Η κατά τακτά χρονικά διαστήματα αναζωπυρούμενη δημόσια συζήτηση για την κατάσταση της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, με αφορμή είτε τις γνωστές πολύκροτες υποθέσεις (Μάτι, Folli Follie, Τέμπη, Novartis) είτε την πάγια κριτική για τις τεράστιες καθυστερήσεις για την εκδίκαση ακόμη και απλών υποθέσεων και πολύ περισσότερο για την έκδοση αμετάκλητων αποφάσεων, μας κάνουν να σκεφθούμε πόσο πολύπλευρο είναι το ζήτημα και πόσο διαφορετικές προσεγγίσεις επιτρέπει, ανάλογα με την πλευρά στην οποία πέφτει το φως.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές η σχετική δημόσια συζήτηση, που τώρα κάπως κόπασε και που με βεβαιότητα θα ξαναφουντώσει με την επόμενη αφορμή, αλλά κυρίως η ακόμη πρόσφατη – τον περασμένο Φεβρουάριο – παρουσίαση του βιβλίου του καθηγητή Π. Γετίμη «Η απάντηση» (Εκδόσεις Κείμενα, Αθήνα 2024, 351 σελ.) και υπότιτλο «Μια δικαστική περιπέτεια με επίκεντρο το Πάντειο Πανεπιστήμιο». Για το ίδιο θέμα, το οικονομικό σκάνδαλο του Παντείου και τις δικαστικές συνέπειες για τους Πρυτάνεις και Αντιπρυτάνεις των τότε διοικήσεων, είχε προηγηθεί το βιβλίο του καθηγητή Δ. Κώνστα «Αγάπα το κελί σου» (Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2021, 216 σελ.) και υπότιτλο «Ιστορίες Φυλακής», που επικεντρώνεται όμως και κυρίως στην ασύλληπτη, για ένα διακεκριμένο μέλος της ακαδημαϊκής – και όχι μόνον- κοινότητας, εμπειρία του σωφρονιστικού εγκλεισμού.
Πρόκειται για την κραυγή δύο ακαδημαϊκών δασκάλων, Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Παντείου, που αγωνιούν να αναδείξουν την αδικία που, με τα βιβλία που υπογράφουν, εξηγούν ότι υπέστησαν, τις ταλαιπωρίες και τις συνέπειες που συνεπάγεται η εικοσαετής σχεδόν διάρκεια μιας δικαστικής περιπέτειας που ανέτρεψε τις ζωές τους.
Κρίνοντας τη Δικαιοσύνη μέσα από τη φυλακή
Η γραφή είναι με μέτρο, χωρίς οργή, ηχηρές καταγγελίες και βαριές κουβέντες. Υπάρχει άλλωστε η αυτοσυγκράτηση που επιβάλλει η έκδοση αμετάκλητων πια καταδικαστικών αποφάσεων. Όπως όμως εύστοχα επισημαίνει ο συνήγορος του Δ. Κώνστα, Χριστόφορος Αργυρόπουλος, στο εισαγωγικό του σημείωμα στο βιβλίο του πρώτου, ο δεδομένος σεβασμός στο δεδικασμένο μιας απόφασης από τα πρόσωπα που συνέπραξαν στη διαδικασία εκδόσεώς της, όπως είναι ο συνήγορος υπεράσπισης (αλλά και βεβαίως και από τα πρόσωπα που καταδικάστηκαν), βασίζεται στην τυπική ισχύ της, που επιβάλλει μία γενική κανονιστική επιταγή, έστω και αν η τελεσίδικη κρίση είναι άδικη ή εσφαλμένη. Bεβαίως όμως αυτό δεν απαγορεύει, από πλευράς μεθοδολογίας του δικαίου, να κρίνονται οι δικαστικές αποφάσεις τόσο από θεωρητικούς του δικαίου όσο και από ενδιαφερόμενους πολίτες. Και χωρίς αυτό ακόμη να εμποδίζει, όπως σημειώνει ο καθηγητής Π. Λαζαράτος στη δική του εισαγωγή στο έτερο βιβλίο του Π. Γετίμη, να αναδειχθεί η καφκική πλευρά της όλης διαδικασίας – οι πρυτάνεις αισθάνονται (γράφει ο Π. Λαζαράτος ) όπως ο Γιόζεφ Κ. αδύναμοι, ανίκανοι τελικά να αντιδράσουν στα αλήθεια.
«Πρόκειται για την κραυγή δύο ακαδημαϊκών δασκάλων που αγωνιούν να αναδείξουν την αδικία που, με τα βιβλία που υπογράφουν, εξηγούν ότι υπέστησαν».
Τα βιβλία δεν είναι γραμμένα ούτε από νομικούς – ο ένας δίδαξε Διεθνείς Σχέσεις, ο άλλος Περιφερειακή Ανάπτυξη και Πολεοδομικό και Χωροταξικό Σχεδιασμό – ούτε και από λογοτέχνες, αν και οι σελίδες για την φυλακή έχουν αναμφίβολα και τέτοια χροιά. Είναι όμως γραμμένα με τη πέννα του έμπειρου καθηγητή που ξέρει να γράφει, με την διεισδυτική, αναλυτική και παρατηρητική ματιά του ακαδημαϊκού και του πνευματικού ανθρώπου, που ξέρει να αναδεικνύει αυτό που πρέπει. Και για αυτό είναι και τα δύο, με τον τρόπο τους, συγκλονιστικά. Και είναι γραμμένα στη φυλακή.
Το χρονικό ενός σκανδάλου: Η Φερράρι και η τηλεοπτική διαπόμπευση
Θυμίζουμε, όσο γίνεται συνοπτικά: ένα πραγματικό οικονομικό σκάνδαλο διασπάθισης δημοσίου χρήματος με αφορμή τα έργα ανακατασκευής των υποδομών του Παντείου την περίοδο 1992-1998, εμπλοκή διοικητικών υπαλλήλων, ιδίως των οικονομικών υπηρεσιών, στις παραλαβές υλικών, αγορά ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου Φερράρι από τον (μόνιμο διοικητικό) Γενικό Γραμματέα του Πανεπιστημίου με χρήματα της Επιτροπής Ερευνών, μήνυση των νεοεκλεγέντων – διαδόχων των κατηγορηθέντων – πρυτάνεων το 1999 κατά παντός υπευθύνου. Η ανάκριση προχωρεί αργά και εστιάζει στις ευθύνες των αμέσως εμπλεκομένων διοικητικών υπαλλήλων, ενώ οι πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις των προηγούμενων διοικήσεων Δ. Κώνστα (1992-1995) και Α. Μεταξόπουλου (1995-1998) θεωρούν ότι εξαπατήθηκαν αφού υπέγραφαν τα εντάλματα που ετοίμαζαν οι οικονομικές υπηρεσίες, χωρίς να έχουν ουσιαστικό έλεγχο. Το καλοκαίρι του 2004, γράφει ο Π. Γετίμης, Αντιπρύτανης και στις δύο αυτές πρυτανείες, η ανάκριση αλλάζει τελείως προσανατολισμό και εστιάζει στους τέως πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις, που μέχρι τότε ήταν εκτός διαδικασίας, και καλούνται να αντιμετωπίσουν βαρύτατα κατηγορητήρια τοποθετούμενοι στο κέντρο της εγκληματικής ομάδας που κατά το κατηγορητήριο συγκροτούν μαζί με τους διοικητικούς, ενώ η πέτρα του σκανδάλου, ο Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου, χαρακτηρίζεται ως ο «ταμίας» ο οποίος «εισέπραττε εκ μέρους όλων». Έχει μεσολαβήσει, σημειώνει ο Π. Γετίμης, πολιτική αλλαγή.
Με ταχύτατες διαδικασίες, και υπό την διαπόμπευση των σκανδαλοθηρικών τηλεοπτικών εκπομπών, οι τέσσερις Πρυτάνεις και Αντιπρυτάνεις και 14 ακόμη διοικητικοί υπάλληλοι, από τους 54 που είχαν κατηγορηθεί αρχικά, παραπέμπονται απευθείας στο ακροατήριο (Δεκέμβριος 2005) αλλά, ως συνήθως, η ακροαματική διαδικασία είναι βραδύτατη. Διαρκεί 18 μήνες στον πρώτο βαθμό (2005-2007), 17 μήνες στον δεύτερο βαθμό (2011-2012), ενώ η απόφαση του Αρείου Πάγου εκδίδεται τον Δεκέμβριο του 2015. Η καθαρογραφή της πρωτόδικης απόφασης καθυστέρησε 24 μήνες. Μία πενταετία ανακρίσεων (1999-2004), μία ακόμη δεκαετία για την ολοκλήρωση του δικαστικού κύκλου (2005-2015). Καταδικάζονται πρωτοδίκως σε βαρύτατες ποινές για τα κακουργηματικά αδικήματα της υπεξαίρεσης, της απάτης και της ψευδούς βεβαίωσης, ο Αιμίλιος Μεταξόπουλος σε 25 έτη και ο Παναγιώτης Γετίμης σε 16 έτη χωρίς αναστολή, ο Δημήτρης Κώνστας και ο Ντίνος Παπαθανασόπουλος σε 14 έτη με αναστολή. Ο Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου σε ισόβια, υπάλληλοι των οικονομικών υπηρεσιών σε ποινές καθείρξεως 12-16 ετών ενώ ορισμένοι αθωώνονται.
«Δεν μπορεί παρά να ήξεραν»
Στον β΄ βαθμό οι τρείς πανεπιστημιακοί Δ. Κώνστας, Π. Γετίμης, και Ντ. Παπαθανασόπουλος (ο Α. Μεταξόπουλος έχει εν τω μεταξύ αποβιώσει, αφού έχει περάσει μία τριετία φρουρούμενος σε διάφορα νοσοκομεία, μάλιστα απεβίωσε την ημέρα, γράφει ο Δ. Κώνστας, που είχε πάει ο ίδιος να του ανακοινώσει στο νοσοκομείο στο οποίο νοσηλευόταν την απόφαση αναστολής εκτελέσεως της ποινής του) καταδικάζονται, παρά την αναλυτικά αιτιολογημένη απαλλακτική για τους πρυτάνεις πρόταση του εισαγγελέα της έδρας, σε 14 χρόνια χωρίς αναστολή (ενώ οι ποινές των διοικητικών μειώνονται, σε 25 χρόνια για τον Γενικό Γραμματέα, κατά δύο έτη για τους άλλους). Όπως, με εμφανή πικρία και θυμό υπογραμμίζει ο Π. Γετίμης, η Πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου αρκείται στην διατύπωση της καταδίκης «ως πρωτοδίκως», η απόφαση είναι πιστή αντιγραφή της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ενώ τα στοιχεία που προσκόμισαν οι Δ. Κώνστας και Π. Γετίμης για την περιουσιακή τους κατάσταση, το άνοιγμα των τραπεζικών τους λογαριασμών και αυτών των συγγενών τους, η απουσία οιασδήποτε έννοιας πλουτισμού, ουδόλως μετέβαλαν την κρίση του δικαστηρίου. Έμειναν οι διαπιστώσεις της πρωτόδικης αποφάσεως, ότι, brevitatis causa, αφού υπέγραφαν, «δεν μπορεί παρά να ήξεραν», διατύπωση που διατρέχει όλες τις αποφάσεις εν είδει αμάχητου τεκμηρίου.
«Η κοινωνία μας έχει επιδοθεί σε ένα κυνήγι μαγισσών και τα δικαστήριά μας δεν μπορούν να προβάλουν αντιστάσεις».
Ο Π. Γετίμης είχε ήδη εκτίσει μετά την πρωτόδικη καταδίκη ένα μικρό τμήμα της ποινής του και είχε επιτύχει, μετά από πολλές απόπειρες, αναστολή εκτελέσεως ενόψει της δευτεροβάθμιας κρίσης, οι άλλοι δύο ήταν μέχρι τότε ελεύθεροι. Ο Π. Γετίμης είχε εν τω μεταξύ φύγει στην Γερμανία να διδάξει σε Πανεπιστήμια με τα οποία συνδεόταν, ο Δ. Κώνστας στον Καναδά, ο Ντίνος Παπαθανασόπουλος ήταν στην Ελλάδα. Παρουσιάστηκαν όλοι, οι δύο επιστρέφοντας από το εξωτερικό, μετά την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για να εκτίσουν την ποινή τους, πέτυχαν σταδιακά να αναστείλουν την εκτέλεσή της εν αναμονή της αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Η οποία, φευ, απέρριψε τις αναιρέσεις, για την ευδοκίμηση των οποίων οι συνήγοροι υπερασπίσεως είχαν μέχρι τότε βάσιμες ελπίδες. Ο Ντίνος Παπαθανασόπουλος, με εξαιρετικά εύθραυστη υγεία από πολλών ετών, πέθανε την ημέρα εκδόσεως της αποφάσεως του Αρείου Πάγου (η σχετική περιγραφή στο βιβλίο του Δ. Κώνστα είναι ανατριχιαστική), οι Κώνστας και Γετίμης γύρισαν εκ νέου από το εξωτερικό, όπου είχαν και πάλι καταφύγει για να βρουν ένα ίχνος κανονικής ζωής, προκειμένου να εκτίσουν την ποινή τους. Κατά την περίοδο αυτή του σωφρονιστικού εγκλεισμού, προέκυψαν τα βιβλία.
Η καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Ο Π. Γετίμης θα αποφυλακισθεί υπό όρους τον Νοέμβριο του 2018, ο Δ. Κώνστας τον Απρίλιο του 2017. Έμειναν περίπου δυόμιση χρόνια συνολικά ο καθένας στη φυλακή. Στον Δ. Κώνστα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα απονείμει χάρη με διάταγμα που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2019, αφού είχε προηγηθεί καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου(ΕΔΔΑ) στην υπόθεση Κώνστας κατά Ελλάδος (24.05.2011) για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και ψήφιση στη Βουλή τροπολογίας (άρθρο 45 του ν. 4596/2019) με την οποία υλοποιήθηκε από την Ελλάδα η Κοινοτική Οδηγία για τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας. Η διάταξη δεσμεύει το Συμβούλιο Χαρίτων να αποφαίνεται θετικά υπέρ της απονομής χάριτος όταν ο αιτών έχει δικαιωθεί από το ΕΔΔΑ για παραβίαση αυτού του τεκμηρίου.
Στην υπόθεση Γετίμης κατά Ελλάδος (10/01/2010), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εκδίδει και πάλι καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση για υπέρβαση του εύλογου χρόνου διεξαγωγής της δίκης και για παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης.
Στο διοικητικό σκέλος το Ε’ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου (2217/2005) αλλά και η Ολομέλεια (195/2010) ακυρώνουν τους καταλογισμούς σε βάρος του με το σκεπτικό ότι δεν συντρέχει δόλος ούτε και αμέλεια στο πρόσωπό του, ενώ σε δεύτερη ποινική δίκη για το Πάντειο, τον Οκτώβριο του 2013, με κατηγορητήριο βασισμένο στο ίδιο σκεπτικό με αυτό της πρώτης δίκης περί από κοινού δράσης υπαλλήλων και καθηγητών και με αφορμή ένα επιπλέον σημαντικό υπόλοιπο οικονομικού ελλείμματος της περιόδου 1996-1998 το οποίο διαπιστώνεται εκ των υστέρων και το οποίο δεν είχε περιληφθεί στο αρχικό κατηγορητήριο, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων αθωώνει ομόφωνα (23/10/2013) τον ίδιο και τον έτερο Αντιπρύτανη Ντίνο Παπαθανασόπουλο (επί Πρυτανείας του ήδη τότε αποβιώσαντος Α. Μεταξόπουλου), ύστερα από απαλλακτική πρόταση του εισαγγελέα της έδρας.
«Η μετατροπή της Παντείου Σχολής των τριών τμημάτων σε ένα πραγματικό ΑΕΙ οκτώ τμημάτων προκάλεσε ακαδημαϊκές αντιζηλίες».
Όπως γράφει ο Π. Γετίμης, η αθωωτική αυτή απόφαση διαχωρίζει απολύτως τον ρόλο των καθηγητών τους οποίους απαλλάσσει από κάθε κατηγορία και ανατρέπει ουσιαστικά όλο το σκεπτικό των προηγούμενων καταδικαστικών αποφάσεων. Αμφισβητεί έτσι την θεωρία της από κοινού δράσης καθηγητών και υπαλλήλων και αναδεικνύει τα «ιδιαίτερα τεχνάσματα» με τα οποία οι υπάλληλοι εξαπατούσαν τις πρυτανικές αρχές, διαπιστώνει ότι δεν στοιχειοθετείται ότι υπήρξε οιαδήποτε «διανομή χρημάτων» προς τους καθηγητές και σημειώνει την κατηγορηματική δήλωση του πρωταγωνιστή της υποθέσεως Γενικού Γραμματέα του Πανεπιστημίου ότι ουδέποτε έδωσε χρήματα σε πρυτάνεις και αντιπρυτάνεις και ότι ουδέποτε έλαβε εντολή για την τέλεση οποιασδήποτε παράνομης πράξης.
«Αθώοι είναι και πολλοί άλλοι που βρίσκονται στις φυλακές»
Πώς εξηγούνται λοιπόν όλα αυτά; Ο Δ. Κώνστας εστιάζει, σε ένα σύντομο, παρενθετικό τρόπον τινά, κομμάτι ενός βιβλίου (σελ.94) που είναι κατά βάση στραμμένου αλλού και που δεν επιλέγει τον λεπτομερή σχολιασμό των δικαστικών αποφάσεων όπως κάνει στην δική του αναζήτηση του τι συνέβη ο Π. Γετίμης, στις ακαδημαϊκές αντιζηλίες και μεγάλες συγκρούσεις που προκάλεσε η μετατροπή της Παντείου Σχολής των τριών τμημάτων που ήταν στα χαρτιά μόνον Πανεπιστήμιο το 1990, σε ένα πραγματικό ΑΕΙ οκτώ τμημάτων, με τριπλασιασμό των κτιριακών υποδομών, εν μέσω συγκρούσεων τόσο με τους φοιτητές όσο και με μερίδα της ακαδημαϊκής κοινότητας. Οι οποίες εδράζονται μεταξύ άλλων, κατά τον Π. Γετίμη, και στις δύσκολες σχέσεις μεταξύ των μελών ΔΕΠ στο ίδιο το Πανεπιστήμιο, με τα ίχνη της παλαιάς ισχυρής παρουσίας των παλαιών μονίμων βοηθών, που φοβούνται ότι ο νέος δρόμος θα τους αφήσει στην άκρη, να είναι εμφανή.
Ο Δ. Κώνστας δεν παραγνωρίζει βέβαια τον παράγοντα «Δικαιοσύνη και Πολιτική», στον οποίο ο Π. Γετίμης αναφέρεται αναλυτικά, αφού εν τέλει εκεί στηρίζεται η καταδίκη της Ελλάδος από το ΕΔΔΑ, στις δηλώσεις και τους χαρακτηρισμούς πολιτικών προσώπων μεσούσης της δικαστικής διαδικασίας. Αλλά μεταφέρει δύο κουβέντες, ο κυνισμός αλλά και η αλήθεια των οποίων σοκάρει: Στην ερώτηση Κώνστα προς ανώτερο στέλεχος της πολιτικής ηγεσίας του αρμόδιου υπουργείου που επισκέπτεται τον χώρο κράτησης «Γνωρίζετε κύριε ότι είμαι αθώος ;…» λαμβάνει την εξής απάντηση, γράφει ο Δ. Κώνστας : «Μην κουράζεστε, το ξέρουμε ότι είστε αθώος, όπως αθώοι είναι και πολλοί άλλοι που βρίσκονται στις φυλακές. Δυστυχώς η κοινωνία μας έχει επιδοθεί σε ένα κυνήγι μαγισσών και τα δικαστήριά μας δεν μπορούν να προβάλουν αντιστάσεις».
Ο Π. Γετίμης, από την πλευρά του, αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην πολιτική διάσταση της υπόθεσης, παραθέτει με λεπτομέρειες, αλλά χωρίς ονόματα, τον ρόλο του Τύπου και τους όρους της πολιτικής σύγκρουσης στη Βουλή, τις απόψεις χωρίς αυτοσυγκράτηση ή επιφυλάξεις που διατυπώνονται με μεγάλη ευκολία και πάντως χωρίς σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας (αλλά ούτε κατ’ ουσίαν και της Δικαιοσύνης) και οι οποίες οδήγησαν σε δύο καταδίκες της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ. Η πέννα είναι εδώ σε ορισμένα σημεία σκληρή, αλλά ποιος μπορεί να κρίνει ή να επικρίνει, οι συνέπειες της δικαστικής τους οδύσσειας σκληρότατες είναι επίσης.
Η πολιτική εκμετάλλευση μιας δίκης και η εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης
Παρακολουθώντας την επικαιρότητα και σήμερα, διαπιστώνει κανείς πόσο πολλοί είναι όλοι αυτοί που μυαλό δεν βάζουν, και τείνουν κατά σύστημα να υπαγάγουν τους στοιχειώδεις κανόνες προστασίας της ανθρώπινης προσωπικότητας σε πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής. Το πρόβλημα το οποίο στην ουσία οι δύο ακαδημαϊκοί πραγματεύονται, με τον τρόπο του ο καθένας, είναι αυτό της δικαστικής ανεξαρτησίας, ο Δ. Κώνστας αναδεικνύοντας ένα παλιό σημαντικό άρθρο του Στέφανου Ματθία στο Βήμα της 3ης Οκτωβρίου 2008 με τίτλο «Δικαστική Ανεξαρτησία και Εκκλησία» (εποχή άλλων πολύκροτων υποθέσεων που τάραξαν την Δικαιοσύνη- Βατοπέδι και παραδικαστικό), ο Π. Γετίμης επιστρατεύοντας την αναλυτική του γραφίδα για να ξεκοκκαλίσει τις δικαστικές αποφάσεις, τις πομπώδεις δηλώσεις ασχέτων αλλά και λιγότερο ασχέτων, την πολιτική εκμετάλλευση της στιγμής, αλλά και το περιεχόμενο των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, που σίγουρα δεν περιποιεί τιμή στην ελληνική πολιτεία.
«Χωρίς κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, η καταδικαστική κρίση βασίστηκε σε ρητορικά ερωτήματα του τύπου πώς δεν υπέπεσε στην αντίληψή του;».
Με την μεσολάβηση του χρόνου που πέρασε, και των όσων ζήσαμε εν τω μεταξύ, δεν μπορεί να μην σταθεί κανείς στα όσα αναδείχθηκαν σε πολύ μετεγενέστερες υποθέσεις πολιτικού ενδιαφέροντος, ειδικά της περιόδου 2015-2019, τις λεπτομέρειες χειραγωγικών χειρισμών στην υπόθεση Novartis που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, τις καταγγελίες εισαγγελικών λειτουργών για τις πιέσεις ορισμένων εκπροσώπων της εκτελεστικής εξουσίας και τις παρεμβάσεις στο έργο τους. Διαβάζοντάς τα όλα αυτά προσεκτικά, μπορεί κανείς να διακρίνει νοοτροπία, αντιλήψεις και πρόσωπα που δυστυχώς δεν είναι νέα, έστω και αν τα πράγματα είχαν στην υπόθεση Novartis πρωτόγνωρη ένταση και μορφή.
Μία παράλληλη ανάγνωση του κατηγορητηρίου αρχικά και της αιτιολογίας εν συνεχεία της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση του Παντείου, μέσα από το βιβλίο του Π. Γετίμη, με τα όσα με λεπτομέρεια κατέθεσαν οι μάρτυρες εισαγγελικοί λειτουργοί στις υποθέσεις της περιόδου 2015-2019, ή με τις δηλώσεις και φρασεολογία των αρμόδιων τότε εκπροσώπων της εκτελεστικής εξουσίας για την υπόθεση Novartis, είτε τότε, είτε μέσα από όσα ανέφεραν αργότερα οι εισαγγελείς για τις πιέσεις που υπέστησαν, είτε ακόμη και στις διατυπώσεις κατά το στάδιο της απολογίας ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, αφήνει κυριολεκτικά τον αναγνώστη άναυδο. Και όσο βέβαια και αν ισχύει από μεθοδολογικής πλευράς ότι comparaison n’est pas raison και πάλι όμως ο παραλληλισμός κατά την ανάγνωση είναι αναπόφευκτος, σαν οι ίδιες αιτίες να γεννούν τα ίδια αποτελέσματα, σαν να μην έχουμε μπροστά μας παρά το πρόδρομο φαινόμενο μιας καταχρηστικής και ολοκληρωτικής αντιλήψεως για την εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης που αναδείχθηκε και αποκαλύφθηκε όταν ξεδιπλώθηκε πλήρως και απέτυχε.
Έτσι, όταν γράφει ο Π. Γετίμης, στην κριτική που ασκεί, με προσοχή, στις δικαστικές αποφάσεις, ότι χωρίς κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, η καταδικαστική κρίση βασίστηκε σε ρητορικά ερωτήματα του τύπου «πώς δεν υπέπεσε στην αντίληψή του;», «δεν του δημιούργησε την απορία;», «δεν αναρωτήθηκε ποτέ πώς…;» και «είναι δυνατόν να μην γνώριζε;» εμείς σκεφτόμαστε αυτόματα αυτά που διαβάσαμε και μάθαμε αργότερα για τις μεταγενέστερες υποθέσεις απόπειρας μεθοδευμένης εμπλοκής πολιτικών προσώπων. Και όταν γράφει για όλο τον αγώνα που ο ίδιος έκανε στην Ελλάδα αλλά και στο ΕΔΔΑ «ώστε να αναδειχθεί η εσφαλμένη και άδικη απόφαση, καθώς και τα αίτια της δικαστικής αστοχίας, παραπλάνησης ή και πλεκτάνης», ο αναγνώστης πάλι αναπόφευκτα σκέφτεται αυτά που εκ των υστέρων έμαθε και έφριξε για τις άλλες μεταγενέστερες υποθέσεις.
20 χρόνια ζωής που δεν γυρνάνε πίσω
Και μετά; Ποιο είναι το ηθικό ή το γενικό δίδαγμα; Φοβάμαι πως δεν υπάρχει, ακριβέστερα πως ουδείς ενδιαφέρεται να το εξαγάγει, πάντως όχι ρητώς, ίσως γιατί βέβαια κάπως όλοι το γνωρίζουν. Δικαιοσύνη και Εξουσία, Δικαιοσύνη και Πολιτική, Πολιτική και Media, Media και Δικαιοσύνη…, ένας φαύλος κύκλος που καλό είναι να μη βρεθεί κανείς στο κέντρο του. Την συνταγή για να σπάσει ο κύκλος την γνωρίζουμε όλοι: Λιγότερη δημαγωγία, μεγαλύτερη αίσθηση του μέτρου, λιγότερη Πολιτική (χωρίς άλλες παρεμβάσεις στον ΠΚ που κοντεύει να μετατραπεί σε φορολογικό νόμο που αλλάζει κάθε χρόνο), όχι προσφυγή στο κοινό περί δικαίου αίσθημα όταν όλοι καταλαβαίνουμε πώς διαμορφώνεται, όχι στον όχλο που συγκροτούν σήμερα τα κοινωνικά δίκτυα και ο οποίος ζητάει αυτό που πάντα ζητούσε, άρτο και θεάματα, ικριώματα και παράδοση στην πυρά. Σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας, σεβασμός του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, ενσωμάτωση, όχι μόνον τυπική αλλά και ουσιαστική, των αρχών που απορρέουν από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για να μην αναγκάζεται κανείς να θυμίζει, 25 χρόνια μετά τα γεγονότα, πράγματα που θα έπρεπε να μην είναι επίδικα.
Και βέβαια μένουν τα δύο βιβλία, οι ανθρώπινες ιστορίες και οι ιστορίες της φυλακής. Και μια συνέντευξη, στο τέλος του βιβλίου του Π. Γετίμη, του συγγραφέα προς την επιμελήτρια του βιβλίου. Είναι μία άλλη συγκλονιστική πλευρά των βιβλίων αυτών, για αυτά που λένε και για αυτά που δεν λένε, αλλά που ο αναγνώστης καταλαβαίνει, και για όλα αυτά που ο καθένας μαντεύει, για το κουράγιο, την ενέργεια, την δύναμη και το θάρρος να καθίσει κανείς να γράψει δύο τέτοια βιβλία, για 20 χρόνια ζωής που δεν γυρνάνε πίσω.
*Ο υπογράφων ήταν συνήγορος του Π. Γετίμη.