Από τη Μαριλένα Αστραπέλλου
Κάποτε ήθελε να γίνει καπετάνιος στα καράβια. Μπάρκαρε για ένα καλοκαίρι στο καράβι «Κύθηρα» στα 16 του χρόνια, όμως δεν μακροημέρευσε στο επάγγελμα. «Η γιαγιά μου έκλαιγε επειδή φοβόταν ότι θα πνιγώ και επειδή την αγαπούσα δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω» θα πει ο Νάκης Παναγιωτίδης με το χιουμοριστικό και λίγο αυτοϋπονομευτικό ύφος που τον διακρίνει. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας ούτως ή άλλως. Ο δρόμος που έμελλε να ακολουθήσει και να φωτίσει τον ταξίδεψε σε μέρη που κατοικούνταν από τους πιο συναρπαστικούς ανθρώπους – δίχως να υπάρχει ο κίνδυνος «πνιγμού». Αναζητώντας πάντα τον πειραματισμό και τη χρήση ασυνήθιστων τεχνικών και υλικών, βουτώντας με άγνοια κινδύνου στο «άγνωστο», δημιούργησε έργα εντελώς διαφορετικά – τρισδιάστατα γλυπτά και εγκαταστάσεις, εικόνες-κείμενα – αντλώντας έμπνευση από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή.
Η αγάπη του για τη θάλασσα δεν έσβησε ποτέ. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι στην αναδρομική του έκθεση που φιλοξενείται αυτή την περίοδο στο Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή με τίτλο «Shut your Eyes and See» σε υποδέχεται μια μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός θαλάσσιου ορίζοντα – γιατί δημιούργησε και μεγάλης κλίμακας φωτογραφικές εγκαταστάσεις –, τον οποίο φωτίζει με νέον ώστε να εντείνει την πρόσκληση για ενατένιση, φυσική και φιλοσοφική. Επιπλέον, καθώς τον καλώ για να μιλήσουμε μέσα από μια τηλεφωνική εφαρμογή, εγώ από την Αθήνα και εκείνος από το σπίτι του στη Βέρνη, όπου είναι εγκατεστημένος εδώ και δεκαετίες, εμφανίζεται μια μικροσκοπική φωτογραφία του, με τον ίδιο νεότατο να εκτελεί μια εντυπωσιακή βουτιά στα νερά της Υδρας.
Η συζήτηση μαζί του είναι απόλαυση. Είναι πολύ εύκολο να περάσεις στον ενικό, όπως σε παροτρύνει, και να ακούσεις ιστορίες μιας ζωής γεμάτης, την οποία ζει εδώ και 77 χρόνια χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας. Ο Νάκης Παναγιωτίδης γεννήθηκε και μεγάλωσε κοντά στη Φωκίωνος Νέγρη και την Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη, όμως θα συναντούσε το πεπρωμένο του στην Ιταλία και δη στο Τορίνο, όπου πήγε για να σπουδάσει αρχιτεκτονική. «Με ενδιέφερε ο σχεδιασμός των αυτοκίνητων και βρήκα ότι στην Αρχιτεκτονική αυτής της πόλης υπήρχε ένα τέτοιο τμήμα, μάλιστα εκεί δίδασκε ο Μπατίστα Πινινφαρίνα. Είχα μια μανία και με την αρχιτεκτονική γιατί μου άρεσε πολύ το γραμμικό σχέδιο, ενώ παράλληλα ένιωθα ότι κάπως έπρεπε να ικανοποιήσω και τις προσδοκίες των γονιών μου». Μολονότι έφτασε ως το πέμπτο έτος, όπως θα πει, δεν τελείωσε τη σχολή: «Κατάλαβα ότι σε αυτόν τον τομέα η πρόοδος είναι πολύ δύσκολη, ότι μάλλον θα έπρεπε να γίνω υπάλληλος κάποιου αρχιτέκτονα αλλά και των πελατών. Η ελευθερία που έχω μέσα μου, το ελεύθερο πνεύμα που διατηρούσα και εξακολουθώ να διατηρώ, δεν με άφηνε να πάρω αυτή την κατεύθυνση».
Οι ιταλικές επιρροές
Αυτοδίδακτος μεν, με καθοριστικές επιρροές από αυτή τη θητεία ωστόσο. Για παράδειγμα, η αρχιτεκτονική επηρέασε πολύ τα πρώτα του, μινιμαλιστικά, έργα, με μόλις τρία χρώματα, «κόκκινο, μπλε, άσπρο» και με υλικό «εντελώς “poverίστικο”», μικρά ξυλάκια σαν οδοντογλυφίδες, τσακισμένες στη μέση ώστε να δημιουργούν σκιά που παρουσίασε στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Γιατί παράλληλα με τη σχολή ήρθε αμέσως σε επαφή με τους καλλιτέχνες της Arte Povera μέσα από την γκαλερί Christian Stein στο Τορίνο, από όπου ουσιαστικά ξεκίνησαν την πορεία τους. «Την πρώτη έκθεση την είχε διοργανώσει στην Μπολόνια ο Τζερμάνο Τσέλαντ, ο οποίος βάπτισε και το κίνημα ανατρέχοντας στη φράση “Για ένα φτωχό θέατρο” του Γέρζι Γκροτόφσκι» θα εξηγήσει ο Παναγιωτίδης και θα συνεχίσει: «Εκεί γνωρίστηκα αμέσως με όλους τους καλλιτέχνες. Οι πιο κοντινοί μου ήταν ο Μάριο Μερτζ και ο Αλιγκιέρο Μποέτι, ο Τζιλμπέρτο Τζόριο, αλλά και ο Μικελάντζελο Πιστολέτο. Βέβαια με το ένα πόδι ήμουν μέσα και με το άλλο έξω. Είδα πώς δούλευαν αλλά εγώ ξεκίνησα με το δικό μου στυλ». Γιατί βέβαια στην Ιταλία διοργανώνονταν εκθέσεις και δραστηριοποιούνταν καλλιτέχνες όπως ο Ενρίκο Καστελάνι και ο Λούτσιο Φοντάνα που εντυπωσίασαν βαθύτατα τον νεαρό Παναγιωτίδη. «Επαθα σοκ όταν πρωτοαντίκρισα τα έργα του Φοντάνα!» θα πει με θαυμασμό που μοιάζει να μην έχει σβήσει ακόμα και σήμερα.
Το 1968 αποφάσισε να κατέβει από το Τορίνο στη Ρώμη για να σπουδάσει Καλές Τέχνες και Κινηματογράφο: «Δεν μου άρεσε η Ρώμη. Ηταν σαν να έβλεπα μια Φωκίωνος Νέγρη αλλά δίχως την ανθρωπιά του αθηναϊκού δρόμου. Για εμένα όλη η πόλη ήταν ένα ψέμα, παρότι γνώρισα υπέροχους ανθρώπους εκεί. Προτιμούσα το Τορίνο, δεν μπορείς να φύγεις εύκολα από την πόλη αυτή». Στη Ρώμη εκείνη την περίοδο ήταν ο Γιάννης Κουνέλλης αλλά και ο Μάριο Σκιφάνο. Ο Παναγιωτίδης είχε επαφές και με τον έτερο έλληνα μετανάστη καλλιτέχνη, όσο τέλος πάντων επέτρεπε ο απόμακρος ψυχισμός του. «Δεν ήθελε να συναναστρέφεται Έλληνες ο Κουνέλλης» θα πει.
Ελεύθερο πνεύμα, αντισυμβατικός καλλιτέχνης
Τα έργα τα δικά του, πάντως, εκτός από το εξωτερικό τα έδειξε και στην Ελλάδα, στη Σύγχρονη Χαρακτική στο Κολωνάκι, τη δεκαετία του ’70, έπειτα από σύσταση της Oπυς Ζούνη. Εγιναν ανάρπαστα. Ανάμεσα στους αγοραστές ο διπλωμάτης, ιστορικός και κριτικός τέχνης Αλέξανδρος Ξύδης αλλά και ο Δάκης Ιωάννου: «Ηταν έργα που πήραν πολύ καλές κριτικές και πωλούνταν και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αλλά και τα δύο δεν με ενδιέφεραν, τα βαριόμουν. Οπότε μπήκα εθελοντικά σε μια κρίση. Ο Μισέλ Φουκώ έχει πει ότι η πιο σημαντική περίοδος ενός καλλιτέχνη είναι αυτή της κρίσεως, αρκεί να είναι εθελοντική. Αυτό έκανα εγώ». Ο Παναγιωτίδης δεν θέλησε να μπει ποτέ σε ένα καλούπι, να ενταχθεί σε μια κατηγορία, ένα κίνημα. Η αδιαφορία του για την τεχνική ήταν ανέκαθεν μια συνειδητή επιλογή: τίποτε δεν θα στεκόταν εμπόδιο στο προσωπικό, αντισυμβατικό όραμά του, τίποτε δεν θα περιόριζε το επαναστατικό του πνεύμα. «Oντας αναρχικός και απελευθερωμένος δεν με ενδιαφέρει να γίνομαι γνωστός, να είμαι αναγνωρίσιμος από το προηγούμενο έργο μου. Είμαι πάντα σε αναζήτηση μιας νέας οπτικής και πλαστικής αρχής».
Θα αφηγηθεί πώς το 1977 βρέθηκε στο Centro Internazionale di Sperimentazioni Artistiche Marie-Louise Jeanneret στο Μποϊσάνο και άρχισε να εγκαταλείπει το πρώτο του ιδίωμα και να ψάχνει νέα υλικά. «Το πρώτο πράγμα που έπιασα στα χέρια μου ήταν το πισσόχαρτο, το οποίο άρχισα να καίω και να βλέπω να σχηματίζεται ένα μαύρο που φωτίζει. Τη δεκαετία του ’80 άρχισα να χρησιμοποιώ και τις πέτρες, τα pavé του Παρισιού αλλά και τη φωτογραφία, αρχικά σε χαρτί και αργότερα σε μουσαμά. Στην αρχή ήταν πολύ σκούρα η “παλέτα” μου».
Το ελληνικό DNA
Το φως ή η έλλειψή του διαμόρφωναν πάντα το έργο του Παναγιωτίδη. «Δεν είμαι κολορίστας. Η δική μου άποψη είναι ότι οι Eλληνες έχουμε τόσο πολύ φως που δεν έχουμε ανάγκη να εκφραστούμε με το χρώμα. Νομίζω ότι εμείς, καλλιτέχνες όπως ο Κουνέλλης, ο Takis, ο παλιός Τσόκλης, δεν χρησιμοποιήσαμε χρώματα. Αυτή είναι μια άποψη δική μου». Ο Παναγιωτίδης μνημονεύει συχνά τον φιλόσοφο Zαν-Φρανσουά Λιοτάρ που έλεγε ότι «οι καλλιτέχνες δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να πηγαίνουν στην παιδική τους ή και τη νηπιακή τους ηλικία»: «Πιστεύω ότι ισχύει, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβάνομαι. Πρέπει να ομολογήσω ότι είχα μια πολύ ωραία παιδική ηλικία. Θυμάμαι ότι όταν ξεκινούσα από την Κυψέλη για να πάω στον Πειραιά να κολυμπήσω, στη μοναδική κλειστή πισίνα που υπήρχε τότε στη Σχολή Δοκίμων, έπαιρνα το τρόλεϊ, τον ηλεκτρικό και περπατούσα ως το Χατζηκυριάκειο περνώντας μέσα από την Τρούμπα. Εκεί έβλεπες μέσα από τα παράθυρα μια λάμπα, έναν γλόμπο να κρέμεται, ένα τραπέζι και λίγες καρέκλες. Αυτή την εικόνα τη μετέφερα πάνω στο πισσόχαρτο με υλικά δικά μου. Οι καλλιτέχνες δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την καταγωγή μας. Η δουλειά μου αναδύεται από αναμνήσεις τις οποίες δεν μπορώ να πω ότι τις αναζητώ, μου έρχονται αυτόματα. Είχα από παιδί ενσυναίσθηση, έβλεπα τη φτώχεια τριγύρω μου, δεν την προσπερνούσα. Oταν έφτασα στο Τορίνο με το τρένο είχα 6.000 δραχμές στην τσέπη μου για να περάσω τρεις μήνες. Μέσα σε δύο εβδομάδες δεν είχα φράγκο, τα είχα δανείσει δεξιά κι αριστερά. Αυτή η ενσυναίσθηση με φέρνει να κάνω το έργο που κάνω, να καταγράφω αυτά που έχω βιώσει. Αυτή είναι μια αυτο-ψυχανάλυση που κάνω πολλά χρόνια τώρα, αναζητώντας τα “γιατί” στη δουλειά μου».
Υποθέτω λοιπόν ότι είναι αναμενόμενο το ενδιαφέρον του για τους ελληνικούς μύθους και τη φιλοσοφία, ιδίως του Επίκουρου: «Οι φιλοσοφικές αναφορές δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Εμείς που μεγαλώσαμε με τον χιπισμό, είχαμε τον Επίκουρο για πατέρα. Πλέον ερμηνεύουν τον επικουρισμό ως το ευ ζην, να πίνεις το καλύτερο κρασί, να καπνίζεις το πιο ακριβό πούρο, όμως δεν νομίζω ότι ήταν αυτή η αλήθεια που έψαχνε ο Επίκουρος. Εκείνος αναζητούσε μια απλή, ευχάριστη και φιλική ζωή. Εχω κάνει έργα όπου έχω συμπεριλάβει επικούρειους αφορισμούς. Ε, αυτοί οι αφορισμοί είναι σύγχρονοι. Οσον αφορά δε τους μύθους, για εμένα δεν σημαίνουν κάτι παλιό, αλλά είναι μια αναφορά στο μέλλον μας».
Η εικαστική Αθήνα σήμερα
Πώς βλέπει άραγε το παρόν της Ελλάδας και της Αθήνας; «Αυτό που συμβαίνει γενικότερα, αυτός ο “ντουμπαϊσμός” στην αρχιτεκτονική, δεν με πολυεκφράζει. Στην Κυψέλη, όμως, αλλά και στο Παγκράτι, βλέπω μια ζωή ουσιώδη, βρίσκω ανθρώπους που επικοινωνούν μεταξύ τους. Δεν θέλω να πω ότι η Ελλάδα έχει γίνει Βερολίνο, γιατί ούτε το Βερολίνο με ενδιέφερε τότε που ήταν στα πάνω του, πριν από 20-25 χρόνια, και φάνηκε άλλωστε ότι ήταν ένα ψέμα. Η Γερμανία δεν είναι το Βερολίνο, αλλά η Κολωνία, το Ντίσελντορφ και το Μόναχο. Η Αθήνα έχει μια ψεύτικη παραγωγή τέχνης. Ολοι είναι καλλιτέχνες, υπάρχουν πολλά θέατρα, σίριαλ στην τηλεόραση. Αυτή την υπερβολή δεν τη βλέπεις αλλού, είναι πιο μαζεμένες οι άλλες χώρες, αν μπορώ να μιλήσω για την Ιταλία, τη Γαλλία, μέρη που γνωρίζω. Δεν θα μιλήσω για την Ελβετία, στον τομέα της σύγχρονης τέχνης είναι το πρώτο κράτος στον κόσμο. Εγώ μένω στη Βέρνη, μια πόλη 140.000 κατοίκων, και σας λέω μόνο ότι έχει ένα μουσείο που έχει σχεδιάσει ο Ρέντσο Πιάνο (Zentrum Paul Klee), ένα Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης που είναι το πιο παλιό της Ελβετίας και την Kunsthalle, που έχει παρουσιάσει όλη την αλλαγή της σύγχρονης τέχνης. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι καλλιτέχνες σε όλους τους τομείς, όμως δεν υπάρχει ένα σύστημα που να τους βοηθάει. Γι’ αυτό ο καθένας προσπαθεί να βρει τον δρόμο του μόνος του».
Info: «Shut your Eyes and See»: Μουσείο Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή (Ερατοσθένους 13, Αθήνα), έως τις 2 Μαρτίου 2025. Eπιμέλεια: Fleurette Καραδόνττη, Πρόεδρος ΔΣ του Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή, και Matthias Frehner, Πρώην Διευθυντής του Kunstmuseum