση, γλωσσολογικού ας πούμε τύπου, κάτι σαν το «γλωσσικό πλέγμα», που χωρίζει στο κουβούκλιο του

εξομολογητηρίου στις εκκλησίες, τον εξομολογούμενο από τον εξομολογητή. Κι όλα αυτά αν οι μεταφορές το επιτρέψουν. Ιδού τί γράφει ο Τσέλαν στο Καμπή πνοής: «ΈΝΑ ΒΟΥΗΤΟ: είναι/ η αλήθεια καθαυτή/ φανερωμένη/ στους ανθρώπους,/ καταμεσής στη/ δίνη των μεταφορών».

Αλλά πώς γίνεται να γράφουμε κάθε φορά το τελευταίο άρθρο στους New York Times σαν τον Πολ Κρούγκμαν και να το τιτλοφορούμε «πώς θα βρούμε την ελπίδα σε μια εποχή δυσαρέσκειας;» Ποιον «αποχωρισμό» γεμίζουν «τα γράμματα που γράφουμε», διερωτάται ο Σεφέρης. Το κενό; Άλλο είναι το ζητούμενο.

Πρώτο, μια νεοφιλελεύθερη πολιτική να μην συγγενέψει από την πίσω μεριά της Σελήνης με κανενός είδους ολοκληρωτισμό.

Δεύτερο, μια άλλη πολιτική να αναδείξει τη «μεταμόρφωση μέσα από αγώνες και δοκιμασίες, σε αντίθεση με τις ειρηνευτικές, εξουδετερωτικές και ομαλοποιητικές μορφές της σύγχρονης δυτικής εξουσίας», όπως το θέτει ο Φουκώ, προσθέτοντας πως «αν αυτό το υποκείμενο που μιλάει για τα δικαιώματα, λέει την αλήθεια, αυτή η αλήθεια δεν είναι πλέον η καθολική αλήθεια του φιλοσόφου (…) είναι, με άλλα λόγια, μια αλήθεια που αναπτύσσεται με την προοπτική της επιδιωκώμενης νίκης και τελικά, ας πούμε, της επιβίωσης του ίδιου του ομιλούντος υποκειμένου».

ΥΓ.

Και πριν τις καθιερωμένες ευχές, ένα σπάνιο βίντεο- ντοκουμέντο.

Ο Πάουλ Τσέλαν απαγγέλει ο ίδιος ένα από τα πιο φωτεινά – σκοτεινά του ποιήματα, προσυπογράφοντας την ατεκμηρίωτης πατρότητας ρήση : «Η ποίηση, κι αυτη άκόμη, βρίσκεται μπροστά από εμάς».

Δείτε το βίντεο «Ο Πάουλ Τσέλαν διαβάζει τη Φούγκα του θανάτου» στο YouTube