Σε μια εποχή πληθωρισμού της μουσικής παραγωγής και πληροφορίας,  κατά την οποία είναι απλώς αδύνατο ακόμα και το να προλάβουμε να ακούσουμε όλη την καινούργια μουσική που κυκλοφορεί με καταιγιστικούς ρυθμούς και μας περιμένει στις επόμενες προτάσεις του αλγόριθμο, η Παυλίνα Βουλγαράκη ξεχώρισε με τον «παλιό τρόπο»: έγινε ένα από τα πιο δυνατά μουσικά «word of mouth» της εγχώριας σκηνής.

Ήταν 12 χρόνια πριν όταν συστηνόταν ως η 20χρονη frontwoman της house band του club του Σταυρού του Νότου και σήμερα έχει φτάσει ήδη τις 4 προσωπικές δουλειές, με την πιο πρόσφατη («Λύκοι», Cobalt Music) να μετρά λίγες μόλις μέρες ζωής. Δεν είναι η πρώτη φορά που η συγκεκριμένη μουσική σκηνή αναδεικνύει και συστήνει νέους τραγουδοποιούς, η Παυλίνα Βουλγαράκη όμως είναι ίσως η τελευταία φουρνιά του club του Σταυρού, ενός χώρου που διέθετε μια δική του, εντελώς χειροποίητη ατμόσφαιρα και μαγεία.

Η Παυλίνα, μετά την περσινή πετυχημένη συνεργασία της με τη Δήμητρα Γαλάνη στο VOX, επιστρέφει για μερικές εμφανίσεις στο Σταυρό του Νότου Plus. Μαζί της επιστρέφει και η τρομερή μπάντα της. Μιλά στο ΒΗΜΑ για το νέο της δίσκο, το βιωματικό χαρακτήρα των κομματιών της, αλλά και την χαρά της κάθε φορά που διαπιστώνει ότι αργά αλλά σταθερά δημιουργεί τη δική της κοινότητα ακροατών.

Οι  «Λύκοι», η νέα σου δισκογραφική δουλειά, βγάζουν μια αρκετά ακουστική αίσθηση, κάτι πολύ λιτό και κομψό. Θέλατε να δημιουργήσετε με τον Σεραφείμ Γιαννακόπουλο μια αντίθεση ανάμεσα στον τίτλο και το ύφος του δίσκου ή απλώς «ημέρωσαν» οι Λύκοι;

Στη δική μας περίπτωση οι λύκοι μιλούν για το εσωτερικό παιδί, για την νοσταλγία μιας αθωότητας που παλεύει να επιβιώσει. Συμβολίζουν την αγνότητα, την δύναμη, την αφοσίωση, την φύση, το ιερό. Δεν θα μπορούσαν να μην αποπνέουν μια γαλήνη και την αρμονία που νιώθω τουλάχιστον εγώ ακούγοντας τους.

Το «Βαρέθηκα» θαρρώ πως έχει για τίτλο τη λέξη που αποτυπώνει με ακρίβεια το πώς νιώθουν οι άνθρωποι κυρίως στη δική σου ηλικία. Είναι ένα «βαρέθηκα» που δεν εμπεριέχει μόνο παραίτηση αλλά και θυμό. Το νιώθεις και εσύ έτσι;

Πάρα πολύ συχνά. Και πέφτω σε πλήρη αδράνεια. Μετά νιώθω ενοχές και μανιακά τρέχω να κάνω το καλύτερο που μπορώ με όσες δυνάμεις έχουν απομείνει.

Επίσης, το συγκεκριμένο τραγούδι μού φάνηκε σαν μια συνέχεια των πολυτραγουδισμένων πλέον «Λαβυρίνθων». Σου αρέσει να «συνομιλούν» τα τραγούδια σου μεταξύ τους;

Ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Σίγουρα υπάρχει μια εξελικτική πορεία μεταξύ των δίσκων μου δημιουργικά, μου φαίνεται λογικό.

«Είναι εξουθενωτικό κάποιες φορές να γράφεις αλλά πάντα είναι λυτρωτικό. Η ικανοποίηση την στιγμή που ολοκληρώνεται κάτι είναι μοναδική».

Ξεχωρίζουν οι έως τώρα συνεργασίες που έχεις κάνει. Πώς προέκυψαν; Τους έστειλες εσύ το τραγούδι που είχες κατά νου και περίμενες την απάντησή τους;

Με την Δήμητρα Γαλάνη προέκυψε μέσα από τις παραστάσεις μας στο VOX. Πριν από αυτό μας είχε φέρει σε επαφή ο Νίκος Μακράκης κι έγραψε εκείνη μουσική σε δύο στίχους μου. Με τον Μπάμπη Στόκα τότε δουλεύαμε μαζί στα live του, κι όταν του ζήτησα να ακούσει τα τραγούδια που είχα γράψει, τον ρώτησα εάν θα ήθελε να πούμε τους «Λαβύρινθους» μαζί που έτσι κι αλλιώς τους είχε ξεχωρίσει. Ο μόνος στον οποίο έστειλα τραγούδι σε ένα δισκάκι και περίμενα απάντηση για πολλούς μήνες ήταν ο Ψαραντώνης.

Έχεις πει ότι τα τραγούδια σου είναι όλα εμπνευσμένα από δικά σου βιώματα. Είναι λυτρωτικό  ή εξουθενωτικό το να γράφεις τόσο πολύ για τη ζωή σου και να τραγουδάς για αυτή;

Είναι μια διαδικασία που συμβαίνει αυτόματα. Οπότε δεν το έχω φιλοσοφήσει πολύ. Έρχεται κάτι που πρέπει να βγει. Το γράφω και με έναν τρόπο πάω παρακάτω.  Είναι εξουθενωτικό κάποιες φορές να γράφεις αλλά πάντα είναι λυτρωτικό. Η ικανοποίηση την στιγμή που  ολοκληρώνεται κάτι είναι μοναδική.

Τα γράφεις εν θερμώ, όταν δηλαδή είσαι εντελώς μέσα συναισθηματικά σε αυτό που περιγράφουν οι στίχοι σου ή προτιμάς να έχεις κάνει μια διαπραγμάτευση με όσα νιώθεις και τα έχεις αποδεχθεί;

Όλα συμβαίνουν. Εν θερμώ ο,τι γράφεται ξεκινάει πάντα για καθαρά προσωπική χρήση και πηγάζει από την ανάγκη να τα πω. Σαν ημερολόγιο. Από την άλλη όταν έχω αποδεχθεί τα πράγματα, συνήθως απευθύνομαι σε κάποιον την ώρα που γράφω. Είναι κάποιος που δεν του είπα ακριβώς όσα θα ήθελα. Τέτοια τραγούδια είναι το έλα λίγο πιο κοντά, το αγαπημένε μου, «Η Ηλιαχτίδα».

Φωτό: Δημήτρης Γκάνιος (Boulevart Studio)

Έχει νιώσει άβολα κάποιος σύντροφός σου για κάποιο τραγούδια σου, όπως το «Θεός σχωρεσ’ τον»; Έχει υπάρξει έστω και μία φορά που ήταν σκοπός σου να αισθανθεί έτσι;

Η μία φορά που ήταν σκοπός μου να αισθανθεί άβολα κάποιος ήταν πράγματι το «Θεός σχωρεσ’ τον», το οποίο βγήκε αποκλειστικά γι’ αυτόν τον λόγο, ήταν προσωπική υπόθεση. Η άλλη ήταν έναν μυστικό κι ακυκλοφόρητο τραγούδι που υπάρχει στο YouTube με το όνομα «Τσιριγό» και παραδόξως το ζητάνε πολλοί στα live.  Έφαγα σοβαρό μπινελίκι για το δεύτερο και μετά από χρόνια θα πω ότι το έφαγα δικαίως. Ήταν τελείως παρορμητική και θυμωμένη κίνηση επειδή κράτησε τον σκύλο που είχαμε πάρει μαζί. Τα λέω και στο τραγούδι (γέλια).

Μετά από 4 δίσκους, πιστεύεις ότι γίνεσαι φωνή μιας γενιάς ή έστω ενός κοινού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και το οποίο είναι κατά βάση γυναικείο και ταυτίζεται μαζί σου όχι μόνι με όσα τραγουδάς αλλά και με όσα λες δημόσια (πχ. για την κακοποίηση);

Παρατηρώ ότι με ακούν και έρχονται στις συναυλίες περισσότερο άνθρωποι των οποίων υπερτερεί η θηλυκή πλευρά, άντρες και γυναίκες. Πολλοί εσωστρεφείς άνθρωποι, συχνά εκκεντρικοί και κάπως περιθωριακοί με έναν τρόπο. Νομίζω ότι κάθε τραγουδοποιός έλκει τελικά αυτό που είναι ο ίδιος.

Μίλησέ μας για τρομερούς μουσικούς με τους οποίους συνεργάζεσαι. Τελείως διαφορετικό background από τον δικό σου. Πώς εμπλούτισαν το δικό σου όραμα;

Με τον Σεραφείμ , στον Στέλιο (Προβή) και τον Μηνά (Λιάκο) συνεργαζόμαστε 6 χρόνια αλλά στην μπάντα μου είναι 4 χρόνια. Με τον Δημήτρη (Αρώνη) και τον Νικόλα (Γουάστορ) από πέρσι. Καλλιτεχνικά μπορεί να έχουμε άλλο background αλλά ως άτομα και ποιότητες δεν απέχουμε πολύ. Ούτε στα ερεθίσματα που λάβαμε  μεγαλώνοντας, ούτε ιδιοσυγκρασιακά οπότε βρήκαμε οργανικά κι εύκολα την κοινή τομή. Είναι πολύ σημαντικό για εμένα να θαυμάζω τόσο τους συνεργάτες μου. Μου δίνει ζωή και με βοηθάει να πλησιάζω μια άλλη διάσταση πάνω στην σκηνή που την χρειάζομαι και δεν την πιάνω πάντα.

Έχεις φοβηθεί ότι μπορεί να σου έχουν φορέσει την «ταμπέλα» της ερωτικής τραγουδοποιού, ξέρεις της εύθραυστης, της κάπως drama queen

Δεν το έχω νιώσει. Εύθραυστη μπορεί, αλλά συνολικά τα τραγούδια μου λένε περισσότερα πράγματα από ερωτικές ιστορίες παρότι με τροφοδοτούν και τους έχω μεγάλη αδυναμία. Έχει να κάνει με την ένταση και τα όρια μας, που όταν τα αγγίζουμε αναγκαζόμαστε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας καλύτερα και καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις. Μου αρέσει να είμαι ερωτική τραγουδοποιός, δεν με ενοχλεί. Επίσης, μάλλον ισχύει ότι είμαι drama queen στα τραγούδια μου, ίσως επειδή στις σχέσεις μου είμαι ψυχαναγκαστικά το αντίθετο. Δεν φοβάμαι τις ταμπέλες, δεν πιστεύω σε αυτές.

«Νομίζω ότι κάθε τραγουδοποιός έλκεi τελικά στο κοινό του αυτό που είναι ο ίδιος».

Επιστροφή στον Σταυρό του Νότου. Ποιο «έγκλημα» σε οδήγησε να γυρίσεις στον τόπο όπου ξεκίνησαν όλα.

Ανά τα χρόνια παίζω στον Σταυρό του Νότου. Πέρσι είχα μια πάρα πολύ ωραία χρονιά δίπλα στην Δήμητρα Γαλάνη και φέτος με αφορμή τον δίσκο μου ένιωσα ότι χρειάζεται να κάνω παραστάσεις με την μπάντα μου (που είναι η ίδια που είχαμε πέρσι στο VOX). Συνήθως όταν βγάζω νέο δίσκο ακολουθούν κάποιες εμφανίσεις στον Σταυρό του Νότου, κι είπα να συνεχίσω το έθιμο.

Κλείνει και 30 χρόνια ο «Σταυρός». Η πιο έντονη ανάμνησή;

Η οντισιόν που είχα κάνει πριν 12 χρόνια για την houseband κι όλη αυτή η περίοδος. Ούτε που φανταζόμουν εκείνη την στιγμή ότι καθόριζα τη ζωή μου, συμμετέχοντας απλώς σε μια οντισιόν ώστε, εάν μπορούσα, να εξασφαλίσω το χαρτζιλίκι μου στο δεύτερο έτος των σπουδών μου. Συνολικά νομίζω ότι ήμουν η τελευταία φουρνιά που έζησε αυτές τις εποχές του club του Σταυρού του Νότου. Παίζαμε μέχρι τα ξημερώματα κυρίως ξένα ροκ τραγούδια για πάρα πολλές ώρες. Ήταν ένα μέρος στο οποίο μπορούσαν να συμβούν τα πάντα και να μην μάθει κανείς ποτέ τίποτα. Μεγάλοι καλλιτέχνες τέλειωναν το πρόγραμμα τους από κάθε μαγαζί της Αθήνας κι ερχόντουσαν για ένα ποτό σ’ εμάς. Κάποιοι ανέβαιναν στην σκηνή. Μετά καταλήγαμε όλοι στο «Μπάτμαν» ή στη «Γωγώ» απέναντι. Ήταν ρομαντικά μέσα στην σκληρότητα της εποχής.

Και για το τέλος ένα δίλημμα που κανείς δεν ζήτησε: «λένε πως τα θαύματα γίνονται χαράματα» ή «ξημερώματα δίνεις δικαιώματα»;

Εννοείται ότι ξημερώματα δίνεις δικαιώματα!