Τη βία που γεννά βία και μας εγκλωβίζει σε έναν αέναο, αδιέξοδο κύκλο αίματος, φέρνει στο θέατρο ως ζήτημα προς συζήτηση η παράσταση της Ζωής Χατζηαντωνίου «Η μέρα της φούστας» με την Θεοδώρα Τζήμου στον πρώτο ρόλο, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Ζ.Π. Λίλιενφελντ που έγινε ταινία το 2008. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο έργο που ασχολείται με τη βία και τον σεξισμό στην σημερινή Ευρώπη τρυπώνοντας κάτω από την επιφάνεια κοινωνικών θεμάτων που μας απασχολούν και μας ανησυχούν, όπως η νεανική βία.
Στη σκηνή του Θεάτρου ΔΙΠΥΛΟΝ και στην Άσπρη Αίθουσα που μας υποδέχεται ξανά μετά από εννέα χρόνια, η Θεοδώρα Τζήμου υποδύεται, περιτριγυρισμένη από νέους ηθοποιούς, τη Σόνια, καθηγήτρια λογοτεχνίας σε ένα δημόσιο λύκειο με παραβατικούς μαθητές, που στοχοποιείται γιατί δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του Διευθυντή προς τις καθηγήτριες και τις μαθήτριες να μην προσέρχονται στο σχολείο φορώντας φούστα.
Ένα πρωί κατά τη διάρκεια του μαθήματος ένα τυχαίο συμβάν θέτει σε κίνηση μια χιονοστιβάδα εξελίξεων. Η Σόνια, σε κατάσταση ακραίας σύγχυσης – ή ακραίας διαύγειας του μυαλού, κρατά ομήρους τους μαθητές της τάξης και τους κάνει μάθημα θεάτρου διά της βίας. Η κατάσταση σύντομα ξεφεύγει από τον έλεγχό της.
Η «Μέρα της Φούστας» στις Κάτω Χώρες γιορτάζεται ως ημέρα κατά του σεξισμού και της βίας. Με αυτή την υπόμνηση κατά νου, το ΒΗΜΑ συζήτησε με τη Θεοδώρα Τζήμου για το θεατρικό έργο του Λίλιενφελντ που μας υποχρεώνει να αντιμετωπίσουμε τη βία ως γεγονός άρρηκτα συνδεδεμένο με την ύπαρξή μας. Σημείο εκκίνησης, ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Σίλερ, η φούστα αλλά και η μαντίλα ως σύμβολα επανάστασης και προσωπικής ελευθερίας.
Υποδύεστε μια καθηγήτρια που προσπαθεί να διδάξει τους «Ληστές» του Γερμανού φιλόσοφου Φρίντριχ Σίλερ δια της βίας;
Ναι, όσο κι αν ακούγεται παράταιρο. Η Σόνια είναι μία καθηγήτρια που διδάσκει σε ένα σχολείο, το οποίο θα μπορούσε να είναι ένα ΕΠΑΛ στην Ελλάδα, όπου πηγαίνουν μαθητές χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Κάποιοι από αυτούς έχουν παραβατική συμπεριφορά και κάποιοι προέρχονται από οικογένειες μεταναστών.
Ποια είναι αυτή η δασκάλα η οποία διδάσκει εκεί; Ως ηττημένη πηγαίνει στο μάθημά της και προσπαθεί να διδάξει θέατρο, αλλά εξαιτίας ενός τυχαίου συμβάντος – κάποιος φέρνει ένα όπλο μέσα στην τάξη, το οποίο ξαφνικά βρίσκεται στα χέρια της – διδάσκει υπό την απειλή του όπλου, τους «Ληστές» του Σίλερ, καθώς και το «Περί της αισθητικής παιδείας του ανθρώπου» που αποτελείται από μια σειρά επιστολών του Σίλερ. Σκοπεύει να διδάξει το πώς ο άνθρωπος μπορεί να διαχειριστεί την ελευθερία του με υπευθυνότητα. Ως εκ τούτου η βία δεν είναι αυτοσκοπός, ωστόσο ενδέχεται να βγει εκτός ορίων, όπως και γίνεται χωρίς η ίδια να το αντιληφθεί. Από τη στιγμή που κρατάς ένα όπλο στο χέρι, γίνεσαι βίαιος ό,τι και να διδάσκεις, παρόλο που οι προθέσεις είναι σωστές.
Η παράσταση θέτει ερωτήματα σχετικά με τη βία στα σχολεία;
Το έργο ξεκινάει ένα διάλογο σε σχέση με τη βία, η οποία είναι μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, το θέμα είναι πώς τη διαχειριζόμαστε εμείς. Η γενική διαπίστωση είναι ότι η βία δεν οδηγεί πουθενά. Το έργο πιστεύω ότι κάνει μέτοχους τους θεατές σε μια συνθήκη βίας αλλά δεν δίνει απαντήσεις.
«Η βία πάντα βγαίνει εκτός ορίων και γυρίζει πίσω σε σένα».
Πιστεύετε ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί το θέμα της βίας στους νέους σήμερα;
Πρόκειται για ένα θέμα που, όπως ξαναείπα, απασχολεί γενικότερα την ανθρώπινη ύπαρξη. Το θέμα είναι η διαχείριση της βίας και το πώς θα διαπιστώσουμε ψύχραιμα ότι δεν οδηγεί πουθενά. Η βία πάντα βγαίνει εκτός ορίων και γυρίζει πίσω σε σένα.
Σας απασχολεί η διάχυση της βίας στην ελληνική κοινωνία που έχει πολλά παρακλάδια; Το θέατρο επιδεικνύει αντανακλαστικά, είναι κοντά στα κοινωνικά ζητήματα που μας αφορούν. Δεν ξέρω αν ήταν μια προσωπική σας ανάγκη ο ρόλος σας στη θεατρική παράσταση της Ζωής Χατζηαντωνίου;
Φυσικά και με απασχολεί αυτό που συμβαίνει στην επικαιρότητα, αλλά για μένα αυτό το έργο – σε ό,τι αφορά την προσωπική μου εμπλοκή – φέρει κάτι πιο ουσιαστικό που έχει να κάνει πραγματικά με την ανθρώπινη ύπαρξη. Διότι εν δυνάμει και ανά στιγμές είμαστε όλοι ίδιοι. Το θέμα είναι πώς διαχειρίζεται καθένας από εμάς το βίαιο κομμάτι που υπάρχει σε όλους μας.
Αυτό που με ενδιέφερε σε αυτή τη γυναίκα είναι ότι φέρνει στην επιφάνεια τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης κι ενώ μιλάει για Διαφωτισμό, για το πώς μπορείς να διαχειριστείς την ελευθερία σου ή να τη διαμορφώσεις, γίνεται η ίδια βίαιη. Αλλά έτσι δεν είμαστε όλοι, αντιφατικοί και πολύπλευροι; Οπότε αυτή η συνθήκη, εμένα προσωπικά με έκανε να θέλω να εμπλακώ με την παράσταση από την πρώτη στιγμή που είχα την τύχη να μου κάνει την πρόταση η Ζωή Χατζηαντωνίου. Πραγματικά ενθουσιάστηκα με το κείμενο.
Η ιστορία έχει πολλά επίπεδα. Ουσιαστικά εντάσσει στην ιστορία τη βιαιότητα δια των «Ληστών» του Φρίντριχ Σίλερ, εμβληματικό έργο του λογοτεχνικού κινήματος Θύελλα και Ορμή που γνώρισε μεγάλη άνοδο τον 18ο αιώνα και τάχθηκε κατά του ορθολογισμού του Διαφωτισμού και υπέρ του ανεξάρτητου πνεύματος της επανάστασης.
Ναι, αυτό συνέβη την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, το οποίο μας υπενθυμίζει ότι στην εξέλιξη της Ιστορίας, τα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα ενέχουν βία, θέλουμε δεν θέλουμε.
«Είμαστε σε ένα μεταίχμιο και κοινωνικά και πολιτικά δεν ξέρουμε προς τα που να στραφούμε, οπότε βρισκόμαστε, κατά τη γνώμη μου, σε ένα σημείο σαν να έχει σπάσει ένα σπυρί, να το πω κάπως πιο κομψά».
Και ζούμε και σε μια πολύ κρίσιμη εποχή, μεταιχμιακή, βίαιη. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε.
Η βία προϋπήρχε και τώρα έρχεται πιο εύκολα στην επιφάνεια ή βρισκόμαστε όλοι εν βρασμώ σε μια συνθήκη που θέλουμε να πάμε κάπου και δεν ξέρουμε πού. Είμαστε σε ένα μεταίχμιο και κοινωνικά και πολιτικά δεν ξέρουμε προς τα που να στραφούμε, οπότε βρισκόμαστε, κατά τη γνώμη μου, σε ένα σημείο σαν να έχει σπάσει ένα σπυρί, να το πω κάπως πιο κομψά. Τώρα το τι θα συμβεί μετά…
Το θέμα του σεξισμού πώς θίγεται στην παράσταση;
Το θέμα του σεξισμού είναι λίγο πιο ευρύ, πιο ουσιαστικό, επίσης βίαιο. Στη Γαλλία είχε γίνει ολόκληρο θέμα μέσα στο κοινοβούλιο για τις καθηγήτριες που δεν πρέπει να φορούν φούστες μέσα στα πολυπολιτισμικά σχολεία.
«Για μένα ένας άνθρωπος που ζει σε μια δημοκρατική χώρα της Ευρώπης και θεωρεί ότι για οποιοδήποτε λόγο, είτε προσωπικό είτε πολιτισμικό – θρησκευτικό, θέλει να φοράει τη μαντίλα, είναι δικαίωμά του να το κάνει».
Είναι ένα θέμα προς συζήτηση τι φοράει κανείς για να προσέλθει σε ένα σχολείο με πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Στη Γαλλία είχε γίνει θέμα και με τις μαντίλες.
Κι αυτό είναι φοβερό. Έχουμε κι εμείς μια ιστορία στην παράσταση με μια μαθήτρια η οποία φοράει τη μαντίλα. Και φτάνουμε σε ένα σημείο όπου την πιέζει η Σόνια, η καθηγήτρια, να βγάλει τη μαντίλα μέσα στα πλαίσια της διδαχής της ελευθερίας. Αλλά, τα όρια σε όλα αυτά είναι δυσδιάκριτα. Από τη μια στιγμή στην άλλη ο θύτης και το θύμα αλλάζουν θέσεις. Όλα κρέμονται από μια κλωστή. Δεν είναι εύκολο να πάρει κανείς θέση σε σχέση με αυτό. Είναι πολύ λεπτό ζήτημα, ειδικά το θέμα της μαντίλας.
Η προσωπική σας άποψη ποια είναι;
Για μένα ένας άνθρωπος που ζει σε μια δημοκρατική χώρα της Ευρώπης και θεωρεί ότι για οποιοδήποτε λόγο, είτε προσωπικό είτε πολιτισμικό – θρησκευτικό, θέλει να φοράει τη μαντίλα, είναι δικαίωμά του να το κάνει. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει κάποιος να του επιβάλει να βγάλει τη μαντίλα στην Ευρώπη.
Είναι θέμα αυτοδιάθεσης, προσωπικής ελευθερίας.
Επίσης, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε για ποιες γυναίκες μιλάμε. Αν οι γυναίκες υποφέρουν στα κράτη που τους επιβάλλεται η κάλυψη με τη μαντίλα, είναι άλλο ζήτημα, γιατί καταπιέζονται. Αλλά για μία γυναίκα που βρίσκεται στην Ευρώπη και θέλει να διασφαλίσει τη δική της ελευθερία και θέση στον κόσμο φορώντας μία μαντίλα, νομίζω ότι εκεί δεν μπορεί να πει κανείς τίποτα. Το έργο είναι αρκετά συγκρουσιακό. Εκεί που ανοίγει μία πόρτα, χτυπάει πάνω σε μία άλλη. Αυτό γίνεται συνέχεια.
Και βέβαια η γυναίκα είναι στον πυρήνα του έργου και κινεί τα νήματα της ιστορίας.
Η Σόνια φοράει φούστα στο σχολείο ενώ έχει ζητηθεί από τις καθηγήτριες να μην το κάνουν και οι μαθητές της γράφουν στο γραφείο της ότι «όποια φοράει φούστα είναι π…». Από την άλλη, μία από τις μαθήτριές της φοράει μαντίλα. Δηλαδή η Σόνια πάει με τη φούστα σε αυτό το σχολείο όπου απαγορεύονται οι καθηγήτριες να βάζουν φούστες και έχει στην τάξη της μία μαθήτρια η οποία φοράει μαντίλα. Και οι δύο φέρουν σύμβολα διαφορετικών πολιτισμών. Και οι δύο με κάτι παλεύουν. Κάποια στιγμή η γυναίκα αυτή με τη φούστα που κάνει υποτίθεται την επανάστασή της, ζητάει από την κοπέλα που φοράει τη μαντίλα να επαναστατήσει και να την πετάξει. Όμως, ξαναλέω, στην Ευρώπη το να φοράει εκείνη τη μαντήλα μπορεί να είναι η επανάστασή της.
Σας ιντριγκάρουν οι ρόλοι που έχουν μια πολιτική θέση;
Το θέατρο έχει μια πολιτική θέση έτσι κι αλλιώς. Δεν χρειάζεται να είναι ένας ρόλος φανερά πολιτικός για να παίρνει μια θέση. Νομίζω ότι έχει σημασία ο τρόπος που κάνεις αυτή τη δουλειά. Οπότε η πολιτική θέση ξεκινάει από το πώς δουλεύεις. Πώς μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο που είναι αδυσώπητος, σε μια κοινωνία όπου τα πάντα έχουν να κάνουν με τα χρήματα, θα μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε; Είναι πολιτική θέση ο τρόπος που κάνουμε τη δουλειά μας και ειδικά το θέατρο, οπότε θα έλεγα ότι αυτό που με ρωτάτε έχει να κάνει γενικότερα με τη σχέση που έχει ο κάθε άνθρωπος με τη δουλειά του, όχι με κάποιο ρόλο.
Info «Η μέρα της φούστας», Θέατρο Δίπυλον-Άσπρη Αίθουσα (Σαμουήλ Καλογήρου 2, Αθήνα 10553), Παραστάσεις: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00, Κυριακή στις 20.00
Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr