Τη συσχέτιση μεταξύ των ευρύτερων κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων και της ψυχικής υγείας καταδεικνύει η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα, τα δεδομένα της οποίας παρουσιάστηκαν από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με τα στοιχεία που αφορούν τη χώρα μας να είναι ιδιαιτέρως αρνητικά.
Αναλυτικότερα, η έρευνα έλαβε δείγμα από 24 ευρωπαϊκές χώρες, αναδεικνύοντας μια νέα οπτική για την επίδραση της ταξικής διαστρωμάτωσης και των γεωγραφικών ανισοτήτων στα συμπτώματα κατάθλιψης.
Η «θλιβερή» πρωτιά της Ελλάδας
Όσον αφορά την Ελλάδα, ο μύθος του χαρούμενου και εξωστρεφούς Έλληνα που απολαμβάνει τη ζωή μοιάζει να απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, η Ελλάδα καταγράφει τον υψηλότερο μέσο όρο καταθλιπτικών συμπτωμάτων στην Ευρώπη. Και οι υπόλοιπες μεσογειακές χώρες όμως παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά καταθλιπτικών συμπτωμάτων, παρά την κοινή αντίληψη πως οι άνθρωποι που ζουν σε αυτές χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη εξωστρέφεια και αισθήματα χαράς συγκριτικά με εκείνους των βορείων χωρών.
Στο εσωτερικό της χώρας, οι περιφέρειες της Θεσσαλίας, του Νοτίου Αιγαίου, της Ηπείρου και του Βορείου Αιγαίου είναι εκείνες στις οποίες οι συμμετέχοντες ανέφεραν τα περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης, σύμφωνα πάντα με την έρευνα. Βλέπουμε λοιπόν ότι, αντίθετα με τη διαδομένη αντίληψη, στις νησιωτικές περιοχές καταγράφονται συχνότερα καταθλιπτικά συμπτώματα από την ηπειρωτική Ελλάδα, με εξαίρεση την Ήπειρο, την δεύτερη φτωχότερη περιφέρεια της χώρας (μετά το Βόρειο Αιγαίο) και τη Θεσσαλία, η οποία όμως αντιμετώπισε μια σειρά σημαντικών φυσικών καταστροφών το διάστημα κατά το οποίο διεξήχθη η έρευνα.
Πρώτη η Ελλάδα στη μοναξιά: Ένα καμπανάκι για την Ψυχική Υγεία
Η χώρα μας βρίσκεται επίσης στην κορυφή και όσον αφορά τα συμπτώματα μοναξιάς, έναν από τους πιο κρίσιμους δείκτες ψυχικής ευεξίας.
Επιπλέον, ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο δείκτης που αφορά τη συχνότητα αίσθησης λύπης. Στον δείκτη αυτόν, η Λιθουανία βρίσκεται στην πρώτη θέση, με μέσο όρο 1,8, ενώ ακολουθεί η Ελλάδα με 1,7, και εν συνεχεία ακολουθούν η Σλοβακία, η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Αντιθέτως, οι πολίτες της Φινλανδίας ανέφεραν τα χαμηλότερα επίπεδα θλίψης, δηλώνοντας πως ένιωσαν σπανιότερα από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους αυτό το συναίσθημα. Τα δεδομένα αυτά υπογραμμίζουν τις εθνικές διαφοροποιήσεις στη συναισθηματική ευημερία και την επίδραση κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων στη ψυχολογία των πολιτών.
Η σχέση κοινωνικής τάξης και η ψυχικής υγείας
Παράλληλα, πολύ σημαντικό εύρημα της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας (ESS) αποτελεί το γεγονός πως η ψυχική υγεία δεν είναι απλώς προσωπικό ζήτημα, αλλά αντανακλά ευρύτερες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες.
Τα δεδομένα που αναλύθηκαν από την ερευνητική ομάδα του Γιώργου Μπιθυμήτρη (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών), Νίκανδρου Ιωαννίδη (ΤΕΠΑΚ) και του Γιάννου Κατσουρίδη (Πανεπιστήμιο Λευκωσίας), φωτίζουν τη σύνδεση μεταξύ κοινωνικής τάξης, περιφερειακής ανάπτυξης και ψυχικής υγείας.
Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε μια τυπολογία κοινωνικών τάξεων, βασισμένη στη θεωρία του Erik Olin Wright. Οι συμμετέχοντες κατανεμήθηκαν σε τέσσερις ομάδες: εργοδότες, αυτοαπασχολούμενους, μισθωτούς με πόρους εξουσίας και μισθωτούς χωρίς πόρους εξουσίας.
Τα ευρήματα είναι αποκαλυπτικά: Η εργατική τάξη, δηλαδή οι μισθωτοί χωρίς πόρους εξουσίας, εμφανίζει τα υψηλότερα επίπεδα καταθλιπτικών συμπτωμάτων, ενώ οι εργοδότες παρουσιάζουν τα χαμηλότερα. Στην Ελλάδα, ωστόσο, οι διαφορές είναι λιγότερο έντονες μεταξύ των υπόλοιπων τάξεων, γεγονός που καταδεικνύει την ιδιαιτερότητα της χώρας μας στη συσχέτιση ταξικής κατηγορίας και ψυχικής υγείας.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν, επίσης, πως ακόμα και οι εργοδότες – μια παραδοσιακά λιγότερο ευάλωτη ομάδα – επιβαρύνονται ψυχολογικά σε μεγαλύτερο βαθμό σε περιοχές με μειούμενη ανάπτυξη, αν και η εργατική τάξη εξακολουθεί να παραμένει η πιο επιβαρυμένη.
Τα ευρήματα ως εργαλεία διαμόρφωσης πολιτικών
Βλέπουμε λοιπόν πως τα ευρήματα της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας καταδεικνύουν πως η ψυχική υγεία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ταξική θέση του ατόμου και τις ανισότητες που εντοπίζονται στο πλαίσιο κάθε κοινωνίας. Εγείρονται λοιπόν κρίσιμα ερωτήματα για την χάραξη κοινωνικής πολιτικής, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για στρατηγικές που μειώνουν αυτές τις ανισότητες και ενισχύουν την ψυχική ευημερία των ατόμων.
Με την ψυχική υγεία να επηρεάζεται ιδιαίτερα από κοινωνικούς και γεωγραφικούς παράγοντες γίνεται αντιληπτό ότι δεν αποτελεί ζήτημα αποκλειστικά ατομικής ευθύνης αλλά είναι αποτέλεσμα συνάρτησης οικονομικών, κοινωνικών και γεωγραφικών παραγόντων.